Το 2004 ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Ποτών (FDA) για πρώτη φορά αδειοδότησε ποιοτικούς ισχυρισμούς υγείας (health claims) σχετικά με την κατανάλωση μονοακόρεστων λιπαρών οξέων (MUFA) του ελαιόλαδου και το μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων (1).
Είναι ευρέως γνωστή η προστατευτική δράση των μονοακόρεστων λιπαρών οξέων, σε σύγκριση με τα κορεσμένα λιπαρά οξέα (SFA), όσων αφορά τα επίπεδα της χολεστερόλης (2).
Στο πρώτο Διεθνές Συνέδριο για το ελαιόλαδο και την υγεία (3), το 2005, συνοψίστηκαν τα οφέλη του ελαιολάδου και των λιπαρών του οξέων. Μολονότι η πλειονότητα των καρδιο-προστατευτικών ιδιοτήτων του ελαιολάδου αποδίδονται στην υψηλή περιεκτικότητά του σε MUFA, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι το ελαϊκό οξύ, βασικότερο μονοακόρεστο λιπαρό οξύ στο ελαιόλαδο, αποτελεί το βασικό λιπαρό οξύ και άλλων ζωϊκών τροφών ευρείας κατανάλωσης, όπως πουλερικά και χοιρινά (4).
Συνεπώς, η υψηλή περιεκτικότητα του ελαιολάδου σε ελαϊκό οξύ δεν μπορεί να αποτελεί τον αποκλειστικό παράγοντα, υπεύθυνο για τις ευεργετικές του ιδιότητες στην πρόληψη καρδιοαγγειακών παθήσεων.
Το ελαιόλαδο, εκτός από υψηλά επίπεδα MUFA, περιέχει πληθώρα βιοδραστικών συστατικών, εκ των οποίων τα εκτενέστερα μελετημένα είναι τα φαινολικά του συστατικά. Η βιοδιαθεσιμότητα των φαινολικών συστατικών στον άνθρωπο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εκτίμηση του φυσιολογικού τους ρόλου.
Η τυροσόλη (Τ) και η υδροξυ-τυροσόλη (ΗΤ), δύο από τα πλέον μελετημένα φαινολικά συστατικά του ελαιολάδου, απορροφούνται από τον οργανισμό με δοσο-εξαρτούμενο τρόπο (5), ακόμα και κατόπιν μέτριας κατανάλωσης (25ml ημερισίως).
Οι συγκεντρώσεις τους στα ούρα χρησιμοποιούνται ευρέως σήμερα σε διατροφικές μελέτες παρέμβασης (nutritional intervention studies), ως βιο-δείκτες συμμόρφωσης των εθελοντών. Έως το 2004, τα αποτελέσματα μελετών σχετικά με την παρατεταμένη κατανάλωση φαινολικών συστατικών του ελαιόλαδου, υπήρξαν αντιφατικά (6-7).
To 2006 η ευρωπαϊκή μελέτη EUROLIVE (The effect of olive oil consumption on oxidative damage in European populations) παρουσίασε τεκμηριωμένες αποδείξεις για τον in vivo προστατευτικό ρόλο των φαινολικών συστατικών του παρθένου ελαιολάδου ενάντια στο οξειδωτικό στρες, κατόπιν καθημερινής μέτριας κατανάλωσης (8).
Η συγκεκριμένη μελέτη εξέτασε την κατανάλωση τριών ελαιόλαδων με διαφορετικό περιεχόμενο φαινολικών συστατικών (υψηλό, μέτριο, χαμηλό) σε 200 υγιείς εθελοντές από όλη την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα έδειξαν αύξηση στα επίπεδα HDL (καλής χοληστερόλης), και μειωμένους δείκτες λιπιδικού οξειδωτικού στρες, κατόπιν τρίμηνης ελεγχόμενης κατανάλωσης παρθένου ελαιολάδου.
Επιπλέον, η κατανάλωση ελαιολάδου, στην ίδια μελέτη, έδειξε μείωση στους δείκτες οξείδωσης του DNA, της τάξεως του 13% -ποσοστό συγκρίσιμο με ότι παρατηρείται μετά το «κόψιμο» του καπνίσματος (9).
Τα φαινολικά συστατικά του ελαιόλαδου έχουν, επιπρόσθετα, δείξει αντι-φλεγμονώδεις και χημειο-προστατευτικές ιδιότητες (10-11). Συγκεκριμένα, η ελεοκανθάλη (oleocanthal) του ελαιολάδου, φαίνεται να έχει παρόμοια δράση με το αντιφλεγμονώδες φάρμακο ibunoprofene (12).
Αξίζει να σημειωθεί ότι, μέχρι σήμερα, σε όλες τις μελέτες, στις οποίες έχει εξεταστεί ο ρόλος των φαινολικών συστατικών του ελαιολάδου, δεν έχει παρουσιαστεί ουδεμία κυτταροτοξικότητα. Ωστόσο, οι ακριβείς μοριακοί μηχανισμοί, ικανοί να εξηγήσουν τους τρόπους της ευεγερτικής δράσης αυτών των συστατικών ενάντια στους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων δεν είναι ακόμα επαρκώς γνωστοί.
Τελευταίες διατροφικές μελέτες, στον άνθρωπο, αναφέρουν μεταγευματική (postprandial) διαφοροποίηση της έκφρασης γονιδίων, που σχετίζονται με την εξέλιξη της αρτηριοσκλήρωσης, καθώς και με φλεγμονώδεις καταστάσεις, κατόπιν κατανάλωσης ελαιολάδου (13-14).
Αυτές οι μελέτες, παρουσιάζουν αποτελέσματα «ευνοϊκής» συμπεριφοράς γονιδίων, σε υγιείς εθελοντές, και επιπλέον σχετίζονται θετικά με αιματολογικούς βιοδείκτες. Πρόσφατη τρίμηνη μελέτη, που διεξάχθηκε σε 90 υγιείς εθελοντές, έδειξε για πρώτη φορά ότι τα φαινολικά συστατικά του ελαιόλαδου είναι ικανά να μειώσουν, in vivo, την έκφραση γονιδίων, που ευνοούν την αρτηριοσκλήρωση (15).
Το σύνολο των παραπάνω αποτελεσμάτων επισημαίνουν ότι το παρθένο ελαιόλαδο είναι ένα λειτουργικό τρόφιμο. Επιπλέον, α) υποστηρίζουν την υπόθεση ότι τα φαινολικά συστατικά του παρθένου ελαιολάδου ευθύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό για τις ευεργετικές του ιδιότητες στην υγεία, σε σύγκριση με το ποσοστό των μονοακόρεστων λιπαρών οξέων και β) παρέχουν πρώτου βαθμού επιστημονικές αποδείξεις, όσον αφορά στη χρήση παρθένου ελαιολάδου, πλούσιου σε φαινολικά συστατικά, στην πρόληψη και προστασία από παράγοντες κινδύνου για καρδειοαγγειακές παθήσεις.