Υπάρχουν κάποιες φορές που αισθανόμαστε την καρδιά μας να κάνει περισσότερο αισθητή την παρουσία της απ’ ό,τι συνήθως, χτυπώντας πιο γρήγορα ή πιο δυνατά σαν να είναι έτοιμη να σπάσει. Αρχίζουμε τότε να ανησυχούμε μήπως κάτι δεν πάει καλά, μήπως έχουμε κάποια αρρυθμία. Οι αρρυθμίες ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια με τη βοήθεια του Ειδικού Καρδιολόγου, Αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Associate in Medicine του Πανεπιστημίου της Βοστώνης Ιωάννη Λεκάκη, δεν είναι πάντοτε κάτι το ανησυχητικό.
Καρδιά, μία αντλία με ρυθμό
Πριν όμως προχωρήσουμε στο θέμα των αρρυθμιών, ας πούμε ορισμένα βασικά πράγματα για την καρδιά. Η καρδιά είναι ένας μυς που λειτουργεί σαν μία αντλία, παίρνει το αίμα από την περιφέρεια, το στέλνει στους πνεύμονες για να οξυγονωθεί, και στη συνέχεια το ξαναστέλνει στην περιφέρεια, για να μεταφέρει το πολύτιμο για τη ζωή οξυγόνο σε όλους τους ιστούς και τα όργανα του σώματος, απ’ όπου θα επιστρέψει και πάλι για να ξεκινήσει από την αρχή ένας νέος κύκλος.
Αυτή τη διαδικασία, σε φυσιολογικές συνθήκες, η καρδιά ενός ενήλικου ατόμου την επαναλαμβάνει περίπου 60-80 φορές το λεπτό μ’ έναν συγκεκριμένο ρυθμό, που απλά άλλοτε είναι πιο γρήγορος και άλλοτε πιο αργός.
Τον ρυθμό γι’ αυτή τη διαδικασία, που επαναλαμβάνεται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, δίδει με τη μορφή ηλεκτρικού ερεθίσματος, που κατόπιν εξαπλώνεται σε όλη την καρδιά και οδηγεί στη συστολή της, μια ομάδα κυττάρων που βρίσκονται πάνω στην καρδιά και ονομάζονται φλεβοκομβικά κύτταρα ή φλεβόκομβος.
Πότε μιλάμε για αρρυθμία;
Όπως εξηγεί ο κ. Λεκάκης, εάν έχουμε μία συστολή που δεν προέρχεται από το φλεβόκομβο με τη φυσιολογική διαδοχή και επέκταση του ηλεκτρικού σήματος που παράγουν τα βλεβοκομβικά κύτταρα, τότε μιλάμε για αρρυθμία. Έτσι λοιπόν θα λέγαμε ότι καρδιακή αρρυθμία είναι οτιδήποτε ξεφεύγει από το φυσιολογικό φλεβοκομβικό ρυθμό της καρδιάς.
Στην πλειονότητά τους οι αρρυθμίες είναι αθώες!
Όλοι οι άνθρωποι παρουσιάζουν καρδιακές αρρυθμίες, όπως για παράδειγμα είναι μία κοιλιακή έκτακτη συστολή ή μία υπερκοιλιακή έκτακτη συστολή, αλλά τις περισσότερες φορές δε γίνονται αντιληπτές. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, πρόκειται για καλοήθεις αρρυθμίες, που είναι τελείως αθώες και βρίσκονται πάνω σε μία φυσιολογική καρδιά. Σε ένα μικρό ποσοστό όμως, ιδιαίτερα σε άτομα που έχουν πάθηση της καρδιάς, αυτές οι αρρυθμίες είναι πολύπλοκες, όπως είναι η κοιλιακή μαρμαρυγή ή η γρήγορη κοιλιακή ταχυκαρδία και μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και στο θάνατο το άτομο που τις εμφανίζει.
Ομάδες υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη αρρυθμιών
Στις ομάδες υψηλού κινδύνου να εμφανίσουν καρδιακές αρρυθμίες ανήκουν αυτοί που έχουν βαριές καρδιοπάθειες, οι υπερτασικοί, όταν έχουν και κάποιο καρδιακό πρόβλημα, οι ηλικιωμένοι, όπως και κάποια λίγα άτομα που εμφανίζουν κάποιες ηλεκτρικές ανωμαλίες στην καρδιά τους.
Η συμπτωματολογία
Η καρδιακή αρρυθμία, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να μην κάνει συμπτώματα. Εφόσον κάνει, αυτά μπορεί να είναι ένα φτερούγισμα στο στήθος, ένα αίσθημα ζάλης που θεωρείται προσυγκοπτικό επεισόδιο, ή ακόμη και συγκοπή, που συνοδεύεται από την απώλεια των αισθήσεων.
Τις περισσότερες φορές, η ένταση των συμπτωμάτων μιας αρρυθμίας δεν αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητά της. Ωστόσο μία αρρυθμία, εάν συνοδεύεται από συμπτώματα, όπως η ζάλη ή εάν πολύ περισσότερο οδηγεί σε συγκοπτικό επεισόδιο, και απώλεια των αισθήσεων θα πρέπει να μας προβληματίσει και να αντιμετωπιστεί επιθετικά.
Πίσω από σοβαρά προβλήματα υγείας
Οι καρδιακές αρρυθμίες, όπως προαναφέρθηκε, πολλές φορές είναι αθώες. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που υποκρύπτουν σοβαρά καρδιακά προβλήματα, όπως π.χ. στεφανιαία νόσο, μυοκαρδιοπάθειες, βαλβιδοπάθειες ή -πολύ σπανιότερα- ηλεκτρικές ανωμαλίες που δεν είναι απαραίτητο να μπορεί ο γιατρός να τις δει με μία πρώτη εξέταση.
Αυτό το τελευταίο μάλιστα αποτελεί ένα σαφές δείγμα της προόδου που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στο θέμα του εντοπισμού μίας πιθανής σοβαρής καρδιακής πάθησης που μπορεί να υποκρύπτεται πίσω από μία αρρυθμία. Όπως εξηγεί ο κ. Λεκάκης «τα τελευταία χρόνια, έχουμε προχωρήσει πολύ περισσότερο και μιλάμε πλέον για αρρυθμίες που οφείλονται σε παθήσεις ορισμένων καναλιών στη μεμβράνη των κυττάρων της καρδιάς και αυτές οι παθήσεις μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε αιφνίδιο θάνατο χωρίς ο καρδιακός μυς ή οι βαλβίδες ή τα στεφανιαία αγγεία να έχουν πρόβλημα». Καταλήγει πάντως στην καθησυχαστική διαπίστωση ότι «αυτό είναι η πολύ – πολύ μικρή μειοψηφία των περιπτώσεων αρρυθμίας».
Καφές, τσιγάρο, αλκοόλ, άγχος και αρρυθμίες
Και το άγχος πάντως μπορεί να προκαλέσει καρδιακές αρρυθμίες όπως και κάποια τρόφιμα! Πρόκειται συνήθως για πολύ απλές αρρυθμίες, ιδίως κοιλιακές έκτακτες συστολές, που μπορούν να προκληθούν είτε από άγχος είτε και από υπερβολική κατανάλωση καφέ, τσιγάρου και αλκοόλ. Θα πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι μερικές φορές μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, π.χ. κρασιού, μπορεί να έχουμε επεισόδια κολπικής μαρμαρυγής, ακόμη και σε νέα τελείως υγιή άτομα.
Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζεται Holiday Heart Syndrome, όπου ένας νέος άνθρωπος πολλές φορές, τελείως υγιής μετά από ένα γλέντι, όπου ήπιε πολύ, οδηγήθηκε σ’ αυτήν την κολπική μαρμαρυγή, η οποία συνήθως δεν είναι επικίνδυνη και σε λίγες ώρες μπορεί και να αναταχθεί.
Διαβάστε Επίσης: Ποια είναι τα βήματα για μια υγιή καρδιά;
Κόπωση ύστερα από άσκηση
Μερικές φορές οι κοιλιακές ταχυκαρδίες μπορεί να προκληθούν και με κόπωση ύστερα από άσκηση. Έτσι εάν έχουμε ένα άτομο άνω των 40 ετών που θέλει να ασκηθεί – πράγμα βέβαια που είναι πολύ σημαντικό και πολύ θετικό-, θα πρέπει πρώτα να υποβληθεί σε κάποια προηγούμενη απλή κλινική εξέταση με καρδιογράφημα – ενδεχομένως και ένα υπερηχογράφημα -, ώστε να είναι σίγουρο ότι δε πάσχει από κάποιο καρδιολογικό πρόβλημα που να του απαγορεύει να ασκηθεί. Επίσης άτομα που θέλουν να κάνουν πρωταθλητισμό θα πρέπει να υποβάλλονται σε πολύ πιο ενδελεχή έλεγχο της καρδιακής λειτουργίας, ώστε να εντοπιστούν τυχόν καρδιακά προβλήματα και να αποφευχθούν κακοτοπιές.
Οι πιο επικίνδυνες αρρυθμίες
Οι πιο επικίνδυνες αρρυθμίες, σύμφωνα με τον κ. Λεκάκη είναι αυτές που προκαλούν αιμοδυναμική επιβάρυνση, δηλαδή αρρυθμίες που μειώνουν την παροχή του αίματος από την καρδιά προς την περιφέρεια. Αυτές συνήθως είναι οι κοιλιακές αρρυθμίες και ιδιαίτερα η κοιλιακή ταχυκαρδία και η κοιλιακή μαρμαρυγή. Η κοιλιακή μαρμαρυγή ισοδυναμεί με θάνατο καθώς η καρδιά σ’ αυτές τις περιπτώσεις ουσιαστικά σταματάει να συσπάται και θα πρέπει εκείνη την ώρα ο ασθενής να δεχθεί ένα ηλεκτρικό σοκ μ’ έναν απινιδωτή που θα καταστείλει την κοιλιακή μαραμαρυγή και θα επιτρέψει να επανέλθει ο φυσιολογικός ρυθμός της καρδιάς. Επίσης πολύ επικίνδυνη είναι η ταχεία κοιλιακή ταχυκαρδία. Πίσω από αυτές τις δύο επικίνδυνες καρδιακές αρρυθμίες υπάρχει πάντοτε σοβαρή καρδιακή πάθηση.
Η πιο συνηθισμένη ωστόσο καρδιακή αρρυθμία που δημιουργεί προβλήματα είναι η κολπική μαρμαρυγή, της οποίας η συχνότητα εμφάνισης αυξάνεται, όσο αυξάνεται η ηλικία. Πρόκειται για την αρρυθμία εκείνη που οι κόλποι της καρδιάς σταματούν να συστέλλονται και αυτό οδηγεί το αίμα να λιμνάζει στους κόλπους, γεγονός που έχει δύο επακόλουθα: πρώτα από όλα, η καρδιά μειώνει τη δύναμή της κατά το ¼ περίπου και δεύτερον και πιο σημαντικό, υπάρχει πιθανότητα να δημιουργηθούν θρόμβοι μέσα στους κόλπους και αυτοί οι θρόμβοι να εμβολιστούν και να δημιουργήσουν προβλήματα σε κάποιο άλλο σημείο του καρδιαγγειακού συστήματος, να προκαλέσουν για παράδειγμα κάποιο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Γι’ αυτό το λόγο οι άρρωστοι με κολπική μαρμαρυγή πρέπει πάντοτε να υποβάλλονται σε σωστή αντιπηκτική αγωγή, για να προλάβουν την πιθανότητα να παρουσιαστούν θρόμβοι, που μπορεί να προκαλέσουν αυτά τα επικίνδυνα εμβολικά επεισόδια.
Τρόποι διάγνωσης της καρδιακής αρρυθμίας
Κάθε αρρυθμία θα πρέπει να ελέγχεται γιατί ο ασθενής δε μπορεί να είναι σίγουρος ότι η αρρυθμία του είναι μία καλοήθης αρρυθμία, παρόλο που αυτό τελικά συμβαίνει στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι, εάν μία καρδιακή αρρυθμία εμφανίζει αιμοδυναμικά προβλήματα και συνοδεύεται από ζαλάδα ή συγκοπτικό επεισόδιο, τότε χωρίς συζήτηση το άτομο που παρουσιάζει τα προβλήματα αυτά θα πρέπει να ελέγχεται πολύ επισταμένα.
Καρδιογράφημα
Τις περισσότερες φορές ένα απλό καρδιογράφημα αρκεί για να γίνει η διάγνωση μιας αρρυθμίας. Μετά -σε ορισμένες περιπτώσεις- θα πρέπει να γίνει περαιτέρω διερεύνηση με τη χρησιμοποίηση και άλλων μεθόδων, όπως είναι η 24ωρη καταγραφή του καρδιογραφήματος, το γνωστό Holter.
Μερικές μάλιστα φορές δεν αρκεί καν η 24ωρη καταγραφή, οπότε μπορεί να χρειαστεί – σπάνια- να εμφυτεύσουμε μία μικρή συσκευή μακράς παρακολούθησης του καρδιογραφήματος κάτω από το δέρμα και να την αφήσουμε για μήνες μέχρι να ανιχνευτεί η καρδιακή αρρυθμία. Αυτό το κάνουμε, όταν έχουμε πρόβλημα, όσον αφορά τη διάγνωση, όπως δηλαδή στην περίπτωση που ένας άρρωστος λιποθυμάει και έχουμε σοβαρή υποψία ότι αυτό συνέβη, λόγω μίας σοβαρής αρρυθμίας αλλά δε μπορούμε να τη βρούμε, παρόλο που έχουμε κάνει όλες τις εξετάσεις.
Εισαγωγή στην καρδιά καθετήρων
Ένας άλλος τρόπος διάγνωσης είναι με την εισαγωγή στην καρδιά καθετήρων για να κάνουμε αυτό που ονομάζεται ηλεκτροφυσιολογική μελέτη της καρδιάς και να δούμε εάν υπάρχει πρόβλημα στην ηλεκτρική διέγερσή της, εάν υπάρχουν αποκλεισμοί του ερεθίσματος ή εάν προκαλούνται αρρυθμίες και κατάλληλα να τις ρυθμίσουμε. Αυτή είναι η μία πλευρά.
Υπερηχογράφημα
Η άλλη πλευρά του ελέγχου αποσκοπεί στο να βρούμε, εάν υπάρχει κάποια οργανική καρδιοπάθεια που προκάλεσε την αρρυθμία. Γι’ αυτό ένα υπερηχογράφημα πολλές φορές είναι απαραίτητο να γίνεται και μπορούμε να προχωρήσουμε και σε άλλες εξετάσεις, όπως είναι η στεφανιογραφία, η μαγνητική τομογραφία της καρδιάς κλπ.
Συνοψίζοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι οι εξετάσεις που γίνονται, όταν ένα άτομο εμφανίσει καρδιακή αρρυθμία, είναι δύο ειδών. Πρώτον αυτές που θα ελέγξουν το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς (καρδιογράφημα, Holter, η εμφύτευση συσκευής για μακρά παρακολούθηση του καρδιογραφήματος και η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη της καρδιάς) και δεύτερον οι εξετάσεις που θα μπορέσουν να ελέγξουν το υπόστρωμα, εάν δηλαδή η εμφάνιση της αρρυθμίας οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα στην καρδιά (υπερηχογράφημα, στεφανιογραφία, μαγνητική τομογραφία της καρδιάς κτλ)
Τρόποι θεραπείας ανάλογα με το είδος της αρρυθμίας
Η αντιμετώπιση μίας αρρυθμίας, εφόσον κριθεί ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί, μπορεί να γίνει είτε με φάρμακα, είτε με βηματοδότες, είτε με την εμφύτευση κάποιου απινιδωτή, είτε με τη χρήση κατάλυσης.
Φάρμακα
Οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, όπως για παράδειγμα είναι η κολπική μαρμαρυγή, τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζονται με φάρμακα. Αν μία κολπική μαρμαρυγή είναι πρόσφατη και οι κόλποι της καρδιάς δεν είναι πολύ μεγάλοι, ο γιατρός θα πρέπει να κάνει μία προσπάθεια να την ανατάξει. Εάν όμως έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τη στιγμή που πρωτοεμφανίστηκε το πρόβλημα, τότε η πιθανότητα να προσπαθήσει ο γιατρός να το ανατάξει με ηλεκτρικό ρεύμα ή σπανιότερα με φάρμακα είναι πολύ μικρή.
Στην περίπτωση λοιπόν που η απόφαση είναι ο άρρωστος να παραμείνει με την κολπική μαρμαρυγή και δεν γίνει προσπάθεια επαναφοράς του στο φλεβοκομβικό ρυθμό, θα πρέπει να τού χορηγηθούν αντιπηκτικά φάρμακα για να μειωθεί ο κίνδυνος εμβολικών επεισοδίων. Επίσης θα πρέπει να του χορηγηθούν φάρμακα που να του κρατούν το ρυθμό σε κάποιο λογικό επίπεδο, να έχει δηλαδή γύρω στους 70-80 σφυγμούς το λεπτό.
Βηματοδότες και απινιδωτές
Στις περιπτώσεις που έχουμε κολποκοιλιακούς αποκλεισμούς τότε συνήθως τοποθετούμε βηματοδότες ενώ, εάν έχουμε πολύπλοκες κοιλιακές αρρυθμίες, όπως η κοιλιακή ταχυκαρδία ή επεισόδια κοιλιακής μαρμαρυγής, τότε εμφυτεύουμε απινιδωτές. Οι απινιδωτές είναι συσκευές μ’ ένα ηλεκτρόδιο που πάει στην καρδιά και, όταν συμβεί μία πολύπλοκη αρρυθμία που απειλεί τον οργανισμό, γίνεται η ανίχνευσή της μέσω του ηλεκτροδίου, φτάνει ένα σήμα στη συσκευή που την ενεργοποιεί ώστε να δώσει ένα ερέθισμα, να κάνει ένα σοκ στην καρδιά και να την επαναφέρει σ’ ένα σωστό ρυθμό λειτουργίας.
Χρήση καταλύσεων
Τέλος, ένας άλλος τρόπος θεραπευτικής αντιμετώπισης των αρρυθμιών, που δεν είναι ακόμη πολύ διαδεδομένος, παρουσιάζει ακόμη κάποια προβλήματα αλλά με την εξέλιξη και της τεχνολογίας θεωρείται ότι θα έχει πολύ μέλλον, είναι οι καταλύσεις. Ο κ. Λεκάκης εξηγεί πως γίνεται η εφαρμογή της μεθόδου και αναφέρεται στην αποτελεσματικότητά της. «Με ειδικούς καθετήρες που μπαίνουν στην καρδιά, μπορεί να βρεθεί η εστία του προβλήματος και με τη χορήγηση υψίσυχνου ρεύματος να καταστραφεί το σημείο αυτό που προκαλεί την αρρυθμία. Φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις η μέθοδος αυτή είναι απόλυτα θεραπευτική, όπως για παράδειγμα σε ορισμένες περιπτώσεις υπερκοιλιακής ταχυκαρδίας. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις κολπικής μαρμαρυγής».