Στην ελληνική οικογένεια, χαρακτηριστικό των μητέρων και ιδιαίτερα δε, των γιαγιάδων είναι η ανάγκη να νιώθουν ότι τα παιδιά τους έχουν φάει αρκετά ώστε να μη νιώσουν ποτέ πείνα. Παρόλα αυτά, με τη ραγδαία αύξηση της παχυσαρκίας τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμη και οι ελληνικές οικογένειες που έχουν μεγαλώσει με αυτή την παράδοση, έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται την ανάγκη για υγιεινή διατροφή με μέτρο και επομένως έχουν αρχίσει να θέτουν κάποια όρια στη διατροφή ακόμη και στα παιδιά. Πώς, όμως, θέτουν οι γονείς τα όρια στη διατροφή των παιδιών τους;
Έρευνες έχουν δείξει ότι η περιοριστική συμπεριφορά της μητέρας ως προς τη διατροφή του παιδιού σχετίζεται θετικά με το βάρος του παιδιού
Συγκεκριμένα φαίνεται ότι ο υπερβολικός έλεγχος στη διατροφή του παιδιού μπορεί να οδηγήσει το παιδί στο να μην αντιλαμβάνεται τους μηχανισμούς ρύθμισης της πείνας και κορεσμού, καθώς μαθαίνει να απαντά σε εξωτερικό έλεγχο και ερεθίσματα και όχι στις ανάγκες του οργανισμού. Από την άλλη, ο έλεγχος αυτός πιθανότατα να προκύπτει ως απόκριση στο αυξημένο βάρος του παιδιού.
Μια πρόσφατη μελέτη
Σε πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στις Η.Π.Α. μελετήθηκε ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα έθετε τα όρια, και συγκεκριμένα ο τόνος και η «διάθεση» του περιορισμού από τη μητέρα (θετική ή αρνητική) καθώς και η σχέση του περιορισμού, θετικού ή αρνητικού με χαρακτηριστικά της μητέρας ή του παιδιού. Ο θετικός περιορισμός εμπεριέχει κυριολεκτικές δηλώσεις με διάθεση φιλική και τρυφερή προς το παιδί, π.χ. «Η κοιλιά σου μπορεί να πονέσει μετά από τόσο φαγητό μήπως να μην έτρωγες και 2ο κομμάτι κέικ;». Από την άλλη, ο αρνητικός περιορισμός εμπεριέχει δηλώσεις με διάθεση κριτική ή ακόμη και προσβλητική, π.χ. «Σταμάτα να τρως έτσι. Ντροπιάζεις τον εαυτό σου.»
Πώς σχεδιάστηκε η μελέτη;
Για τη μελέτη αυτή 237 ζευγάρια μητέρας-παιδιού προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν σε ένα στανταρισμένο εργαστηριακό πρωτόκολλο λήψης τροφής, το οποίο βιντεοσκοπούνταν. Τα παιδιά είχαν μέσο όρο ηλικίας τα 5,9 έτη. Κατά τη διάρκεια του πρωτοκόλλου, μία μεγάλη μερίδα από κέικ προσφέρονταν στη μητέρα και το παιδί. Ακολουθώντας μέθοδο ελεγμένη για την αξιοπιστία της, οι δηλώσεις που έκαναν οι μητέρες με σκοπό τον περιορισμό της λήψης τροφής από το παιδί χωρίστηκαν σε «Περιοριστικές με θετική διάθεση» και σε «Περιοριστικές με αρνητική διάθεση».
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα;
Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι οι μητέρες που είχαν παχύσαρκα παιδιά έκαναν συχνότερα «Περιοριστικές» δηλώσεις και δηλώσεις «Περιοριστικές με θετική διάθεση». Δηλώσεις «Περιοριστικές με αρνητική διάθεση» έκαναν κυρίως μητέρες με μεγαλύτερα σε ηλικία παχύσαρκα παιδιά και χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο.
Ποιο είναι τελικά το πόρισμα;
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι μητέρες με παχύσαρκα παιδιά εξέφραζαν συχνότερα «Περιοριστικές» δηλώσεις και πολύ συχνότερα «Περιοριστικές με αρνητική διάθεση» δηλώσεις σε σχέση με μητέρες παιδιών με φυσιολογικό βάρος.
Σε αντίθεση λοιπόν, με τις κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες προτείνουν την αποφυγή των περιοριστικών δηλώσεων, κάτι το οποίο φαίνεται να είναι μη ρεαλιστικό σε οικογένειες με παχύσαρκα παιδιά, θα έπρεπε να προτείνεται από τους επαγγελματίες υγείας στις μητέρες η χρήση των «Περιοριστικών με θετική διάθεση» δηλώσεων, ώστε να μη διαταράσσεται η σχέση και τα συναισθήματα του παιδιού σε σχέση με το φαγητό και να προωθείται το ασφαλές και χωρίς διάθεση κριτικής κλίμα στην οικογένεια.