Η διατροφική συμπεριφορά που κάθε άνθρωπος εκδηλώνει, καθορίζεται από πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους παράγοντες. Άλλοι από αυτούς είναι σταθεροί και μη τροποποιήσιμοι όπως π.χ. οι γενετικοί, ενώ άλλοι μπορούν να μεταβληθούν, όπως συμβαίνει με τους περιβαλλοντικούς. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι αρκετοί από αυτούς να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους κατά τη διαμόρφωση της διατροφικής συμπεριφοράς. Σημαντικοί και περισσότερο μελετημένοι παράγοντες, που φαίνεται να επηρεάζουν την πρόσληψη αλλά και τις επιλογές τροφής στις σύγχρονες κοινωνίες είναι: γενετικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί και ψυχολογικοί, το φυσικό περιβάλλον και οι μεταβολές αυτού, καθώς και η κατάσταση υγείας του ατόμου.
Αλληλεπίδραση κοινωνικών παραγόντων και διατροφικής συμπεριφοράς
Η διαμόρφωση και τελικά ο καθορισμός της καταναλωτικής συμπεριφοράς ενός ατόμου, επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από την αλληλεπίδραση που έχει με άλλα άτομα στις διάφορες ομάδες που συμμετέχει (π.χ. οικογένεια, σχολείο, εργασιακό και φιλικό περιβάλλον κ.ά.). Η αλληλεπίδραση αυτή είναι άμεση ή έμμεση και συμβαίνει σε συνειδητό ή σε υποσυνείδητο επίπεδο. Έτσι, ακόμη κι όταν τρώμε μόνοι μας, οι διατροφικές μας επιλογές επηρεάζονται από κοινωνικούς παράγοντες, καθότι οι συμπεριφορές και οι συνήθειες αναπτύσσονται μέσω της αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους. Σε αυτό το πλαίσιο, μελετάμε κι ερμηνεύουμε και το πώς επηρεάζεται κοινωνικά η πρόσληψη τροφής. Όπως δείχνουν σχετικές μελέτες, τρώμε περισσότερο όταν είμαστε με φίλους ή με τη οικογένειά μας, καθώς επίσης κι ότι η ποσότητα της καταναλισκόμενης τροφής αυξάνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των συνδαιτυμόνων.
Πως το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο (ΚΟΕ) επιδρά στην επιλογή τροφίμων;
Τα αποτελέσματα διαφόρων μελετών μας οδηγούν στην διαπίστωση ότι η κοινωνική τάξη μπορεί να επηρεάσει τη διαιτητική συμπεριφορά ενός ατόμου, καθώς και τις επιλογές των τροφών του. Μια παρατήρηση/διαπίστωση που φαίνεται να έχει διαχρονική ισχύ, αφού υπάρχουν ιστορικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη διαφοροποίηση της διατροφικής συμπεριφοράς και κυρίως της επιλογής τροφής μεταξύ «πλουσίων» και «φτωχών». Πιο συγκεκριμένα, κατά την εποχή του Ομήρου, μαθαίνουμε πως τα γεύματα ήταν τρία. Το «άριστον», το «δείπνον» και το «δόρπον», πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό αντίστοιχα. Το τι θα περιλάμβανε το κάθε γεύμα, είχε άμεση σχέση με την κοινωνική τάξη όπου ανήκαν οι συνδαιτυμόνες. Το ψωμί και το κρασί έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στη διατροφή όλων, όπως και τα ψάρια. Για τους πλουσίους τα γεύματα ήταν αρχοντικά, με ποικιλία τροφίμων και σε μεγάλες ποσότητες. Στα γλέντια που ήταν πολύ συχνά, σχεδόν η καθημερινότητά τους, έτρωγαν κυρίως κρέας μαγειρεμένο στη σχάρα, σε σούβλες ή σε κατσαρόλες της εποχής. Ο απλός λαός περιοριζόταν σε προϊόντα από σιτάρι και κριθάρι, όπως χυλοί, κουρκούτια, ψωμί και άλλα. Σε όλες τις τάξεις χρησιμοποιούσαν στα γεύματα λαχανικά, τυριά και φρούτα της εποχής, αλλά και διαφορετικά τρόφιμα ανάλογα με τον τόπο διαμονής.
Κι ενώ για εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι χαμηλότερου ΚΟΕ, φαίνεται ότι είχαν υιοθετήσει υγιεινότερες διατροφικές συνήθειες σε σχέση με τους ανθρώπους υψηλότερου ΚΟΕ, με το πέρασμα των αιώνων τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν σημαντικά. Όπως λοιπόν μαρτυρούν τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα, οι άνθρωποι χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, με περιορισμένο οικογενειακό εισόδημα εκδηλώνουν την τάση να καταναλώνουν περισσότερα τρόφιμα υψηλής ενεργειακής πυκνότητας και χαμηλής θρεπτικής αξίας, καθώς και μικρότερες ποσότητες φρούτων και λαχανικών σε σχέση με τα άτομα υψηλότερης κοινωνικοοικονομικής τάξης. Αυτή η συμπεριφορά προσδίδει στην διατροφή τους τα εξής χαρακτηριστικά:
- Τους παρέχει περίσσεια ενέργειας και
- Δεν τους καλύπτει σε θρεπτικά συστατικά.
Αποτέλεσμα είναι ν’ αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας σε αυτούς τους πληθυσμούς σε συσχέτιση με την ηλικία, το φύλο και την οικονομική κατάσταση, αυξάνοντας παράλληλα και την πιθανότητα να εμφανίσουν κάποια χρόνια πάθηση σε νεαρότερη ηλικία, συγκρινόμενοι με άτομα από ομάδες υψηλότερου ΚΟΕ.
Τι είναι αυτό όμως που φαίνεται να εμποδίζει τα άτομα χαμηλότερου ΚΟΕ ν’ ακολουθήσουν ένα υγιεινό διατροφικό μοτίβο;
Βασιζόμενοι στα συμπεράσματα διαφόρων μελετών, παλιότερων αλλά και αρκετά πρόσφατων, μπορούμε ξεκάθαρα να πούμε ότι το σημαντικότερο ρόλο έχουν το κόστος, η προσβασιμότητα και η γνώση. Το να είναι μια διατροφή «φτωχή» σε θρεπτικά συστατικά και πλούσια σε πυκνά ενεργειακά τρόφιμα είναι αποτέλεσμα έλλειψης χρημάτων για την αγορά θρεπτικών τροφίμων, αφού αυτά είναι ακριβότερα (πχ φρούτα, λαχανικά). Η έλλειψη επίσης απαραίτητου μαγειρικού εξοπλισμού στο σπίτι προάγει / διευκολύνει την κατανάλωση εύκολων ή μεταφερόμενων γευμάτων στο σπίτι, υψηλής ενέργειας και χαμηλής θρεπτικής αξίας τις περισσότερες φορές. Τέλος, η μη επαρκής γνώση και οι πολλές και αντικρουόμενες πληροφορίες για τη διατροφή και την υγεία δημιουργούν σύγχυση στην επιλογή του κατάλληλου τροφίμου. Σε συνδυασμό δε με την έλλειψη κινήτρου, μπορούν πολύ εύκολα να αποτρέψουν την δημιουργία ενός ισορροπημένου, υγιεινού γεύματος.
Με τη βοήθεια κατάλληλου σχεδιασμού σε επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας και αγωγής της υγείας, οι παραπάνω ανασταλτικοί παράγοντες θα μπορούσαν να προσπελαστούν σε σημαντικό βαθμό, διευκολύνοντας τις ασθενέστερα κοινωνικο-οικονομικά ομάδες να αλλάξουν διαιτητική συμπεριφορά και ν’ ακολουθήσουν ένα φυσιολογικό τρόπο διατροφής με υγιεινές επιλογές, που θα προάγει την υγεία και θα διασφαλίζει την ευεξία.