Η βιταμίνη D, γνωστή και ως ‘βιταμίνη της ηλιοφάνειας’, ανήκει στην ομάδα των λιποδιαλυτών βιταμινών και είναι απαραίτητη για την διατήρηση της ομοιόστασης του ασβεστίου και του φωσφόρου στο έντερο και στα οστά. Στην πραγματικότητα η βιταμίνη D συμπεριφέρεται ως ορμόνη, λόγω των ενδοκρινικών της δράσεων με κύριο στόχο την προστασία του μυοσκελετικού συστήματος.
Διαβάστε επίσης: Βιταμίνη D: Πώς μπορεί να σου φανεί χρήσιμη! [Δωρεάν EBOOK]
Η έλλειψή της προκαλεί διαταραχές των οστών όπως ραχίτιδα στα παιδιά και οστεοπόρωση στους ενήλικες. Λόγω της ύπαρξης υποδοχέων της βιταμίνης D σε όλους σχεδόν τους ιστούς και τα κύτταρα, η βιταμίνη D συμμετέχει σε ποικίλες λειτουργίες του οργανισμού.
Τα τελευταία χρόνια η εν λόγω βιταμίνη έχει συγκεντρώσει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον καθώς ανακύπτουν συνεχώς νέα δεδομένα σχετικά με τον ρόλο της στην συνολική υγεία
Ποιες είναι οι πηγές της;
Η βιταμίνη D είναι ένα σύμπλεγμα δύο βιταμινών, της εργοκαλσιφερόλης (D2) η οποία ανευρίσκεται σε τρόφιμα φυτικής προέλευσης (π.χ. ζυμομύκητες και μανιτάρια) και της χοληκαλσιφερόλης (D3) η οποία λαμβάνεται από τις ζωικές τροφές και σχηματίζεται στο δέρμα υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας (UVB). Οι τροφές με την μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε βιταμίνη D είναι:
- τα λιπαρά ψάρια (π.χ. σολομός, σκουμπρί, σαρδέλες),
- ο κρόκος του αυγού
- εμπλουτισμένα τρόφιμα όπως η φυτική μαργαρίνh, το γάλα, ο χυμός πορτοκαλιού, τα δημητριακά και κάποια αρτοσκευάσματα.
Η ενδογενής σύνθεση της βιταμίνης D επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως η χροιά του δέρματος, η χρήση αντηλιακών, η διάρκεια έκθεσης στο ηλιακό φως, η εποχή του χρόνου, το γεωγραφικό πλάτος του κάθε τόπου, το κλίμα, η ενδυμασία, η ηλικία και το σωματικό βάρος.
Το 90% της βιταμίνης D προέρχεται από την έκθεση του δέρματος στον ήλιο ενώ το υπόλοιπο 10% λαμβάνεται μέσω της διατροφής ή με τη μορφή διατροφικών συμπληρωμάτων
Μέτρηση επιπέδων στο αίμα
Υπάρχει τρόπος να μετρήσουμε τα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα με απλή αιματολογική εξέταση. Κλινικά, γίνεται μέτρηση της -hydroxyvitamin D [25(OH)D], η οποία πρέπει να είναι το λιγότερο 20 nanograms/ml. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι πρέπει να είναι πάνω από 50 nmol/l.
Ποια είναι η ημερήσια συνιστώμενη πρόσληψη;
Με βάση τις νεότερες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EFSA) η ημερήσια συνιστώμενη πρόσληψη βιταμίνης D καθορίζεται στις 400IU (International Units - Διεθνείς Μονάδες) ή στα 10μg για τα βρέφη 7-11 μηνών και στις 600IU (15μg) για τα άτομα ηλικίας ενός έτους και άνω συμπεριλαμβανομένων των εγκύων και των θηλαζουσών. Ωστόσο, το Ινστιτούτο Ιατρικής των ΗΠΑ συστήνει την πρόσληψη των 800IU (20μg) για τα άτομα ηλικίας 71 ετών και άνω.
Τι ορίζεται ως ανεπάρκεια;
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, επαρκείς θεωρούνται οι ποσότητες της 25(ΟΗ)D (δείκτης αποθηκευμένων ποσοτήτων της βιταμίνης στον οργανισμό) πάνω από 30 ng/ml. Ως ‘σχετική ανεπάρκεια’ ορίζονται τα επίπεδα από 20 έως 30 ng/ml. Ως ‘έλλειψη’ ορίζονται οι συγκεντρώσεις κάτω από 20 ng/ml, ενώ ως ‘σοβαρή έλλειψη’ χαρακτηρίζονται εκείνες που είναι μικρότερες από 10 ng/ml.
Υπάρχουν συμπτώματα;
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα που σχετίζονται με την έλλειψη βιταμίνης D περιλαμβάνουν μυϊκή αδυναμία, πόνο στα οστά και κόπωση. Η υπερβιταμίνωση είναι σχετικά σπάνια, ωστόσο παρατηρείται με συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 500 nmol/l και μπορεί να εμφανιστεί όταν η πρόσληψη βιταμίνης D ξεπερνά τις 10.000 IU/ημέρα. Εκδηλώνεται με ναυτία, ανορεξία, δυσκοιλιότητα, απώλεια βάρους, αδυναμία και αυξημένα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια ηλιόλουστη χώρα φαίνεται ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν εξασφαλίζει τη συνιστώμενη ποσότητα βιταμίνης D
Σε σχετικά πρόσφατη μελέτη στην οποία συμμετείχαν 840 υγιείς γυναίκες ηλικίας 20-86 ετών από αστικές και αγροτικές περιοχές της Ελλάδας διαπιστώθηκε ότι το 88% είχαν τιμές βιταμίνης D χαμηλότερες των 30ng/ml, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για λήψη μέτρων.
Σε ποιούς παράγοντες οφείλεται αυτή η έλλειψη;
- Οι αυστηρές ιατρικές συστάσεις για αποφυγή της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία στο πλαίσιο πρόληψης του καρκίνου του δέρματος.
- Η χρήση αντηλιακών με υψηλό δείκτη προστασίας (άνω του 30) η οποία εμποδίζει τον σχηματισμό της βιταμίνης στο δέρμα.
- Το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας (35ο – 40ο) το οποίο δεν επιτρέπει την επαρκή σύνθεση της βιταμίνης, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια του χειμώνα.
- Η ατμοσφαιρική ρύπανση η οποία λειτουργεί ως φίλτρο κατά της ηλιακής ακτινοβολίας.
- Το ελαιόλαδο ως βασική πηγή λίπους το οποίο όμως δεν περιέχει βιταμίνη D.
- Το σκούρο δέρμα των λαών της Μεσογείου το οποίο εμποδίζει την σύνθεση βιταμίνης D.
- Η μειωμένη ικανότητα ενδογενούς παραγωγής βιταμίνης D με την αύξηση της ηλικίας.
- Η παραμονή σε κλειστούς χώρους για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. για λόγους εργασίας ή νοσηλείας).
Ποιες οι επιπτώσεις από την έλλειψη της βιταμίνης;
Η υψηλή επικράτηση ανεπάρκειας βιταμίνης D αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα δημόσιας υγείας, καθώς η υποβιταμίνωση D θεωρείται ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για θνησιμότητα στον γενικό πληθυσμό. Η σοβαρή έλλειψη της βιταμίνης D προκαλεί μείωση της εναπόθεσης ασβεστίου και μετάλλων στα οστά με αποτέλεσμα την εμφάνιση ραχίτιδας στα παιδιά και οστεομαλάκυνσης στους ενήλικες. Επιπλέον, η μείωση των επιπέδων βιταμίνης D προκαλεί αύξηση της παραθορμόνης (PTH), ορμόνης του παραθυρεοειδή αδένα (δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός), η οποία μακροπρόθεσμα οδηγεί σε οστεοπόρωση και αύξηση της συχνότητας των καταγμάτων.
Πλήθος μελετών έχουν συνδέσει την έλλειψη της βιταμίνης με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αυτοάνοσων νοσημάτων όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας και ο διαβήτης τύπου Ι. Ακόμη, τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D φαίνεται να σχετίζονται με καρδιαγγειακά νοσήματα και κάποιες μορφές καρκίνου όπως του εντέρου και του μαστού, καθιστώντας αντιληπτό πως η εν λόγω βιταμίνη δεν είναι απαραίτητη μόνο για την προαγωγή της σκελετικής υγείας.
Περίπου το 50% του συνολικού πληθυσμού της γης εμφανίζουν κάποιου βαθμού ανεπάρκειας της βιταμίνης D
Η έλλειψη της βιταμίνης D μπορεί να οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη και/ή μειωμένη έκθεση στον ήλιο, σε ανωμαλίες που περιορίζουν την απορρόφηση της και σε καταστάσεις που εμποδίζουν τη μετατροπή της βιταμίνης στους ενεργούς μεταβολίτες της, συμπεριλαμβανομένης της ηπατικής και νεφρικής δυσλειτουργίας.
Ραχίτιδα
Στα παιδιά με παραμόρφωση και μη ανάπτυξη των μακρών οστών. Σήμερα συμβαίνει σε χώρες της Αφρικής, Ασίας και Μέσης Ανατολής με χαμηλό εισόδημα. Η αποχή από το κρέας είναι παράγοντας κινδύνου. Όσα παιδιά έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα ή μειωμένη έκθεση στον ήλιο και λαμβάνουν κρέας, ψάρι, αυγά δεν εμφανίζουν ραχίτιδα.
Τα νεογνά που τρέφονται με μητρικό γάλα, που είναι φτωχό σε βιταμίνη D και δεν εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία αναπτύσσουν ραχίτιδα σε μεγαλύτερο ποσοστό, ενώ σε ηλιόλουστες χώρες εμφανίζεται στα μεγαλύτερα παιδιά όταν δεν προσλαμβάνουν επαρκείς ποσότητες ασβεστίου.
Οστεομαλακία
Εμφανίζεται στους ενήλικες και χαρακτηρίζεται από μυϊκή αδυναμία και εύθρυπτα οστά.
Οστεοπόρωση
Όσον αφορά τη χρήση αντιηλιακών, αυτή γενικά είναι επιβεβλημένη, αφού δεν παρεμποδίζεται η σύνθεση της βιταμίνης D, για την οποία αρκεί έκθεση στον ήλιο λίγα λεπτά της ημέρας. Η μηδενική έκθεση στον ήλιο είναι μόνο θεωρητική.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από έλλειψη της βιταμίνης D;
Τα βρέφη που θηλάζουν
Το μητρικό γάλα δεν μπορεί να καλύψει επαρκώς τις ημερήσιες ανάγκες του βρέφους σε βιταμίνη D καθώς περιέχει πολύ μικρές ποσότητες (<25IU/lt – 78IU/lt). Συνεπώς, η συγκέντρωση της βιταμίνης D στο μητρικό γάλα εξαρτάται από την κατάσταση θρέψης της μητέρας. Οι θηλάζουσες μητέρες που λαμβάνουν βιταμίνη D μέσω διαιτητικών συμπληρωμάτων παράγουν γάλα με υψηλότερη περιεκτικότητα σε βιταμίνη D. Η Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρεία συστήνει τη χορήγηση 400IU ημερησίως σε βρέφη αποκλειστικού η μερικού θηλασμού.
Άτομα προχωρημένης ηλικίας
Η ικανότητα ενδογενούς παραγωγής βιταμίνης D υπό την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας ελαττώνεται με την ηλικία. Τα ηλικιωμένα άτομα που είναι κλεισμένα στο σπίτι καθώς και εκείνα που ζουν σε γηροκομεία ή νοσηλεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανεπάρκειας της βιταμίνης.
Άτομα με περιορισμένη έκθεση στο φως του ήλιου
Οι εργαζόμενοι σε κλειστούς χώρους, οι άνθρωποι που ζουν σε ιδρύματα καθώς και τα άτομα που καλύπτουν μεγάλο μέρος του δέρματός τους για θρησκευτικούς λόγους, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν ανεπάρκεια της βιταμίνης.
Ασθενείς με ηπατική ή νεφρική νόσο
Η βιταμίνη D μεταβολίζεται πρώτα στο ήπαρ και στη συνέχεια στα νεφρά όπου μετατρέπεται στην δραστική της μορφή. Τα άτομα με ηπατικές και νεφρικές παθήσεις έχουν μειωμένη ικανότητα μετατροπής της βιταμίνης στην ενεργή μορφή της.
Άτομα υπό φαρμακευτική αγωγή
Η μακροχρόνια λήψη γλυκοκορτικοειδών, αντιμυκητιασικών, αντιρετροϊκών και αντιεπιληπτικών φαρμάκων εμποδίζει την απορρόφηση της βιταμίνης D.
Ασθενείς με σύνδρομα δυσαπορρόφησης
Η απορρόφηση της βιταμίνης D απαιτεί την παρουσία λίπους στο έντερο. Συνεπώς τα άτομα με σύνδρομα δυσαπορρόφησης διατροφικού λίπους λόγω παθήσεων του εντέρου (π.χ. κοιλιοκάκη, νόσος του Crohn) έχουν μειωμένη ικανότητα απορρόφησης της βιταμίνης. Επίσης, μειωμένη ικανότητα απορρόφησης παρουσιάζουν και οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης τμήματος του εντέρου.
Άτομα με σκούρο χρώμα
Τα άτομα με σκούρο χρώμα δέρματος έχουν μειωμένη ικανότητα παραγωγής της βιταμίνης D σε σύγκριση με άτομα με ανοιχτό χρώμα δέρματος. Τα σκουρόχρωμα άτομα παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα μελανίνης η οποία εμποδίζει την σύνθεση της βιταμίνης στο δέρμα.
Παχύσαρκα άτομα
Τα υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα τείνουν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D συγκριτικά με τα άτομα φυσιολογικού βάρους. Η υπερβολική συσσώρευση λίπους δεσμεύει την βιταμίνη D στα λιποκύτταρα μειώνοντας τη βιοδιαθεσιμότητα της και εμποδίζοντας την απελευθέρωση της στο αίμα.
Πώς μπορεί να προληφθεί η ανεπάρκεια της βιταμίνης D;
Οι ομάδες υψηλού κινδύνου θα πρέπει να ελέγχονται για πιθανή ανεπάρκεια βιταμίνης D, τα επίπεδα της οποίας εκτιμώνται βάσει της συγκέντρωσης της 25(OH)D στο αίμα. Η βιταμίνη D μπορεί να προσληφθεί από τον οργανισμό μέσω της διατροφής και μετά από έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Όταν η έκθεση στον ήλιο δεν είναι δυνατή, η πρόσληψη της βιταμίνης μέσω της διατροφής αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ωστόσο, φαίνεται ότι η διατροφή δεν μπορεί να καλύψει επαρκώς τις ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνη D καθώς η ποικιλία των τροφών που την περιέχουν είναι περιορισμένη.
Παρά το γεγονός ότι σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες τα τρόφιμα εμπλουτίζονται με βιταμίνη D, η συγκεκριμένη τακτική δεν είναι ακόμα διαδεδομένη στην χώρα μας. Γι’ αυτούς τους λόγους και λαμβάνοντας υπόψη ότι η έλλειψη της εν λόγω βιταμίνης στην Ελλάδα είναι συχνή, τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν αλλά και να διατηρήσουν επαρκή τα επίπεδα της βιταμίνης D μέσω ειδικών συμπληρωμάτων διατροφής (ημερησίως ή κατά εναλλακτικά χρονικά διαστήματα) η δοσολογία των οποίων θα πρέπει να καθορίζεται από ιατρό ή εξειδικευμένο διαιτολόγο.
Βιταμίνη D: Υπερδοσολογία
Σε υγιή άτομα, η υπερβολική ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης D προκαλεί τοξικότητα μετά από πολλούς μήνες. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού οι γυναίκες πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό τους για το αν πρέπει να λάβουν συμπληρώματα. Σε υπερδοσολογία ελλοχεύει ο κίνδυνος υπερασβεστιαιμίας με εκδηλώσεις, όπως ανορεξία, ναυτία, έμετοι, πολυουρία, πολυδιψία, νευρικότητα, κνησμός και αναστρέψιμη νεφρική ανεπάρκεια. Τότε απαιτείται άμεση διακοπή του συμπληρώματος και μείωση της πρόσληψης ασβεστίου.
Η υπερβολική έκθεση στον ήλιο δεν μπορεί να προκαλέσει τοξικότητα από βιταμίνη D και αυτό γιατί 20 λεπτά έκθεσης στον ήλιο σε ανοιχτόχρωμους και 3-6 φορές μεγαλύτερης διάρκειας σε σκουρόχρωμους, αυξάνει τη συγκέντρωση της βιταμίνης D μέχρι μίας οριακής τιμής και στη συνέχεια η υπόλοιπη αποδομείται. Συνεπώς, τοξικότητα επέρχεται μόνο με τη χρήση συμπληρωμάτων από το στόμα.
Επιδράσεις της βιταμίνης D στην υγεία
Υγεία των οστών
Η βιταμίνη D ρυθμίζει την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο, προωθεί την αποδόμηση του οστού από οστεοκλάστες, διατηρεί την ομοιοστασία ασβεστίου και φωσφόρου για τη δημιουργία των οστών. Σύμφωνα με μελέτη, μειωμένη ημερήσια λήψη βιταμίνης D αύξανει τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου.
Ανοσολογικό σύστημα
Η βιταμίνη D ενισχύει τη άμυνα του οργανισμού και φαίνεται να παίζει ρόλο και στην εμφάνιση αλλεργικών αντιδράσεων . Στην πολλαπλή σκλήρυνση βρέθηκε ότι η βιταμίνη D απαιτείται για την ενεργοποίηση του υπεύθυνου γονιδίου και την εμφάνιση της νόσου.
Λοιμώξεις
Σε έλλειψή της βρέθηκε αυξημένο ποσοστό εμφάνισης γρίπης το χειμώνα.
Καρκίνος
Υποδοχείς της βιταμίνης D εκφράζονται σε καρκινικά κύτταρα. Μελέτη του 2006 σε >4000000 καρκινοπαθείς έδειξε σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου σε χώρες με μικρότερη ηλιοφάνεια. Επιπλέον μειωμένες τιμές βιταμίνης D σχετίστηκαν με καρκίνο μαστού και οστικές μεταστάσεις αυτού.
Η ημερήσια χορήγηση σκευασμάτων βιταμίνης D βρέθηκε να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου κατά 50%, καρκίνου μαστού και ωοθηκών κατά 30% και καρκίνου παγκρέατος κατά 43%. Το 2007 οι Καναδοί συνέστησαν ημερήσια χορήγηση σκευασμάτων βιταμίνης D για την περίοδο φθινοπώρου - χειμώνα. Παρατήρησαν ότι καρκινοπαθείς που χειρουργούνταν καλοκαίρι ή λάμβαναν θεραπεία τότε, είχαν καλύτερη πρόγνωση.
Καρδιαγγειακά νοσήματα
Μειωμένες συγκεντρώσεις βιταμίνης D αυξάνουν την αρτηριακή πίεση και τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Επιπλέον βρέθηκε αρνητική συσχέτιση με την ολική χοληστερόλη. Από παρατηρήσεις σε κηπουρούς βρέθηκε ότι είχαν χαμηλότερες τιμές χοληστερόλης το καλοκαίρι.
Θνητότητα
Τόσο η αυξημένη όσο και η μειωμένη ποσότητα βιταμίνης D σχετίζονται με αυξημένη θνητότητα.
Η βιταμίνη D πρέπει να αποφεύγεται σε: υπερκαλιαιμία, νεφρική οστεοδυστροφία με υπερφωσφαταιμία
Φυτοφάγοι
Τα διαιτητικά συμπληρώματα που περιέχουν βιταμίνη D3 (χοληκαλτσιφερόλη) προέρχονται από ζωικές πηγές και επομένως δεν θεωρούνται κατάλληλα για τους αυστηρώς φυτοφάγους, ενώ, η βιταμίνη D2 (εργοκαλτσιφερόλη) προέρχεται από φυτικές πηγές.
Εγκυμοσύνη και θηλασμός
Δεν έχουν παρατηρηθεί προβλήματα σε φυσιολογική πρόσληψη. Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμικής τετανίας σε βρέφη τα οποία θηλάζουν, όταν οι μητέρες δεν προσλαμβάνουν αρκετές ποσότητες βιταμίνης D.
Σκλήρυνση κατα πλάκας και Βιταμίνη D
Λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σκλήρυνση κατά πλάκας έχουν όσοι έχουν εκτεθεί πολύ στον ήλιο και όσοι έχουν υψηλά επίπεδα της βιταμίνης D.
Βάσει έρευνας που διεξήχθη από τον Ρόμπιν Λούκας του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας και τους συνεργάτες του, κατά μέσον όρο, εκείνοι που είχαν τα πρώτα συμπτώματα της νόσου είχαν εκτεθεί σε μικρότερα επίπεδα υπεριωδών ακτινών UV - με βάση τον χρόνο έκθεσής τους στον ήλιο και το πόσο κοντά στον ισημερινό είχαν ζήσει στη διάρκεια της ζωής τους.
Ακολούθως, οι ίδιοι άνθρωποι είχαν επίσης λιγότερες από μισές πιθανότητες να έχουν υψηλά επίπεδα φθοράς στο δέρμα τους από την έκθεση στον ήλιο με τα επίπεδά τους της βιταμίνης D να είναι κατά 5 με 10% χαμηλότερα από εκείνους που δεν έπασχαν από τη νόσο.
Η μελέτη μας είναι η πρώτη που εξετάζει τόσο την έκθεση στον ήλιο, όσο και τα επίπεδα της βιταμίνης D, από τα πρώτα κιόλας συμπτώματα πριν από την εκδήλωση της σκλήρυνσης κατά πλάκας», δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας
Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται αν η πολύ μικρή έκθεση στον ήλιο ή τα πολύ χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D προκαλούν τη νόσο. Βέβαια, όπως αποκαλύπτει και ο Λούκας, «η περιορισμένη έκθεση στον ήλιο... που συμβαίνει συχνά, είναι μάλλον ενδεδειγμένη, τόσο για τη διατήρηση των επιπέδων της βιταμίνης D, αλλά και για άλλους λόγους υγείας», το οποίο αποτελεί και το κυριότερο μήνυμα της έρευνας.