Η διαταραχή κοινωνικού στρες (παλιότερα οριζόμενη ως κοινωνική φοβία) έχει επισήμως αναγνωριστεί ως ξεχωριστή φοβική διαταραχή από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Η κοινωνική φοβία είναι ένας επίμονος φόβος μίας ή περισσότερων κοινωνικών καταστάσεων, όπου το άτομο μπορεί να νιώσει συναισθήματα ντροπής και φόβο ή ανησυχία, δυσανάλογα της πραγματικής απειλής που τίθεται από την κοινωνική κατάσταση στην οποία εκτίθεται το άτομο.
Οι τυπικές κοινωνικές καταστάσεις μπορούν να ταξινομηθούν σ’αυτές όπου περιλαμβάνεται διαντίδραση, παρατήρηση ή παρουσίαση. Τέτοιες καταστάσεις περιλαμβάνουν τη συνάντηση ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων ξένων, την ομιλία σε συναντήσεις ή ομάδες, την έναρξη συζητήσεων, την ομιλία σε πρόσωπα εξουσίας, την εργασία, την κατανάλωση τροφής ή ποτού ενώ το άτομο παρατηρείται, τα ψώνια, τη χρήση δημόσιας τουαλέτας και τη δημόσια παρουσία που περιλαμβάνει ομιλία. Ενώ η ανησυχία για κάποιες από τις προαναφερόμενες καταστάσεις είναι συχνή στον γενικό πληθυσμό, τα άτομα με κοινωνική φοβία ανησυχούν υπερβολικά γι’ αυτές και η ανησυχία μπορεί να ξεκινήσει αρκετές εβδομάδες πριν από την έκθεση στην αναμενόμενη κατάσταση. Τα άτομα με κοινωνική φοβία φοβούνται ότι θα πουν ή θα κάνουν κάτι που πιστεύουν ότι θα είναι ταπεινωτικό ή ντροπιαστικό (όπως ντροπαλότητα, εφίδρωση, ανήσυχη όψη ή όψη ανίας, αίσθημα ότι θα φανούν ανήσυχοι ή μη έξυπνοι). Όποτε είναι δυνατό, επιχειρούν να αποφύγουν τις πιο πολλές φοβικές καταστάσεις. Ωστόσο, αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό, και έτσι υπομένουν την κατάσταση, συχνά με συναισθήματα έντονου στρες. Η κατάσταση αυτή πολλές φορές προκαλεί σημαντική απομείωση της λειτουργικότητας σε κοινωνικό, εργασιακό και άλλο επίπεδο.
Τα παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν την ανησυχία τους διαφορετικά από τους ενήλικες.
Είναι πολύ συχνό να αντιδρούν με κλάμα, «πάγωμα» ή να έχουν συμπεριφορικές αντιδράσεις όπως ξεσπάσματα θυμού. Καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν δυσκολία σε κοινωνικοφοβικά παιδιά και εφήβους περιλαμβάνουν τη συμμετοχή σε δραστηριότητες της τάξης, αναζήτηση βοήθειας στην τάξη, από κοινού δραστηριότητες με συμμαθητές (όπως συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα, πάρτυ και διασκέδαση), συμμετοχή σε σχολικές παρουσιάσεις και διαπραγμάτευση προκλήσεων.
Η διαταραχή κοινωνικού στρες είναι μια από τις πιο κοινές αγχώδεις διαταραχές. Η συχνότητα κυμαίνεται πάνω από το 12% σε σύγκριση με τη συχνότητα άλλων αγχωδών διαταραχών (6% για τη γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, 5% για την κρίση πανικού, 7% για τη διαταραχή μετατραυματικού στρες και 2% για τη ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή). Η κοινωνική φοβία είναι η τρίτη πιο συχνή ψυχιατρική κατάσταση ύστερα από τη μείζονα κατάθλιψη και την εξάρτηση από το αλκοόλ. Στις γυναίκες είναι είναι πιο υψηλή η συχνότητα εμφάνισης σε σύγκριση με τους άνδρες. Επίσης, φαίνεται ότι παρόλο που οι γυναίκες πάσχουν πιο συχνά από κοινωνική φοβία, οι άνδρες αναζητούν πιο συχνά θεραπεία αν και εμφανίζουν λιγότερο ισχυρά συμπτώματα.
Η κοινωνική φοβία τυπικά ξεκινά στην παιδική ηλικία ή στην εφηβεία.
Ανάμεσα στα άτομα που αναζητούν θεραπεία ως ενήλικες, η μέση ηλικία έναρξης είναι στα μέσα της εφηβείας, με τα περισσότερα άτομα να έχουν αναπτύξει τη διαταραχή πριν προσεγγίσουν την ηλικία των 20. Ωστόσο, υπάρχει μια μικρή υποομάδα ανθρώπων, που αναπτύσσουν τη διαταραχή αργότερα στη ζωή τους. Κάποια άτομα μπορούν να αναγνωρίσουν μια συγκεκριμένη στιγμή έναρξης της διαταραχής και μπορεί να το συσχετίζουν μ’ ένα συγκεκριμένο γεγονός (π.χ. να μετακινηθούν σ’ ένα νέο σχολείο ή να έχουν πέσει θύματα σχολικού εκφοβισμού). Άλλοι μπορεί να περιγράφουν τους εαυτούς τους ως πάντοτε ντροπαλούς και να δείχνουν την κοινωνική φοβία ως σταδιακή παρόξυνση του φόβου τους όταν προσεγγίζουν ή προσεγγίζονται από άλλα άτομα. Άλλοι δεν μπορούν να ανακαλέσουν καμία στιγμή που να είναι ελεύθεροι από την κοινωνική ανησυχία.
Όπως αρκετές ψυχιατρικές διαταραχές, η ανάπτυξη της κοινωνικής φοβίας είναι καλύτερα κατανοητή ως μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αρκετούς βιοψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Γενετικοί παράγοντες φαίνεται να παίζουν έναν ρόλο, αλλά τα γονίδια μπορεί να επηρεάζουν την πιθανότητα ανάπτυξης οποιασδήποτε ανησυχίας ή καταθλιπτικής διαταραχής απ’ ό,τι την ανάπτυξη συγκεκριμένα της κοινωνικής φοβίας. Στοιχεία για γενετική σύνδεση προκύπτουν από τις έρευνες σε διδύμους. Έρευνες δείχνουν ότι αν ένα άτομο απ’ τα δίδυμα αναπτύξει τη διαταραχή, η πιθανότητα να αναπτύξει και το άλλο είναι υψηλότερη αν τα δίδυμα είναι μονοζυγωτικά σε σύγκριση με τα διζυγωτικά. Στρεσογόνα κοινωνικά γεγονότα νωρίς στη ζωή (π.χ. θύματα εκφοβισμού, ενδοοικογενειακή βία, δημόσια αμηχανία κατά τη διάρκεια μιας παρουσίασης) είναι συχνά αναφερόμενα από ανθρώπους με κοινωνική φοβία. Επιπλέον, η γονεϊκή εκμάθηση του φόβου και αποφυγής σε κοινωνικές καταστάσεις και ένα υπερπροστατευτικό γονεϊκό στυλ έχουν συνδεθεί με την ανάπτυξη της διαταραχής σε διάφορες μελέτες. Επίσης, η απορρύθμιση των νευροδιαβιβαστών της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης ενδέχεται να παίζει ρόλο, ωστόσο έρευνες που να αποδεικνύουν αιτιακή συσχέτιση της απορρύθμισης στην ανάπτυξη της κατάστασης δεν έχουν ακόμα υπάρξει.
Παρά την έκταση της δυσφορίας, μόνο οι μισοί από τους ενήλικες με τη διαταραχή αναζητούν θεραπεία και αυτοί που το κάνουν αναζητούν θεραπεία μετά από 15 με 20 χρόνια συμπτωμάτων. Οι εξηγήσεις για τα χαμηλά επίπεδα αναζήτησης θεραπείας και τις αναβολές οφείλονται στο γεγονός ότι τα άτομα που πάσχουν θεωρούν ότι η κοινωνική ανησυχία είναι μέρος της προσωπικότητάς τους και δεν μπορεί να αλλάξει, η μη αναγνώριση της κατάστασης από τους επαγγελματίες υγείας, ο στιγματισμός από τη χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας, ο φόβος αρνητικής αξιολόγησης από ένα επαγγελματία υγείας, το έλλειμμα πληροφόρησης για τη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών θεραπειών και περιορισμένη διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας σε αρκετές περιοχές.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν η διαταραχή κοινωνικού στρες επισήμως αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστή φοβική διαταραχή, η κυρίαρχη ψυχολογική παρέμβαση για τις αγχώδεις διαταραχές περιλάμβανε την επαναληπτική έκθεση στο φοβικό ερέθισμα μέσω της νοερής απεικόνισης. Μετά από κάποια χρόνια, αντικαταστάθηκε αυτή η θεραπεία με θεραπείες που περιελάμβαναν αντιμετώπιση των φοβικών ερεθισμάτων στην πραγματική ζωή. Τέλος, στις θεραπευτικές τεχνικές της κοινωνικής φοβίας περιλαμβάνονται: η εκπαίδευση στις κοινωνικές δεξιότητες, η γνωσιακή αναδόμηση, οι τεχνικές χαλάρωσης και ο διαλογισμός.