Γενικά πιστεύεται ότι στις αναπτυγμένες χώρες είναι δύσκολο να συναντήσουμε ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά, τόσο σε παιδιά, όσο και σε ενήλικες, λόγω της αφθονίας των τροφών και του σχετικά χαμηλού κόστους των συμπληρωμάτων διατροφής. Πολλές πρόσφατες έρευνες, υποστηρίζουν ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με διάφορες μεταβολικές διαταραχές, όπως το μεταβολικό σύνδρομο, η ινσουλινοαντίσταση, οι δυσλιπιδαιμίες κ.ά. αλλά και, πολύ περισσότερο απ' ότι το περιμέναμε, με διάφορες διατροφικές ανεπάρκειες.
Η πιο συχνή ανεπάρκεια που έχει βρεθεί σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά είναι η ανεπάρκεια σιδήρου (ή σιδηροπενία) καθώς και η σιδηροπενική αναιμία. Παρ' ότι η έλλειψη σιδήρου στην παιδική ηλικία μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες ( π.χ. μη επαρκής πρόσληψη από τη διατροφή, αύξηση όγκου αίματος στην μετάβαση από την παιδική στην εφηβική ηλικία, η πρώιμη εμμηναρχή στα κορίτσια, η ταχεία σωματική ανάπτυξη, η κληρονομική προδιάθεση, κ.ά.), στην περίπτωση της παχυσαρκίας, η έλλειψη σιδήρου φαίνεται να οφείλεται σε έναν πολύ σημαντικό βαθμό στη χρόνια φλεγμονή που προκαλούν τα αυξημένα επίπεδα της λιπώδους μάζας.
Αρκετές μελέτες δείχνουν αρνητική συσχέτιση της C- αντιδρώσας πρωτεΐνης, που είναι δείκτης φλεγμονής, με τα επίπεδα σιδήρου στον οργανισμό, ιδιαίτερα σε εφήβους με κεντρική παχυσαρκία. Τα άτομα αυτά συνήθως, έχουν αυξημένα επίπεδα φερριτίνης. Αν και η φερριτίνη είναι δείκτης αποθεμάτων σιδήρου του οργανισμού, είναι επίσης μια πρωτεΐνη οξείας φάσης, η οποία αυξάνεται σε συνθήκες φλεγμονής, όπως αυτές που σχετίζονται με αυξημένο λίπος (κυρίως σπλαχνικού) στο σώμα. Συμπερασματικά, αναφέρουμε ότι ίσως το πρόβλημα της σιδηροπενίας να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο διατροφικά ή με τη χορήγηση συμπληρωμάτων, αλλά κυρίως με τη διόρθωση του περιττού σωματικού βάρους και λίπους.
Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά τόσο μειώνονται τα ποσοστά παχυσαρκίας, αυξάνονται όμως τα υπέρβαρα. Τα πιο παχύσαρκα είναι τα αγόρια και μάλιστα από πολύ μικρές ηλικίες. Άλλη έρευνα, σε έλληνες εφήβους στη Αθήνα, αναφέρει ότι τα κορίτσια έχουν σημαντικά χαμηλή θερμιδική πρόσληψη σε σχέση με τα αγόρια, ενώ στα αγόρια παρατηρείται και καλύτερη πρόσληψη μικροθρεπτικών συστατικών. Το 50% των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα δεν προσλαμβάνουν από τις τροφές επαρκή ποσότητα βιταμίνης D και Ε, ασβέστιο, κάλιο και μαγνήσιο, ενώ το 50% των κοριτσιών παρουσίασαν, επίσης, ανεπαρκή πρόσληψη σε βιταμίνη Α, φολικό οξύ, φώσφορο και, το 40% αυτών των κοριτσιών, παρουσίασαν ανεπάρκειες και σε βιταμίνη C, ψευδάργυρο και χαλκό.
Άλλες επιστημονικές έρευνες υποστηρίζουν ότι τα παχύσαρκα/ υπέρβαρα παιδιά διατρέχουν κίνδυνο για ανεπάρκεια βιταμίνης B12 ή/ και βιταμίνης D. Δεν είναι γνωστό αν αυτές οι ελλείψεις είναι η αιτία της παχυσαρκίας, ή αν συμβαίνουν λόγω της κακής διατροφής των παχύσαρκων παιδιών. Στα παιδιά, ανεπάρκεια B12 συναντάται τουλάχιστον δύο φορές πιο συχνά στα παχύσαρκα απ' ότι στα μη παχύσαρκα παιδιά.