Εισαγωγή:
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS) αποτελεί μια σημαντική πρόκληση παγκοσμίως, επηρεάζοντας περίπου το 4% έως 10% του πληθυσμού. Αυτή η χρόνια πάθηση χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενο κοιλιακό άλγος σε συνδυασμό με ακανόνιστες εντερικές κενώσεις. Ενώ η ακριβής αιτιολογία του IBS παραμένει αδιευκρίνιστη για τις περισσότερες περιπτώσεις, περίπου το 10% των ατόμων αποδίδει την εμφάνισή του σε μια προηγούμενη περίοδο οξείας γαστρεντερίτιδας. Η έρευνα υποδεικνύει την ανοσολογική ενεργοποίηση ως πιθανό μηχανισμό που υποκρύπτει το IBS, με αυξημένα επίπεδα προφλεγμονωδών κυτοκινών και ανοσοκυττάρων που παρατηρούνται σε προσβεβλημένα άτομα. Κατά συνέπεια, έχουν προκύψει έρευνες για αντιφλεγμονώδεις θεραπείες για την αντιμετώπιση του IBS, αν και τα ευρήματα από προηγούμενες μελέτες παραμένουν ασαφή.
Σκοπός:
Με αφορμή την αβεβαιότητα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των αντιφλεγμονωδών θεραπειών για το IBS, στόχος την έρευνας ήταν να πραγματοποιηθεί μια ολοκληρωμένη μετά-ανάλυση για να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της μεσαλαμίνης, ενός αντιφλεγμονώδους φαρμάκου, στη διαχείριση του IBS. Συγκεκριμένα, αναλύοντας δεδομένα σύμφωνα με τον τύπο IBS και την κατάσταση μετά τη μόλυνση, ερευνήθηκε η πιθανή χρησιμότητα της μεσαλαμίνης σε διαφορετικούς πληθυσμούς ασθενών.
Μεθοδολογία:
Πραγματοποιήθηκε συστηματική αναζήτηση βιβλιογραφίας σε πολλές βάσεις δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των MEDLINE, EMBASE και του κεντρικού μητρώου ελεγχόμενων δοκιμών Cochrane, για να προσδιορίστουν σχετικές τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές (RCT) που εξέταζαν την επίδραση της μεσαλαμίνης έναντι ενός εικονικού φαρμάκου σε ενήλικες με IBS. Οι δοκιμές οι οποίες επιλέχθηκαν ήταν εκείνες με ελάχιστη διάρκεια θεραπείας 4 εβδομάδων και περιλάμβαναν ενήλικες με IBS οποιαδήποτε κατηγορίας.
Αποτελέσματα:
Η αρχική βιβλιογραφική αναζήτηση απέδωσε 669 αναφορές, από τις οποίες επιλέχθηκαν 8 ο οποίες πληρούσαν τα κριτήρια συμπερίληψης στην έρευνα. Στις 8 δοκιμές που επιλέχθηκαν συμμετείχαν 820 ασθενείς, μεταξύ των οποίων οι 432 έλαβαν μεσαλαμίνη. Πρόσθετα δεδομένα δόθηκαν επίσης από ερευνητές τριών δοκιμών.
Επίδραση στα συμπτώματα IBS:
Η ανάλυση έξι RCTs που αφορούσαν 726 ασθενείς αποκάλυψε ότι η μεσαλαμίνη συσχετίστηκε με μικρότερο ποσοστό ασθενών που ανέφεραν μη βελτιωμένα συμπτώματα IBS σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Οι αναλύσεις των υποομάδων με βάση τον τύπο του IBS έδειξαν διαφορετικά αποτελέσματα, με τη μεσαλαμίνη να επιδεικνύει υπεροχή σε ασθενείς με διάρροια (IBS-D) αλλά όχι σε ασθενείς με δυσκοιλιότητα (IBS-C) ή μεικτές συνήθειες του εντέρου.
Επίδραση στον κοιλιακό πόνο:
Τα δεδομένα για τον κοιλιακό πόνο ήταν διαθέσιμα από επτά δοκιμές, που περιλάμβαναν 672 ασθενείς. Η μεσαλαμίνη δεν μείωσε σημαντικά το ποσοστό των ασθενών που ανέφεραν επίμονο κοιλιακό άλγος σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
Επίδραση στη συχνότητα των κενώσεων ή στις συνήθειες του εντέρου:
Επτά δοκιμές παρείχαν δεδομένα σχετικά με την επίδραση της μεσαλαμίνης στις συνήθειες του εντέρου ή στη συχνότητα των κενώσεων, αλλά δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
Συμπεράσματα:
Αυτή η μετα-ανάλυση δείχνει ότι, ενώ η μεσαλαμίνη μπορεί να βελτιώσει μέτρια τα συμπτώματα του IBS, δεν ανακουφίζει σημαντικά τον κοιλιακό πόνο ούτε επηρεάζει τη συνήθειες του εντέρου ή τη συχνότητα των κενώσεων. Οι αναλύσεις στις υποομάδες με βάση τον τύπο IBS δεν επηρέασαν αυτά τα ευρήματα. Τα ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν παρόμοια μεταξύ των ομάδων μεσαλαμίνης και εικονικού φαρμάκου. Περαιτέρω δοκιμές μεγαλύτερης κλίμακας, που εστιάζουν ιδιαίτερα σε ασθενείς με IBS-D, απαιτούνται για να διευκρινιστεί η αποτελεσματικότητα της μεσαλαμίνης στο συγκεκριμένο πληθυσμό ασθενών με IBS. Παρά τους περιορισμούς της, η μεσαλαμίνη θα μπορούσε να προσφέρει μια ασφαλή θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με IBS-D, αν και μέτρια αποτελεσματικότητα. Όμως χρειάζονται περαιτέρω στοιχεία για να υποστηριχθεί η χρήση της στην κλινική πράξη.