Οι φυτικές, ή καλύτερα διαιτητικές ίνες, έχουν αποτελέσει θέμα σημαντικού επιστημονικού ενδιαφέροντος τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ιστορικά προβλημάτισε έντονα την επιστημονική κοινότητα μέχρι να καταλήξουν σε έναν από κοινού αποδεκτό ορισμό της έννοιας τους.
Ο λόγος για τον οποίον υπήρχε αυτή η επί πολλές δεκαετίες συζήτηση γύρω από τις διαιτητικές ίνες οφειλόταν ουσιαστικά αφενός στη διατροφική τους αξία και αφετέρου στη μέθοδο ανάλυσής τους.
Η "ιστορία" των φυτικών ινών
Κατά τη διάρκεια του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα έγιναν πρόοδοι στην αναλυτική μεθοδολογία των συστατικών των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων του νερού, αζωτούχων συστατικών και λιπιδίων, που αφήνουν υδατανθρακικό υπόλειμμα.
Οι διατροφολόγοι απαιτούσαν μία πιο ακριβή χημική αποσύνθεση και ανάλυση των ακατέργαστων φυτικών ινών, με τη χρήση όξινων και αλκαλικών συνθηκών, παρόμοιων με αυτές που επικρατούν στο γαστρεντερικό σωλήνα του ανθρώπου.
Αυτή η μέθοδος βελτιώθηκε, συμπληρώθηκε και συνδυάστηκε με την πάροδο των χρόνων με άλλες μεθοδολογίες και έρευνες τόσο σε πειραματόζωα, όσο και σε ανθρώπους, για να κατανοηθεί καλύτερα η έννοια και ο ρόλος των διαιτητικών ινών.
Προσπάθειες για τον ορισμό των φυτικών ινών
Για να μελετηθούν οι διαιτητικές ίνες, έπρεπε να συμφωνηθεί αφενός ο ορισμός του τι είναι ίνα και αφετέρου ποια μέθοδο ανάλυσης θα χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες. Όσον αφορά στον ορισμό πρώτος ο Hipsley το 1953 χρησιμοποίησε τον όρο «διαιτητική ίνα».
Ο Trowell και οι συνεργάτες το 1972 ανέπτυξαν την «υπόθεση των διαιτητικών ινών», που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα υπολείμματα των συστατικών του τοιχώματος των φυτικών κυττάρων, τα οποία είναι ανθεκτικά στην υδρόλυση από τα ανθρώπινα πεπτικά ένζυμα.
Διευρυμένος ορισμός για τους "ανθεκτικούς" πολυσακχαρίτες
Το 1976 η ομάδα του Trowell διεύρυνε τον ορισμό, για να προσθέσει όλους τους «ανθεκτικούς» στην πέψη πολυσακχαρίτες, όπως τα κόμμεα, την τροποποιημένη κυτταρίνη, τις φυτοβλέννες, τους ολιγοσακχαρίτες και την πηκτίνη.
Ο διευρυμένος ορισμός συμπεριλαμβάνει την κυτταρίνη, την ημικυτταρίνη, τη λιγνίνη, τα κόμμεα, τις τροποποιημένες κυτταρίνες, τις φυτοβλέννες, τους ολιγοσακχαρίτες και την πηκτίνη και σχετιζόμενα συστατικά, που δεν ανήκουν στο κυτταρικό τοίχωμα, όπως οι κήροι, η κουτίνη και η φελλώδης ουσία.
Τα επόμενα χρόνια, αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε η μεθοδολογία ανάλυσης και έρευνας των ινών, ενώ στον ορισμό των διαιτητικών ινών συμπεριελήφθη και η επίδρασή τους φυσιολογικά.
Τι είναι τελικά οι φυτικές ίνες;
Μετά από τουλάχιστον κοντά τέσσερις δεκαετίες ερευνών και συζητήσεων, οι επιστήμονες θα καταλήξουν στον εξής ορισμό των διαιτητικών ινών:
«Οι διαιτητικές ίνες είναι το εδώδιμο μέρος των φυτών ή τα ανάλογα υδατανθράκων, που είναι ανθεκτικά στην πέψη και απορρόφηση στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, με ολική ή μερική ζύμωση στο παχύ έντερο. Οι διαιτητικές ίνες περιλαμβάνουν τους πολυσακχαρίτες, τους ολιγοσακχαρίτες, τη λιγνίνη και σχετιζόμενα φυτικά συστατικά. Οι διαιτητικές ίνες έχουν ευεργετικές επιδράσεις στο σώμα, συμπεριλαμβανομένων την καλή λειτουργία του εντέρου και/ή τη μείωση της χοληστερόλης στο αίμα και/ ή τη μείωση της γλυκόζης του αίματος».
Η σημασία τους στη διατροφή
Οι διαιτητικές ίνες δεν έχουν προταθεί ή δεν έχουν γίνει αποδεκτές, επίσημα, ως απαραίτητο θρεπτικό συστατικό, όπως είναι οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες, τα λιπίδια. Παρόλα αυτά μία δίαιτα φτωχή σε ίνες ενοχοποιείται για πολλά από τα χρόνια νοσήματα της σύγχρονης κοινωνίας.
Η σημασία των διαιτητικών ινών οφείλεται στο θετικό ρόλο τους στην πρόληψη πολυάριθμων χρόνιων ή και νοσηρών καταστάσεων. Είναι λάθος να προσπαθούν οι επιστήμονες να διαχωρίσουν τις ίνες από το υπόλοιπο μέρος του φυτού.
Ο πρωταρχικός ρόλος των ινών είναι να τροποποιούν τη φύση του περιεχομένου του γαστρεντερικού σωλήνα και την απορρόφηση άλλων θρεπτικών συστατικών και χημικών. Στη διατροφή μας παίζει ρόλο ολόκληρο το φυτό, είτε μιλάμε για φρούτα είτε για καρπούς είτε για λαχανικά, γιατί εκτός από τις ίνες, περιέχονται λιπίδια, πρωτεΐνες, βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία, αντιοξειδωτικά και δευτερεύοντες μεταβολίτες, που αν δεν ληφθούν υπόψη περιορίζουν την κατανόηση της αναγκαιότητας των φυτών στη διατροφή μας.
Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι γνωρίζουμε σχεδόν τα πάντα για τις ίνες, παρόλα αυτά όμως υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να ερευνηθούν.