Η κοιλιοκάκη ορίζεται ως μια μόνιμη ευαισθησία στη γλουτένη του σίτου και των συγγενών πρωτεϊνών που υπάρχουν στο κριθάρι και τη σίκαλη. Εμφανίζεται σε γενετικά ευαίσθητα άτομα και θεωρείται αυτοάνοση νόσος, όπου ο οργανισμός μετά από έκθεση στη γλουτένη ενεργοποιεί ανοσολογικούς μηχανισμούς που προκαλούν βλάβη στην επιφάνεια του λεπτού εντέρου, καταστρέφοντας τις λάχνες του κι επηρεάζοντας τη σωστή απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών.
Επιπολασμός και συμπτώματα κοιλιοκάκης στα παιδιά
Σύμφωνα με μελέτες στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο επιπολασμός της κοιλιοκάκης σε παιδιά ηλικίας από 2,5 έως 15 ετών στον γενικό πληθυσμό είναι περίπου1: 300 έως 1:80 παιδιά.
Η κλασική μορφή της κοιλιοκάκης σε παιδιά εκδηλώνεται με γαστρεντερικά συμπτώματα που ξεκινούν μεταξύ 6 και 24 μηνών, μετά την εισαγωγή της γλουτένης στη διατροφή. Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά συνήθως παρουσιάζουν χρόνια διάρροια, ανορεξία, διάταση της κοιλίας, κοιλιακό άλγος, καθυστερημένη ανάπτυξη, απώλεια βάρους και έμετο. Σοβαρός υποσιτισμός, ακόμα και καχεξία, μπορεί να προκληθεί αν η διάγνωση καθυστερήσει. Συμπεριφορικές αλλαγές, όπως η ευερεθιστότητα αποτελούν ένα κοινό σύμπτωμα.
Η εμφάνιση των συμπτωμάτων μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ηλικία και εξαρτάται από την ποσότητα της γλουτένης στη διατροφή και άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η διάρκεια του θηλασμού. Έχει βρεθεί ότι στη μείωση της κοιλιοκάκης βοηθά και η πρόληψη των γαστρεντερικών λοιμώξεων στη βρεφική ηλικία.
Στα μεγαλύτερα παιδιά, τα γαστρεντερικά συμπτώματα περιλαμβάνουν διάρροια, ναυτία και έμετο, κοιλιακό πόνο, μετεωρισμό, απώλεια βάρους και δυσκοιλιότητα. Επίσης, η ερπητοειδής δερματίτιδα και η επίμονη σιδηροπενική αναιμία αποτελούν συμπτώματα της κοιλιοκάκης. Ωστόσο, οι περισσότεροι ασθενείς παραμένουν ασυμπτωματικοί και αδιάγνωστοι για καιρό, με αποτέλεσμα να έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές της νόσου (σιδηροπενική αναιμία, οστεοπόρωση, υπογονιμότητα, λέμφωμα του εντέρου κ.ά.).
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για τη σχέση μεταξύ της κοιλιοκάκης και του διαβήτη τύπου 1, της αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας καθώς και των συνδρόμων Turner, Williams και Down. Πιο συγκεκριμένα, ο επιπολασμός της κοιλιοκάκης σε άτομα με σύνδρομο Down είναι 5%- 12%.
Η κοιλιοκάκη έχει επίσης συνδεθεί με νευρολογικές και ψυχιατρικές διαταραχές, όπως η περιφερική νευροπάθεια, η επιληψία, η άνοια και η κατάθλιψη. Φαίνεται ότι ένα ευρύτερο φάσμα των νευρολογικών συνδρόμων (όπως η ημικρανία, η εγκεφαλοπάθεια, το σύνδρομο Guillain-Barré κ.ά.) μπορεί να είναι εκδήλωση της ευαισθησίας στη γλουτένη με ή χωρίς εντερική παθολογία.
Πώς γίνεται η διάγνωση της κοιλιοκάκης;
Η διάγνωση της κοιλιοκάκης γίνεται αρχικά με μέτρηση των αντισωμάτων έναντι της τρανσγλουταμινάσης ιστού (tTG) και του ενδομυΐου (ΕΜΑ) ή/και με μέτρηση των αντισωμάτων ανοσοσφαιρίνης Α και G (IgA και IgG). Ακολουθεί επιβεβαίωση της διάγνωσης με βιοψία του λεπτού εντέρου. Η διάγνωση θεωρείται οριστική όταν υπάρχει πλήρης απουσία των συμπτωμάτων μετά από θεραπεία με μια αυστηρή δίαιτα ελεύθερη γλουτένης.
Ποια είναι η αντιμετώπιση;
Μια μόνιμη και αυστηρή δίαιτα ελέυθερη γλουτένης παραμένει η μόνη επιστημονικά αποδεδειγμένη θεραπεία για την κοιλιοκάκη. Η κλινική ανταπόκριση του ασθενούς στη δίαιτα είναι άμεση και τα κλινικά συμπτώματα υποχωρούν σε μερικές εβδομάδες ενώ ο βλεννογόνος του εντέρου επανέρχεται στο φυσιολογικό μέσα σε 6-12 μήνες. Η δίαιτα περιλαμβάνει αποχή από τροφές που προέρχονται από τα σιτηρά, τη σίκαλη το κριθάρι και τη βρώμη. Ενδεικτικά, απαγορεύονται τα προιόντα που περιέχουν αλεύρι, τα ζυμαρικά, ορισμένα αλλαντικά, πολλά κονσερβοποιημένα προιόντα, μερικά έτοιμα ροφήματα και ορισμένα αλκοολούχα ποτά.
Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ακόμη και μικρές ποσότητες γλουτένης όταν προσλαμβάνονται σε τακτική βάση από άτομα που πάσχουν από κοιλιοκάκη μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγές του εντερικού βλεννογόνου. Ο Κώδικας Τροφίμων και ποτών πλέον ορίζει ως προϊόντα ελεύθερα γλουτένης προϊόντα που περιέχουν λιγότερα από 20 pm γλουτένης.
Για τα παιδιά με κοιλιοκάκη συστήνεται παρακολούθηση με περιοδικές επισκέψεις (κάθε 6-12 μήνες) για την αξιολόγηση των συμπτωμάτων, της ανάπτυξης και της προσκόλλησης στη δίαιτα ελεύθερη γλουτένης. Είναι απαραίτητο τόσο οι γονείς, όσο και οι επαγγελματίες υγείας να είναι ευαισθητοποιημένοι για να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η νόσος αυτή, η οποία ταλαιπωρεί όλο και περισσότερα άτομα παγκοσμίως.