Εισαγωγή
Δεδομένου του αυξανόμενου αριθμού της παιδικής παχυσαρκίας (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, 2013), είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς το περιβάλλον επηρεάζει τους συσχετισμούς των παιδιών με τα τρόφιμα και τις προσδοκίες τους σχετικά με το πότε θα καταναλώσουν ποια τρόφιμα.
Εκτός από τις εσωτερικές σωματικές καταστάσεις (π.χ. ορμονικές), εξωτερικοί παράγοντες επηρεάζουν το τι και πόσο τρώμε. Έχει αναγνωριστεί ευρέως ότι εξωτερικοί παράγοντες, όπως η ελκυστικότητα ή η παρουσίαση του φαγητού (π.χ. οσμή, γεύση, μέγεθος μερίδας, ποικιλία τροφίμων) και το περιβάλλον φαγητού (π.χ. ατμόσφαιρα, φαγητό μόνος ή με παρέα, απόσπαση προσοχής) επηρεάζουν την κατανάλωση φαγητού. Φαίνεται μάλιστα τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα να είναι περισσότερο ευάλωτα σε αυτές τις εξωτερικές επιρροές. Ειδικά γεγονότα και εορταστικές εκδηλώσεις, όπως τα γενέθλια, οι διακοπές ή τα Χριστούγεννα, μπορούν επίσης να αποτελέσουν αφορμή για φαγητό. Επομένως, όταν οι άνθρωποι σκέφτονται τα Χριστούγεννα, μπορεί να σκέφτονται το χριστουγεννιάτικο δέντρο, την εκκλησία και την ειρήνη στη γη, αλλά και τη ψητή γαλοπούλα, τη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα και το εκλεκτό κόκκινο κρασί.
Η κατανάλωση φαγητού μπορεί να επηρεαστεί από εξωτερικούς παράγοντες στην κατηγορία “που σχετίζονται με το φαγητό” και στην κατηγορία “δεν σχετίζονται με το φαγητό”.
Η κατανάλωση τροφής σχετίζεται από εξωτερικές επιρροές που σχετίζονται με το φαγητό
Παράδειγμα ενός τέτοιου εξωτερικού στοιχείου αποτελεί η πρόσφατη έρευνα των Ferriday και Brunstrom (2011), η οποία έδειξε ότι στη θέα και τη μυρωδιά της πίτσας προκλήθηκε περισσότερη σιελόρροια και μεγαλύτερη επιθυμία για κατανάλωση πίτσας και άλλων τροφίμων σε υπέρβαρους συμμετέχοντες, παρά σε συμμετέχοντες με φυσιολογικό βάρος.
Η κατανάλωση τροφής μπορεί επίσης να επηρεαστεί από εξωτερικές ενδείξεις που φαινομενικά δεν σχετίζονται με το φαγητό
- Οι Salvy and al., 2007 εξέτασαν τη διαφορετική επίδραση του κοινωνικού πλαισίου (φαγητό μόνο του ή παρουσία άλλων) σε παιδιά ηλικίας 6-10 ετών και παρατήρησαν ότι τα φυσιολογικού βάρους παιδιά τρώνε περισσότερο όταν βρίσκονται σε παρέα με συνομηλίκους από ό,τι όταν τρώνε μόνα τους, ενώ τα υπέρβαρα παιδιά παρουσίασαν ακριβώς το αντίθετο μοτίβο, πιθανότατα για λόγους διαχείρισης εντυπώσεων.
- Άλλες πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι οι περιβαλλοντικές ενδείξεις μπορούν να επηρεάσουν την ερμηνεία μιας διατροφικής περίστασης. Ενδείξεις όπως οι χάρτινες έναντι των υφασμάτινων χαρτοπετσετών, το να τρώει κανείς όρθιος έναντι του να κάθεται, καθόρισαν αν οι άνθρωποι κατηγοριοποιούν μια διατροφική κατάσταση ως «σνακ» ή ως «γεύμα» και μπορεί να επηρεάσουν την επακόλουθη πρόσληψη τροφής.
Σκοπός
Ο πρωταρχικός στόχος της μελέτης είναι να εξετάσει αν τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά συνδέουν τις ειδικές εκδηλώσεις με το φαγητό πιο συχνά από ό,τι τα παιδιά με φυσιολογικό βάρος.
Μέθοδος
Δείγμα
Το δείγμα αποτελούνταν από 114 μαθητές με εύρος ηλικίας 10-13 ετών ενός δημόσιου σχολείου στο Rheydt της Γερμανίας. Το σχολείο βρισκόταν σε μια συνοικία κυρίως μεσαίας-κατώτερης τάξης.
Εργαλεία αξιολόγησης
- Για να αξιολογηθούν οι αυθόρμητοι συνειρμοί των παιδιών που σχετίζονται με εορταστικά γεγονότα ή ειδικές περιστάσεις, δόθηκαν ειδικά φυλλάδια ελεύθερων λεκτικών συνειρμών τα οποία αποτελούνταν από 5 λέξεις-στόχους που όλες αναφέρονταν σε εορταστικά ή ψυχαγωγικά γεγονότα και ήταν τα Χριστούγεννα, οι διακοπές, το πάρτι γενεθλίων, το καρναβάλι και το Σαββατοκύριακο.
- Μετά την ολοκλήρωση της εργασίας συσχετισμού λέξεων, τα παιδιά μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να επιλέξουν μία από τις οκτώ ανταμοιβές. Οι ανταμοιβές αποτελούνταν από τέσσερα τρόφιμα (καραμέλες, μαστιχωτά γλυκά με διάφορες γεύσεις και μικρές σοκολάτες) και τέσσερα μη-τροφικά αντικείμενα (παιχνίδια, σκέιτμπορντ, κύβος του Ρούμπικ και βραχιόλι).
- Στο τέλος του πειράματος, όλα τα παιδιά ζυγίστηκαν και μετρήθηκαν ατομικά (χωρίς παπούτσια) με ψηφιακή ζυγαριά και ζυγό.
Αποτελέσματα
- Παρατηρήθηκε ότι όσο υψηλότερη ήταν η εκατοστιαία θέση του ΔΜΣ ενός παιδιού, τόσο λιγότερες ήταν οι συσχετίσεις που σχετίζονταν με τρόφιμα σε εορταστικές και ειδικές εκδηλώσεις.
- Εξετάστηκε επίσης κατά πόσον η επιλογή για ένα γλυκό ή ένα παιχνίδι επηρεάζεται από δημογραφικές μεταβλητές όπως η ηλικία, το φύλο, το εκατοστημόριο ΔΜΣ και η χώρα γέννησης. Καμία από τις μεταβλητές δεν σχετιζόταν σημαντικά με την επιλογή τροφίμων.
- Βρέθηκε μια μέτρια, αλλά σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ του ΔΜΣ των παιδιών και του αριθμού των συσχετίσεων που σχετίζονται με το φαγητό με ειδικές εκδηλώσεις.
- Η επιλογή δώρου δεν σχετιζόταν με τον αριθμό των συσχετίσεων με τρόφιμα και τόσο τα φυσιολογικά όσο και τα υπέρβαρα παιδιά προτιμούσαν τα παιχνίδια από τις καραμέλες.
- Τα αγόρια ανέφεραν περισσότερες συσχετίσεις που σχετίζονται με τρόφιμα από τα κορίτσια, αλλά αυτή η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί από τον χαμηλότερο ΔΜΣ των αγοριών σε σχέση με τα κορίτσια στο δείγμα της μελέτης.
Συμπεράσματα
Επειδή τα προϊόντα που συνδέονται με εορταστικές ή ειδικές περιστάσεις (π.χ. κέικ, πατατάκια, μεγάλα γεύματα, γλυκά) είναι σχεδόν πάντα σνακ ή υψηλής θερμιδικής αξίας, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αν τα παιδιά τα περιμένουν μόνο σε σπάνιες περιστάσεις ή και τις «κανονικές» καθημερινές.
Τα αποτελέσματά έδειξαν τελικά προς την αντίθετη κατεύθυνση των αναμενόμενων προβλέψεων. Δεν ήταν τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά, αλλά τα πιο αδύνατα συνομήλικα τους που ανέφεραν περισσότερους συσχετισμούς που σχετίζονταν με τρόφιμα όταν σκέφτονταν τα Χριστούγεννα και γενικά τις εορταστικές περιόδους.
Γιατί θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό;
Μια πιθανή, αλλά υποθετική εξήγηση είναι ότι στα πιο αδύνατα παιδιά συγκεκριμένα τρόφιμα συνδέονται περισσότερο αποκλειστικά με ειδικές περιστάσεις απ' ό,τι στα υπέρβαρα παιδιά. Για παράδειγμα, εάν τα αδύνατα παιδιά επιτρέπεται να τρώνε παγωτό μόνο σε συγκεκριμένες στιγμές (π.χ. τα βράδια του Σαββάτου αλλά ποτέ τις κανονικές καθημερινές), η συσχέτισή τους μεταξύ Σαββατοκύριακου και παγωτού είναι πιθανότατα ισχυρότερη από ό,τι για τα παιδιά που επιτρέπεται να τρώνε παγωτό σε πολλαπλές περιστάσεις. Για τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά τα ειδικά τρόφιμα μπορεί να είναι λιγότερο «ειδικά» και διακριτά και να συνδέονται πιο χαλαρά με συγκεκριμένες ημέρες ή περιστάσεις απ' ό,τι για τα πιο αδύνατα παιδιά με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ασθενέστεροι ή/και λιγότερο προσβάσιμοι συνειρμικοί δεσμοί.
Σαφώς πρέπει να να ληφθούν υπόψη διάφοροι περιορισμοί της παρούσας μελέτης επειδή ο αριθμός των συσχετίσεων που σχετίζονταν με τρόφιμα ήταν σχετικά μικρός, δεν καταγράφηκαν οι διατροφικές συνήθειες των παιδιών και ο τρόπος διατροφικής διαπαιδαγώγησης των γονέων τους.
Μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν αυτές τις πληροφορίες, προκειμένου να κατανοηθούν καλύτερα οι πιθανές διαφορές στις συσχετίσεις τροφίμων μεταξύ λιποβαρών και υπέρβαρων παιδιών.