Η χρήση των αντιβιοτικών στα ζώα ξεκίνησε σχεδόν παράλληλα με την χρήση αυτών στους ανθρώπους. Οι κύριοι λόγοι για την χρήση τους σε ζώα ήταν αφενός για να αντιμετωπίσουν και να θεραπευέσουν τα άρρωστα ζώα, αφετέρου να αντιμετωπίσουν την εξάπλωση των ασθενειών από ζώο σε ζώο.
Στην πορεία όμως διαπιστώθηκε και το εξής: ότι η χορήγηση αντιβιοτικών στο σιτηρέσιο των ζωών αποτελούσε παράγοντα ανάπτυξης, βοηθώντας τα ζώα να αποκτήσουν γρήγορα βάρος, ελέγχοντας τα μικρόβια που παρεμβαίνουν στην απορρόφηση της τροφής. Αρχικά λοιπόν, διαπιστώθηκε ότι η τακτική χορήγηση αντιβιοτικών δημιουργούσε ζώα τα οποία μεγάλωναν γρηγορότερα, ήταν δυνατότερα και δεν πέθαιναν εύκολα από ασθένειες.
Στην πορεία όμως ...
Με την πάροδο των ετών όμως, ολοένα και περισσότερο φωνές άρχισαν να ακούγονται από τη επιστημονική κοινότητα για τις επιδράσεις των υπολειμμάτων των αντιβιοτικών που περνάνε στα τρόφιμα (π.χ. γάλα), αλλά και τη μεγαλύτερη αντοχή που αποκτούν τα μικρόβια στα αντιβιοτικά. Τα πρώτα τέτοια μηνύματα εμφανίζονται το 1984, όταν μελέτη του Αμερικανικού CDC (Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων) συνέδεσε τα αντιβιοτικά που χορηγούσαν οι αμερικανοί αγρότες στα ζώα μέσω της τροφής, με ανθεκτικά μικρόβια που πρόσβαλλαν τους ανθρώπους.
Το θέμα ξαναήλθε στην επιφάνεια τη δεκαετία του 1990, με την ανίχνευση στελεχών βακτηρίων όπως η Salmonella, το Campylobacter, E.coli O157: H7, ανθεκτικών στα αντιβιοτικά. Το CDC μάλιστα ανέφερε τότε αύξηση την αντοχής σε αντιβιοτικά σε στελέχη μικροβίων, από 0,6 % το 1979, σε 34% το 1996. Η έρευνα αυτή, τονίζει μάλιστα την εμφάνιση ενός στελέχους Salmonella, γνωστού ως DT104, που είναι ανθεκτικό σε πέντε αντιβιοτικά και αποτελεί μεγάλο κίνδυνο ασθενειών σε ανθρώπους και ζώα σε Ευρώπη και την Αμερική.
Έρευνα της πολιτείας της Μινεσότα συνδέει την αύξηση της παρουσίας Campylobacter jejuni (παθογόνο που σχετίζεται με τροφικές δηλητηριάσεις) το οποίο παρουσίαζε μεγάλη αντοχή στο αντιβιοτικό κινολόνη, ουσία που χρησιμοποιήθηκε σε ζωοτροφές από το 1992 έως το 1998.
Η αντίδραση της Ευρώπης
Η Αγγλία απαγόρευσε την χρήση πενικιλίνης και τετρακυκλίνης, ως παραγόντων ανάπτυξης, στο σιτηρέσιο των ζώων, από τις αρχές του 1970. Στην συνέχεια, η Σουηδία απαγόρευσε το 1986 τη χρήση όλων των αντιβιοτικών στη διατροφή των ζώων, ενώ με την σειρά της, η Δανία δεν χρησιμοποιεί από τα τέλη του 1999 καθόλου αντιβιοτικά στην σίτιση των ζώων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθώντας το παράδειγμα αυτών των χωρών, ξεκίνησε από το 1998 να μειώνει τα επιτρεπόμενα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται σαν παράγοντες διατροφής στα ζώα, ενώ την 1η Ιανουαρίου του 2006 επέβαλε την ολοκληρωτική απαγόρευση των αντιβιοτικών. Σήμερα, η Ελλάδα όπως και οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιούν τα αντιβιοτικά μόνο ως μέρος της θεραπευτικής αγωγής άρρωστων ζώων και όχι σαν συστατικό διατροφής. Δυστυχώς όμως, η Αμερική δεν έχει εναρμονιστεί ακόμη με αυτό το νομοθετικό πλαίσιο.
Η ελληνική βιομηχανία και οι κρατικοί φορείς
Η ελληνική βιομηχανία ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές αλλά και ελληνικές οδηγίες, πραγματοποιεί τακτικούς ελέγχους για υπολείμματα αντιβιοτικών στα προϊόντα ζωικής προέλευσης, από το γάλα, μέχρι και τα εισαγόμενα κρέατα. Κάθε βιομηχανία η οποία σε κάποιο στάδιο της παραγωγής της χρησιμοποιεί γαλακτοκομικά προϊόντα, ζητά πιστοποιητικά από τον εκάστοτε προμηθευτή ή πραγματοποιεί ελέγχους, για την απουσία αντιβιοτικών. Από την άλλη πλευρά, οι ελεγκτικές αρχές και ειδικότερα οι κτηνιατρικές, πέρα από τους συνεχείς ελέγχους που πραγματοποιούν, είναι δίπλα στους Έλληνες παραγωγούς κρεάτων, με συμβουλές και με κατευθύνσεις. Το ελληνικό και ευρωπαϊκό κρέας, καθώς και τα προϊόντα τους μπορούν να θεωρηθούν ασφαλή, όσο η πολιτεία και οι ανεξάρτητοι ελεγκτικοί φορείς είναι σε επαγρύπνηση.