Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD) αποτελεί ένα σύμπλεγμα νόσων, ξεκινώντας από αυξημένο λίπος στο ήπαρ (στεάτωση) που μπορεί να εξελιχθεί σε φλεγμονή και ίνωση (στεατοηπατίτιδα / NASH), προχωρημένο στάδιο ίνωσης και κίρρωση. Παγκοσμίως, το 25% έχει μία μορφή NAFLD, ενώ το 50-75% των ατόμων με παχυσαρκία έχει επίσης NAFLD. Άτομα με σοβαρή NAFLD έχουν 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Οι κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν αλλαγή τρόπου ζωής, με κύρια στοιχεία την εφαρμογή υποθερμιδικής δίαιτας και άσκησης, ωστόσο δεν προτείνεται κάποιο συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Η τροποποίηση διαιτητικής συμπεριφοράς, η φαρμακοθεραπεία και η βαριατρική χειρουργική οδηγούν σε μείωση βάρους, αλλά δεν έχει είναι ξεκάθαρο αν βελτιώνουν δείκτες που σχετίζονται με NAFLD. Προηγούμενες μελέτες παρατήρησης έδειξαν ότι η μείωση βάρους βελτιώνει τη NAFLD μέσω μείωσης της αντίστασης στην ινσουλίνη, τη φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες. Εως τώρα δεν υπήρξαν ανασκοπήσεις που να έχουν αξιολογήσει βιοδείκτες της NAFLD μετά από παρεμβάσεις απώλειας βάρους.
Η παρούσα ανασκόπηση και μετα-ανάλυση είχε ως στόχο τη σύνθεση των δεδομένων από κλινικές μελέτες – παρεμβάσεις απώλειας βάρους σε βιοδείκτες της NAFLD.
Πώς διενεργήθηκε η μελέτη;
Η ανασκόπηση διεξήχθη σύμφωνα με τα κριτήρια PRISMA (Preferred Reporting Items for Systematic Reviews and Meta-analyses) και περιελάμβανε παρεμβάσεις σε ενήλικα άτομα με διάγνωση NAFLD. Οι παρεμβάσεις αποτελούσαν τροποποίηση διατροφικής συμπεριφοράς, φαρμακοθεραπεία ή βαριατρική χειρουργική. Οι ομάδες ελέγχου αφορούσαν καμία ή πολύ μικρή υποστήριξη απώλειας βάρους. Για να ενταχθεί μια μελέτη στην ανασκόπηση, θα έπρεπε να αξιολογεί τουλάχιστον ένα βιοδείκτη NAFLD (μεταξύ άλλων πυροσταφυλική τρανσαμινάση ALT, οξαλοξεική τρανσαμινάση AST, αλκαλική φωσφατάση ALP, γ-γλουταμυλ-τρανσφεράση (GGT) κ.α.)
Η αναζήτηση έγινε σε 6 μεγάλες βάσεις δεδομένων από δύο ερευνητές που ξεχωριστά αξιολόγησαν τις διαθέσιμες μελέτες και αξιολόγησαν το ρίσκο μεροληψίας με το εργαλείο Cochrane Risk of Bias tool.
Ποια ήταν τα αποτελέσματα;
Συνολικά, 22 μελέτες εντάχθηκαν στην ανασκόπηση, εκ των οποίων οι 20 ήταν άρθρα σε έγκριτα περιοδικά και οι 2 ήταν περιλήψεις συνεδρίων. Δεκαπέντε παρεμβάσεις αφορούσαν τροποποίηση διατροφικής συμπεριφοράς, έξι φαρμακοθεραπεία και μία βαριατρική χειρουργική. Δεδομένα από περίπου 2.600 εθελοντές συμπεριελήφθησαν στην ανάλυση. Δεκαέξι μελέτες έγιναν σε άτομα με NAFLD ενώ 6 σε άτομα με NASH. Τα δύο τρίτα των εθελοντών ήταν άνδρες (66%) με μέση ηλικία τα 45 έτη και μέσο Δείκτη Μάζας Σώματος 33,7 kg/m2. Διάμεση διάρκεια παρέμβασης ήταν οι 6 μήνες.
Συγκριτικά με απουσία στήριξης ή μικρή στήριξη, οι συστηματικές παρεμβάσεις απώλειας βάρους σε ασθενείς με NAFLD σχετίστηκαν με μεγαλύτερη αλλαγή βάρους (-3,6 κιλά). Τα αποτελέσματα σχετικά με την δράση των παρεμβάσεων στον έλεγχο γλυκόζης και αντίσταση στην ινσουλίνη ήταν μικτά και ανακριβή. Σημαντική ήταν η επίδραση των παρεμβάσεων σε βιοδείκτες της NAFLD – η ALT μειώθηκε κατά 9.8 U/L (95% CI, –13.12 to –6.50), η AST 4.8 U/L (95% CI, –7.31 to –2.38) και η GGT 4.35 U/L (95% CI, –7.67 to –1.04). Ξεκάθαρα επίσης θεωρήθηκαν τα δεδομένα βελτίωσης της ηπατικής στεάτωσης και της ηπατικής δυσκαμψίας. Περαιτέρω ανάλυση έδειξε ότι η μείωση βάρους, ALT και GGT ήταν μεγαλύτερη σε μελέτες που εφάρμοσαν παρεμβάσεις σε άτομα με αυξημένο βάρος.
Τρεις μελέτες κρίθηκαν χαμηλού ρίσκου μεροληψίας σε όλους τους τομείς, δώδεκα υψηλού ρίσκου σε τουλάχιστον ένα τομέα και οι υπόλοιπες είχαν μη ξεκάθαρο ρίσκο μεροληψίας σε τουλάχιστον ένα τομέα.
Ποια τα συμπεράσματα;
Σε άτομα με NAFLD, παρεμβάσεις απώλειας βάρους σχετίστηκαν με στατιστικά και κλινικά σημαντικές βελτιώσεις σε βιοδείκτες ηπατικής λειτουργίας, όπως οι ALT και AST, καθώς και ιστολογικούς δείκτες όπως η ηπατική στεάτωση και δυσκαμψία. Οι παρεμβάσεις αυτές ήταν σύντομης χρονικής διάρκειας και περαιτέρω μελέτες είναι απαράιτητες για την αξιολόγηση της υγείας του ήπατος μακροχρόνια. Επίσης, περισσσότερες μελέτες με παρέμβαση βαριατρικής χειρουργικής χρειάζονται για να εξαχθούν πιο σαφή συμπεράσματα. Η ετερογένεια και ο κίνδυνος μεροληψίας στην πλειοψηφία των μελετών είναι δύο βασικοί περιορισμοί στην ανασκόπηση και μετα-ανάλυση αυτή.