Σακχαρώδης Διαβήτης Κύησης
Ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης (ΣΔΚ), χαρακτηρίζεται ως η μη φυσιολογική ανοχή στη γλυκόζη που εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης στο δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο. Συχνά, ο ΣΔΚ είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς παγκρεατικής λειτουργίας της μητέρας για να υπερνικήσει την αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη που είναι κοινή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα τον ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο.
Επιπτώσεις Σακχαρώδη Διαβήτη Κύησης
Χωρίς θεραπεία ή έλεγχο, ο ΣΔΚ μπορεί να έχει πολλές συνέπειες τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο. Στη μητέρα, υπάρχει κίνδυνος υπέρτασης κύησης και προεκλαμψίας, καθώς και επιπλοκών του τοκετού.
Επιπλέον, ο ΣΔΚ μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς και την ανάπτυξη του εμβρύου και η μητρική υπεργλυκαιμία και η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορούν να επηρεάσουν την παγκρεατική λειτουργία του εμβρύου στη μήτρα και να οδηγήσουν σε υπογλυκαιμία κατά τη γέννηση. Ένα παιδί που γεννιέται από μητέρα με ΣΔΚ διατρέχει επίσης αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξει σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή του.
Αντιμετώπιση Σακχαρώδη Διαβήτη Κύησης
Η διαχείριση του ΣΔΚ είναι επιτακτική ανάγκη για τη δημόσια υγεία παγκοσμίως και μαζί με την αυξανόμενη επιδημία της παχυσαρκίας, που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔΚ, αναδεικνύεται η ανάγκη για έρευνα και μετριασμό των επιπτώσεων.
Για τον γλυκαιμικό έλεγχο οι τροποποιήσεις του τρόπου ζωής, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στη διατροφή και στα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχέδιο θεραπείας.
Φλαβονοειδή
Τα φλαβονοειδή που βρίσκονται σε ένα ευρύ φάσμα φυτικών τροφίμων συμπεριλαμβανομένων των μούρων και των λαχανικών είναι μεταβολικά ενεργές ενώσεις, γνωστές για τις αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές τους λειτουργίες. Τα φλαβονοειδή αναστέλλουν ακόμα τη σύνθεση και τη λειτουργία διαφόρων προφλεγμονωδών μεσολαβητών μέσω πολλαπλών μηχανισμών.
Σκοπός
Η συγκεκριμένη μελέτη διεξήχθη με στόχο να διερευνήσει την επίδραση μίας διατροφής πλούσιας σε φρούτα και λαχανικά σε συνδυασμό με άσκηση, στο καρδιομεταβολικό προφίλ σε γυναίκες με ΣΚΔ.
Μεθοδολογία
Η μελέτη αποτελεί μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή που διεξήχθη στο UNLV School of Medicine Maternal Fetal Medicine Clinic στο Sunrise Hospital στο Λας Βέγκας της Νεβάδα για 12 εβδομάδες.
38 έγκυες γυναίκες (18- 45 ετών) στις 24-28 εβδομάδες κύησης, με διάγνωση ΣΔΚ ή ιστορικό διαβήτη πριν από την εγκυμοσύνη και τρέχουσα μονήρη εγκυμοσύνη τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες.
Η ομάδα ελέγχου με 18 άτομα έλαβε διατροφική εκπαίδευση με βάση τις οδηγίες του USDA, ενώ τα 20 άτομα της ομάδας παρέμβασης τροποποιήσεις στη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους. Πιο συγκεκριμένα οι ασθενείς αυτής της ομάδας έλαβαν οδηγίες να καταναλώνουν ½ φλιτζάνι μούρα ως μεσημεριανό σνακ και άλλο ½ φλιτζάνι μούρα 6-8 ώρες αργότερα. Επίσης για μεσημεριανό γεύμα ή/και δείπνο έπρεπε να καταναλώνουν ένα φλιτζάνι φυλλώδη λαχανικά. Οι συμμετέχοντες στην ομάδα παρέμβασης έλαβαν οδηγίες να συμπληρώνουν και ένα ημερολόγιο καταγραφής φρούτων και λαχανικών για τρεις ημέρες κάθε εβδομάδα και οδηγίες για μεταγευματική σωματική δραστηριότητα.
Σε όλους τους συμμετέχοντες δόθηκαν φυλλάδια με συστάσεις ανάλογα την ομάδα τους και υπήρχαν καθορισμένα ραντεβού παροχής συμβουλών ανά δύο εβδομάδες τηλεφωνικά ή διαδικτυακά. Ακόμα όλοι συμπλήρωναν 24ωρες ανακλήσεις για την παροχή διατροφικών δεδομένων.
Oι συμμετέχοντες, πριν και μετά το πέρας της παρέμβασης, συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο διαλογής σχετικά με τις διατροφικές τους συνήθειες, λήφθηκαν ανθρωπομετρικές μετρήσεις και διεξήχθη αιμοληψία.
Αποτελέσματα
Οι δύο ομάδες ήταν στατιστικά παρόμοιες στην αρχή της δοκιμής στις υπό μελέτη παραμέτρους εξασφαλίζοντας καλύτερη σύγκριση των πρωταρχικών και καταληκτικών σημείων.
Όσον αφορά τη διαιτητική πρόσληψη, η ομάδα παρέμβασης κατανάλωσε σημαντικά υψηλότερες ποσότητες λαχανικών και φρούτων, και έδειξε σημαντικά υψηλότερη μέση πρόσληψη διαιτητικών ινών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Επίσης η μέση ολική πρόσληψη φλαβονοειδών ήταν μεγαλύτερη στην ομάδα παρέμβασης σε σύγκριση με τη συνολική πρόσληψη φλαβονοειδών της ομάδας ελέγχου.
Οι ανθρωπομετρικές αλλαγές σε καμία ομάδα δεν ήταν στατιστικά σημαντικές.
Επιδράσεις στις εργαστηριακές τιμές
Η τυχαία γλυκόζη αίματος ήταν σημαντικά χαμηλότερη στην ομάδα παρέμβασης μέχρι το τέλος της περιόδου παρέμβασης σε σύγκριση με το επίπεδο της ομάδας ελέγχου. Η HDL-χοληστερόλη ήταν σημαντικά υψηλότερη στην ομάδα παρέμβασης και τα μέσα επίπεδα IL-6 στον ορό ήταν χαμηλότερα συγκρίνοντας με την ομάδα ελέγχου. Τέλος, η συνολική αντιοξειδωτική ικανότητα ορού αυξήθηκε σημαντικά στην ομάδα παρέμβασης.
Η σωματική δραστηριότητα δεν διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ των ομάδων ούτε κατά την έναρξη αλλά ούτε και μετά την περίοδο παρέμβασης των 12 εβδομάδων παρά τις οδηγίες στην ομάδα παρέμβασης να ενσωματώσει σωματική δραστηριότητα μετά τα γεύματα, κυρίως μέσω περιπάτου.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, αυτή η τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή έδειξε ότι σε γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με ΣΔΚ, η διατροφική συμβουλευτική που δίνει έμφαση στην καθημερινή προσθήκη μούρων και φυλλωδών λαχανικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει θετικά αποτελέσματα. Οι σημαντικές μειώσεις της τυχαίας γλυκόζης αίματος και της IL-6 του ορού, μαζί με τις σημαντικές αυξήσεις της HDL-χοληστερόλης και της συνολικής αντιοξειδωτικής ικανότητας ορού, υποδηλώνουν ότι τα συμπληρώματα τέτοιων τροφίμων ρυθμίζουν άμεσα τις μεταβολικές οδούς που εμπλέκονται στον διαβήτη κύησης.
Μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες μπορεί να αποτελέσει σύμμαχο για την αντιμετώπιση των επιπλοκών του ΣΔΚ περιγεννητικά και στο μέλλον και να βελτιώσει τον γλυκαιμικό έλεγχο και άλλες φλεγμονώδεις και διατροφικές παραμέτρους.
Η σχετική ευκολία ενσωμάτωσης αυτών των διατροφικών αλλαγών κατά την περίοδο της κύησης θέτει τα μούρα και τα φυλλώδη λαχανικά να μπορούν να αποτελέσουν μια συμπληρωματική, μη φαρμακευτική θεραπεία στον ΣΔΚ.
Περιορισμοί
- H ομάδα παρέμβασής ελαβε οδηγίες για αύξηση μούρων και λαχανικών, μαζί με μεταγευματική άσκηση, άρα είναι αποτέλεσμα συνδυασμού διαφορετικών παρεμβάσεων.
- Τα αποτελέσματα εξετάστηκαν στη μητέρα, αλλά όχι στο έμβρυο.
- Απαιτούνται περισσότερες κλινικές μελέτες και σε μεγαλύτερο δείγμα και διαφορετικής εθνικότητας.