Μέχρι στιγμής η παχυσαρκία αντιμετωπίζεται ως το αποτέλεσμα της υπερφαγίας και της χαμηλής ενεργειακής δαπάνης, που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των γονιδίων με τον τρόπο ζωής. Υπάρχουν όμως παρατηρήσεις που γεννούν την υπόθεση ότι οι διάφορες ανορεξιογόνες και ορεξιογόνες ορμόνες ρυθμίζουν τη διατροφική συμπεριφορά με τελικό σκοπό την επιτυχή αναπαραγωγική διαδικασία. Την επιλογή ανάμεσα στην εκδήλωση διατροφικής ή ερωτικής συμπεριφοράς πραγματεύεται η ανασκόπηση του Schneider και των συνεργατών του, στην οποία παρατίθενται δεδομένα από ποικίλες μελέτες σε πειραματόζωα.
Τι εξέτασαν ο Scneider et al. στην έρευνα τους;
Σύμφωνα με τους Scneider et al., πέρα από τις ορεξιογόνες και ανορεξιογόνες ορμόνες, οι ορμόνες του φύλου και του στρες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη διατροφική συμπεριφορά, τον μεταβολισμό και την κατανομή του λιπώδους ιστού. Κάθε συμπεριφορά, έτσι και η διατροφική και η ερωτική, χωρίζονται σε δύο φάσεις:
- τη φάση που περιλαμβάνει δραστηριότητες που αφορούν τα κίνητρα -την ώθηση για τη συμπεριφορά- και
- τη φάση που περιλαμβάνει δραστηριότητες που αφορούν την πραγματοποίηση -ολοκλήρωση της συμπεριφοράς
Οι δύο αυτές φάσεις χαρακτηρίζονται από διαφορετική νευροενδοκρινολογία. Για παράδειγμα, αναζήτηση και αποθήκευση της τροφής ανήκει στη φάση του κινήτρου και φαίνεται να αυξάνεται σε πειραματόζωα στα οποία έχει περιορισθεί η τροφή, χωρίς όμως να αυξάνεται αναγκαστικά- σε αξιοσημείωτο έστω επίπεδο- και η πρόσληψη τροφής σε όλα τα είδη (π.χ. στον άνθρωπο).
Ποια είναι τα ερευνητικά δεδομένα;
Τα αποτελέσματα των παρατιθέμενων μελετών αναδεικνύουν ότι η προτεραιότητα ανάμεσα στην εκδήλωση διατροφικής ή ερωτικής συμπεριφοράς εξαρτάται από την ενεργειακή διαθεσιμότητα, δηλαδή από τα επίπεδα των οξειδωμένων ενεργειακών καυσίμων του οργανισμού. Η σοβαρή στέρηση της τροφής αναστέλλει την παραγωγή γοναδικών ορμονών, ενώ οι μέτριοι ενεργειακοί περιορισμοί φαίνεται ότι μειώνουν μεν τη διάθεση για σεξ, αλλά δεν επηρεάζουν τα επίπεδα των γοναδικών ορμονών.
Όταν τα ζώα περιορίζονται ήπια ενεργειακά, η σεξουαλική διάθεση αναστέλλεται από ορεξιογόνα πεπτίδια και ορμόνες που προωθούν την αναζήτηση και την αποθήκευση τροφής, στη φάση που δεν είναι γόνιμα. Όταν όμως πλησιάζει η ωορρηξία, οι επιδράσεις των ορεξιογόνων πεπτιδίων αναστέλλονται από την αύξηση των επίπεδων της οιστραδιόλης και η προσοχή στρέφεται στο σεξ, προφανώς μέσω επιδράσεων σε ανορεκτικά πεπτίδια. Σημαντικός φαίνεται να είναι ο ρόλος της οιστραδιόλης και για τα αρσενικά. Σε αρκετά ζώα, ανεξαρτήτως φύλου, κύριος ρυθμιστής του άξονα γονιμότητας στο κεντρικό νευρικό σύστημα και της κατανάλωσης τροφής αναδεικνύεται η ύπαρξη οξειδωμένων μεταβολικών υποστρωμάτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι είδη που έχουν μειωμένες ευκαιρίες για αναπαραγωγή, δεν αναστέλλουν την αναπαραγωγή τους σε έλλειψη ενέργειας, αλλά αντιθέτως ενδέχεται και να την ενισχύουν, γεγονός που ερμηνεύεται βιολογικά.
Συπερασματικά
Φαίνεται επομένως ότι η διατροφική και ερωτική συμπεριφορά δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ότι η προτεραιότητα στην εκδήλωση καθεμιάς από αυτές προκύπτει με βάση τα ενεργειακά υποστρώματα. Αν και τα παραπάνω δεδομένα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προκύπτουν από μελέτες σε πειραματόζωα και όχι σε ανθρώπους, οι οποίες μάλιστα δεν προσομοιάζουν πάντα τις πραγματικές συνθήκες όπου τα ζώα ζουν ελεύθερα και όχι σε εργαστηριακό περιβάλλον.