Οι ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών συχνά οδηγούν σε δερματικά προβλήματα όχι μόνο στο δέρμα, αλλά και σε μαλλιά και νύχια. Η συγκεκριμένη ανασκόπηση, λοιπόν, μιλάει για τον τρόπο που επηρεάζουν οι ελλείψεις τη δερματική υγεία. Η ανίχνευση αυτών των δερματικών προβλημάτων αποτελεί σημείο για την υποκείμενη έλλειψη θρεπτικών στοιχείων και είναι σημαντική σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ποιοι άνθρωποι είναι πιθανό να έχουν κάποιο τέτοιο σημάδι;
Σε μεγαλύτερο κίνδυνο βρίσκονται οι άνθρωποι που έχουνε προβληματική απορρόφηση θρεπτικών στοιχείων ή ελλιπή διατροφική πρόσληψη, όπως φλεγμονώδης νόσους του εντέρου, το σύνδρομο βραχέος εντέρου και η κοιλιοκάκη.
Ακόμα έλλειψη θρεπτικών συστατικών μπορεί να εντοπιστεί σε πρόωρα νεογνά, ασθενείς με κυστική ίνωση και παγκρεατική ανεπάρκεια, ασθενείς που παίρνουν αγωγή που προκαλεί χρόνια διάρροια, ασθενείς με χρόνια χολόσταση, αλκοολικούς ασθενείς καθώς και άτομα σε παρεντερική διατροφή.
Στον παρακάτω πίνακα συνοψίζονται οι διατροφικές ελλείψεις στις πιο συχνές δερματικές παθήσεις και εμφανίζεται και η κλινική εικόνα.
Ας δούμε τα πιο συχνά θρεπτικά στοιχεία και τα αντίστοιχα σημεία τους στο σώμα:
Μαλλιά Διάχυτη αλωπεκία
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Βιοτίνη – Ψευδάργυρος – Απαραίτητα Λιπαρά Οξεά (ανάλογα την αιτιολογία μπορεί να είναι και έλλειψη σιδήρου ή/και έλλειψη βιταμίνης D)
Δέρμα
Χειλίτιδα
Στοματίτιδα
Γλωσσίτιδα
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Βιταμίνη Β2 (ριβοφλαβινη) - Βιταμίνη Β6 -Βιταμίνη Β12
Πελλάγρα
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Βιταμίνη Β3 (νιασίνη)
Δερματίτιδα στο πρόσωπο
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Βιοτίνη
Φλεγμονή στα ούλα (σκορβούτο)
Θυλάκια με τρίχες
Χαλαρά δόντια
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Βιταμίνη C
Φρυνόδερμα (υπερκεράτωση των θυλακίων)
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Βιταμίνη Α -Βιταμίνη Ε και Απαραίτητα Λιπαρά Οξέα
Ακροδερματίτιδα
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Ψευδάργυρος
Ωχρότητα
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Σίδηρος
Απολέπιση
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Απαραίτητα λιπαρά οξέα
Νύχια
Κοιλονυχία
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Σίδηρος
Εύθραυστα νύχια
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Βιοτίνη
Λευκά σημάδια
Έλλειψη Θρεπτικών Στοιχείων: Σελήνιο
Πώς διαπιστώνονται οι ελλείψεις συγκεκριμένων βιταμινών εργαστηριακά;
Στην Ελλάδα συνήθως αυτές οι εξετάσεις είναι πολύ εξειδικευμένες και γίνονται μεμονωμένα κατόπιν υποψίας έλλειψης.
Βιταμίνη Β2- Ριβοφλαβίνη: Η ανεπάρκεια της Β2 διαπιστώνεται μπορεί να εντοπιστεί με είτε με τα επίπεδα της ριβοφλαβίνης ορού μετά από 12ωρη νηστεία – ή με τη δραστηριότητα του συμπαράγοντα της αναγωγάσης της γλουταθειόνης στα ερυθροκύτταρα (εκτός από τους ασθενείς που έχουν έλλειψη G6PD).
Βιταμίνη Β3 -Νιασίνη: η έλλειψη της εντοπίζεται με δύο δείκτες στα ούρα. Σε περίπτωση που μία δίαιτα είναι χαμηλή σε νιασίνη, το ισοδύναμο 1 γραμμαρίου τρυπτοφάνης (που είναι 100 γρ πρωτεΐνης ημερησίως) αρκεί για να πετύχει κανείς την επαρκή πρόσληψη νιασίνης, καθώς 1 mg νιασίνης παράγεται από 60 mg τρυπτοφάνης, σε έναν φυσιολογικό οργανισμό.
Βιταμίνη Β6: τα επίπεδα της Β6 αξιολογούνται καλύτερα στο πλάσμα, στα ερυθροκύτταρα και στα ούρα από τα επίπεδα του μεταβολίτη 5 – Φωσφορική Πυριδοξάλη.
Βιοτίνη: Η εκτίμηση της πιθανής έλλειψης γίνεται με μέτρηση των επιπέδων βιοτίνης στον ορό και τα ούρα. Μικρή ποσότητα βιοτίνης συντίθεται από τα βακτήρια του εντέρου σαν υποπροϊόν.
Βιταμίνη C: Μπορούμε να μετρήσουμε τα επίπεδα βιταμίνης C στον ορό ή στα λευκοκύτταρα
Βιταμίνη Α: Η εκτίμηση της κατάστασης στο σώμα γίνεται με τη μέτρηση ρετινόλης και καροτενοειδών στο πλάσμα.
Βιταμίνη Ε: Η πιθανότητα έλλειψης εργαστηριακά φαίνεται στη μέτρηση των επιπέδων α-τοκοφερόλης στον ορό, όταν τα επίπεδα των λιπιδίων του αίματος είναι φυσιολογικά. Σε περίπτωση υπερλιπιδαιμίας, τα επίπεδα α-τοκοφερόλης διαιρούνται με τον συνολικό αριθμό λιπιδίων ( χοληστερόλη και τριγλυκερίδια).
Βιταμίνη Κ: Η έλλειψη διαπιστώνεται καλύτερα με την μέτρηση του λόγου του χρόνου προθρομβίνης (PT) προς το διεθνώς κανονικοποιημένο πηλίκο (INR), καθώς η ελαφριά έλλειψη θα επηρεάσει τον παράγοντα VII πρώτα. Σε προχωρημένη έλλειψη γίνεται μέτρηση των πρωτεϊνών που εξαρτώνται από τη βιταμίνη Κ όπως οι παράγοντες II (προθρομβίνη), VII, IX, X, και/ή η πρωτείνη C.
Σίδηρος: Για την ανίχνευση της έλλειψης, χρησιμοποιούνται οι δείκτες σίδηρος ορού, ολική σιδηροδεσμετευτική ικανότητα, τρανσφερίνη, φερριτίνη και κορεσμός της τρανσφερίνης. Σε περίπτωση φλεγμονής, η τρανσφερίνη και τα επίπεδα σιδήρου στον ορό είναι χαμηλά ενώ η φερριτίνη εμφανίζεται αυξημένη.
Ψευδάργυρος: Εργαστηριακά εκτιμώνται τα επιπέδα ψευδαργύρου στον ορό ή στο πλάσμα, ωστόσο λόγω χαμηλής ευαισθησίας των δεικτών, συστήνεται η συμβολή της κλινικής εικόνας, της συνολικής εργαστηριακής εικόνας και των παραγόντων κινδύνου στη διάγνωση.
Χαλκός: Η έλλειψή του διαπιστώνεται με μέτρηση των επιπέδων χαλκού στον ορό καθώς και της σερουλοπλασμίνης (ceruloplasmin). Ωστόσο σε περιπτώσεις φλεγμονής μπορεί και οι δύο αυτοί δείκτες να είναι αυξημένοι.
Σελήνιο: Συστήνεται η μέτρηση των επιπέδων σεληνίου στον ορό ή το πλάσμα, ενώ και τα επίπεδα σεληνίου σε μαλλιά ή νύχια μπορούν να μας δώσουν μακροπρόθεσμα σωστή εικόνα.
Απαραίτητα Λιπαρά Οξεά: Η έλλειψη τους μπορεί να ανιχνευθεί με τη μέτρηση του λόγο των τριενίων προς τετραένια στον ορό. Σε περίπτωση έλλειψη λινολεικού οξέος, το α λινολενικό οξύ και το ολεικό οξύ μετατρέπονται σε οξύ mead (τριένιο) μειώνοντας την παραγωγή αραχιδονικού οξέος (τετραένιο). Το αυξημένο ποσοστό τριενίων προς τετραένια σημαίνει έλλειψη απαραίτητων λιπαρών οξέων.
Με τον παραπάνω αναλυτικό οδηγό αυτής της μελέτης μπορούμε σε περίπτωση κάποιας κλινικής ένδειξης όπως τα παραπάνω συμπτώματα να είμαστε σε θέση να την αναγνωρίσουμε και να κατευθύνουμε σωστά τον ασθενή μας.