Η καλή υγεία κερδίζεται με τις καλές συνήθειες. Όμως, δεν είναι όλες μας οι συνήθειες καλές και είναι δύσκολο να αλλάξουμε εκείνες που μας επιβαρύνουν, όταν έχουν εδραιωθεί στην καθημερινότητά μας.
Οι περισσότερες από τις συνήθειές μας «καλές» ή «κακές», έχουν συχνά ρίζες στην παιδική μας ηλικία, όταν ακόμα μαθαίνουμε και αναπτυσσόμαστε. Σημαντικότατο κομμάτι της διαπαιδαγώγησης του ατόμου στην ηλικία αυτή αποτελεί η οικογένεια. Γι’ αυτό το λόγο και θεωρείται το βασικότερο σημείο εστίασης για την ανάπτυξη υγιών διατροφικών συνηθειών.
Πώς διαμορφώνονται οι διατροφικές επιλογές των παιδιών;
Τα παιδιά, μετά το 3ο ή 4ο έτος ηλικίας τους, σταματούν να τρώνε οδηγούμενα από το ένστικτο της επιβίωσης και επηρεάζονται ολοένα και περισσότερο από το περιβάλλον τους. Όπως είπαμε και παραπάνω, η οικογένεια αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του περιβάλλοντος των παιδιών και μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τις διατροφικές τους συνήθειες.
Βασικό κριτήριο των παιδιών για την επιλογή τροφής, αποτελεί η οικειότητα και η εύκολη πρόσβαση σε αυτή. Τείνουν να επιλέγουν τρόφιμα στα οποία εκτίθενται πιο συχνά και τα οποία μπορούν εύκολα να καταναλωθούν. Έτσι, αν για παράδειγμα, υπάρχουν στο ψυγείο στικ καρότων, τα οποία μπορεί το παιδί να πάρει στο χέρι του και να τα καταναλώσει άμεσα, αντί για μια κλειστή συσκευασία με ολόκληρα καρότα, αυξάνονται οι πιθανότητες το παιδί να αποζητήσει αυτή την τροφή για σνακ. Σε αυτό το σημείο, όμως, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι τα τρόφιμα που μπαίνουν πιο συχνά στο σπίτι είναι εκείνα που προτιμούν οι γονείς. Έτσι, τα παιδιά εκτίθενται σε αυτά περισσότερο και να μαθαίνουν να τα προτιμούν.
Ο μηχανισμός της μίμησης στη διατροφή του παιδιού
Η εξοικείωση των παιδιών με τα τρόφιμα αυτά δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο τα καταναλώνουν. Στη φύση υπάρχει ένας έμφυτος μηχανισμός μίμησης που αναπτύσσουν όλα τα μικρά προς τους γονείς. Η τάση αυτή να μιμούνται τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας, τα οδηγεί στο να αντιγράφουν τις διατροφικές συνήθειες τόσο των γονιών τους όσο και των μεγαλύτερων αδερφών τους ή ακόμα και των παππούδων τους. Η παρατήρηση αυτή είναι εντονότερη όταν η επαφή των παιδιών με τα μέλη της οικογένειάς τους στο τραπέζι γίνεται πιο συχνά.
Το όφελος από αυτή τη συνήθεια είναι διπλό, καθώς έρευνες έχουν δείξει ότι όταν τα παιδιά τρώνε σε ένα τραπέζι με άλλα μέλη της οικογένειάς τους –μια συνήθεια που τα τελευταία χρόνια έχει απασχολήσει πολύ τον επιστημονικό κόσμο- τρώνε μεγαλύτερες μερίδες από τις βασικές ομάδες τροφίμων (αμυλούχα, λαχανικά, κρέας, γαλακτοκομικά και φρούτα) απ’ ό,τι αν έτρωγαν μόνα τους. Το όφελος αυτό, ωστόσο, τείνει να εξαλειφθεί, όταν τα οικογενειακά γεύματα συνοδεύονται από παρακολούθηση τηλεόρασης –η οποία μέσω των διαφημιστικών μηνυμάτων φαίνεται να επηρεάζει τις προτιμήσεις της οικογένειας– ή όταν λόγω έλλειψης χρόνου, τα γεύματα αυτά είναι προπαρασκευασμένα ή εκτός σπιτιού.
Παίζει σημαντικό ρόλο η γεύση;
Ένα άλλο κριτήριο επιλογής της τροφής είναι η γεύση της. Οι γευστικές προτιμήσεις μιας οικογένειας καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά, όπως η εθνική κουζίνα της χώρας προέλευσής της και οι θρησκευτικές παραδόσεις.
Αν και υπάρχει έμφυτη προτίμηση στις γλυκές και αλμυρές γεύσεις έναντι των ξινών και πικρών (ένστικτο επιβίωσης του πρωτόγονου ανθρώπου κατά των δηλητηρίων της φύσης) η οποία δεν μαθαίνεται, δεν ισχύει το ίδιο για την προτίμηση στα φαγητά. Τα περισσότερα φαγητά έχουν ένα εύρος γεύσεων που κρίνονται «ασφαλή», σύμφωνα με το κριτήριο του πρωτόγονου ανθρώπου, επομένως η επιλογή τους μπορεί να διδαχθεί, ειδικά αν η έκθεση του ανθρώπου σε αυτά αρχίσει σε πολύ μικρή ηλικία. Ωστόσο, είναι μια διαδικασία που χρειάζεται υπομονή και επιμονή. Η επανειλημμένη έκθεση σε ένα φαγητό (10 – 15 φορές), μπορεί να υπερισχύσει της αρχικής αποστροφής.
Να θυμάστε το μέγεθος της μερίδας
Μέσα στις διατροφικές συνήθειες της οικογένειας αναδύεται αναμφίβολα το θέμα του μεγέθους της μερίδας. Τα παιδιά δεν επιλέγουν ελεύθερα την ποσότητα φαγητού που θα φάνε, παρά τρώνε αυτό που κάποιος ενήλικας έχει επιλέξει για εκείνα. Εκτός αυτού, συχνά οι γονείς (ή οι παππούδες) προτρέπουν ή και επιβάλλουν στο παιδί να αδειάσει το πιάτο του, οδηγώντας το σε απευαισθητοποίηση από το ένστικτο του κορεσμού.
Επίσης, έρευνες έχουν δείξει ότι αν οι γονείς τρώνε μεγάλες ποσότητες φαγητού, το ίδιο θα κάνουν και τα παιδιά τους. Με αυτά τα συμπεράσματα, ερευνητές έχουν θέσει ένα εύλογο ερώτημα. Μήπως οι υπέρβαροι γονείς τείνουν να δημιουργούν για τα παιδιά τους –ασυναίσθητα- ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη παχυσαρκίας (διάθεση τροφίμων με αυξημένα λιπαρά, μεγάλη θερμιδική πυκνότητα, μεγάλη ποσότητα κ.ά.);
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε οικογένειες με παιδιά φυσιολογικού βάρους και υπέρβαρα, παρατηρήθηκε ότι στα υπέρβαρα παιδιά σερβίρονταν μεγαλύτερες μερίδες με το αιτιολογικό ότι είναι μεγαλόσωμα και επομένως χρειάζονται περισσότερο φαγητό.
Αυτή προφανώς είναι μια λανθασμένη αντίληψη ορισμένων γονέων που οδηγεί δυστυχώς σε υπερβολές. Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν ότι, όσο μεγαλύτερο είναι το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, τόσο σωστότερες είναι οι αντιλήψεις τους σχετικά με τη διατροφή, πιθανότατα γιατί έχουν περισσότερες γνώσεις. Όταν, από την άλλη πλευρά, οι γνώσεις πάνω στη διατροφή είναι ελλιπείς, είναι εύλογο να διαπράττονται σφάλματα που οδηγούν στην εγκαθίδρυση «κακών» συνηθειών.
Πώς να προσεγγίσετε διατροφικά τα παιδιά σας;
Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι γνώσεις που έχουν σημασία, όταν ένας γονιός πάει να εφαρμόσει τις επιθυμητές διατροφικές συστάσεις στο παιδί του. Έχουν παρατηρηθεί 3 διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οι γονείς προσεγγίζουν τα παιδιά:
Ο αυταρχικός
Αυτοί οι γονείς απαγορεύουν ορισμένα φαγητά και πιέζουν για την κατανάλωση άλλων. Επιβάλλουν την άποψή τους, χωρίς να διερευνούν τις προτιμήσεις των παιδιών τους.
Ο ανεκτικός
Αυτοί οι γονείς δίνουν στο παιδί τους ό,τι επιθυμεί, χωρίς να θέτουν κάποια σημαντική δομή στη διατροφή τους. Υποκύπτουν πολύ συχνά στα «θέλω» των παιδιών τους και μπορούν να χαρακτηριστούν «διατροφικά αμελείς».
Ο επιτακτικός
Αυτοί οι γονείς έχουν την πιο ισορροπημένη στάση. Ενθαρρύνουν το παιδί να τρώει υγιεινά, αλλά παράλληλα του παραχωρούν το δικαίωμα επιλογής.
Το φαγητό, δυστυχώς πολύ συχνά αποτελεί ένα μέσο επιβράβευσης ή ένας στόχος που το παιδί πρέπει να «κατακτήσει» προκειμένου να επιβραβευτεί. Δεν είναι σπάνιο να ακούσουμε έναν γονιό να προτρέπει ή να επιβάλλει στο παιδί του να φάει το φαγητό του, ώστε να του επιτρέψει να δει τηλεόραση ή να καθαρίσει το δωμάτιό του για να κερδίσει ένα γλυκό. Το φαγητό δεν θα πρέπει να αποτελεί στόχο για το παιδί, γιατί αυτό μπορεί να εντείνει την αποστροφή ή την επιθυμία του για ορισμένα τρόφιμα που του προσφέρονται.
Συμπερασματικά..
Όταν μιλάμε για τις διατροφικές συνήθειες, η οικογένεια θα πρέπει να αποτελεί μια σύμπραξη δυνάμεων. Οι γονείς δεν πρέπει να μένουν αμέτοχοι στην προσπάθεια εκπαίδευσης των παιδιών τους σε πιο υγιεινές συνήθειες. Θα πρέπει να συμμετέχουν και οι ίδιοι ενεργά, δίνοντας το παράδειγμα και προδιαθέτοντας τα μικρότερα μέλη να έχουν ανοιχτούς ορίζοντες στις διατροφικές τους επιλογές. Τα παιδιά από την άλλη θα πρέπει να διατηρούν το δικαίωμα επιλογής, τόσο του τροφίμου που επιλέγουν να φάνε όσο και της ποσότητας που τα χορταίνει.