Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η διατροφή στην ενήλικη ζωή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την διατροφή κατά τη παιδική και εφηβική ηλικία. Η κατανάλωση πολύ επεξεργασμένων τροφίμων (Ultra-Processed Foods ή UPFs), τροφίμων που είναι έτοιμα προς κατανάλωση και υψηλά σε θερμίδες, είναι γνωστό ότι επηρεάζει αρνητικά το λιπιδαιμικό προφίλ στους ενήλικες, όμως αντίστοιχη μελέτη σε παιδιά δεν έχει υπάρξει. Δεδομένου ότι τα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας αλλά και μεταβολικών ασθενειών, όπως ο διαβήτης, αυξάνονται ανησυχητικά σε παιδιά και εφήβους, οι ερευνητές ήθελαν να εξετάσουν κατά πόσο η κατανάλωση UPFs στην παιδική ηλικία επηρεάζει το λιπιδαιμικό προφίλ. Η μελέτη έγινε στη Βραζιλία, μία χώρα μικρο-μεσαίου εισοδήματος, όπου η κατανάλωση UPFs αυξάνεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
Πώς σχεδιάστηκε η μελέτη;
Αυτή ήταν μια μελέτη παρατήρησης με δεδομένα από παιδιά που έλαβαν μέρος σε μία μεγάλη τυχαιοποιημένη παρέμβαση σχετικά με το θηλασμό και τις διατροφικές πρακτικές σε μία περιοχή της Βραζιλίας χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου.
Στα πλαίσια της παρέμβασης αυτής, δεδομένα συλλέχθηκαν στα 3 και 6 έτη ζωής των παιδιών. Κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά ήταν διαθέσιμα στην έναρξη της παρέμβασης. Ανθρωπομετρικά στοιχεία των παιδιών συλλέχθηκαν ώστε να υπολογιστεί ο δείκτης BMI-for-age. Η διατροφική αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε με ανακλήσεις 24-ώρου σε δύο συνεχόμενες, τυχαίες μέρες. Στην ηλικία των 3 ετών, οι γονείς παρείχαν τα στοιχεία ανάκλησης, ενώ στα 6 έτη, τα παιδιά έδωσαν τα στοιχεία αυτά.
Η αξιολόγηση της κατανάλωσης UPFs βασίστηκε στην κατηγοριοποίηση NOVA. Η λίστα NOVA αποτελείται από 4 κατηγορίες ανάλογα με την έκταση της επεξεργασίας του τροφίμου: μη ή ελάχιστα επεξεργασμένα, επεξεργασία για μαγείρεμα, επεξεργασμένα και πολύ επεξεργασμένα τρόφιμα. Παραδείγματα πολύ επεξεργασμένων τροφίμων είναι αλμυρά και γλυκά μπισκότα, αναψυκτικά, γλυκά, σοκολάτα σε σκόνη, γαλακτοκομικά με ζάχαρη, επεξεργασμένα κρέατα, ψωμί, δημητριακά για παιδιά, μαργαρίνη και μαγιονέζα, και έτοιμα γεύματα.
Οι ερευνητές συνέλεξαν αίμα από τα παιδιά στην ηλικία των 6 ετών. Οι δείκτες που αξιολογήθηκαν είναι η ολική χοληστερόλη, η υψηλής και χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη και τα τριγλυκερίδια.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα;
Απο τα συνολικά 633 βρέφη στην έναρξη της μελέτης παρέμβασης, διαθέσιμα δεδομένα υπήρξαν για 476 παιδιά στην ηλικά των 3 ετών και για 387 παιδιά στην ηλικία των 6 ετών. Η τελική ανάλυση έγινε για δείγμα 308 παιδιών για τα οποία υπήρχαν πλήρη δεδομένα τόσο στην ηλικία των 3 όσο και των 6 ετών.
Η επίπτωση παχυσαρκίας στην ηλικία των 3 ετών ήταν 18% και στην ηλικία των 6 ετών 18.4%. Στην ηλικία των 6 ετών, η επίπτωση μη φυσιολογικών τιμών ολικής χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, LDL και HDL ήταν 40%, 36%, 14% και 9% αντίστοιχα.
Η κατανάλωση UPFs αποτελούσε το 43.4% και 47.7% της ενεργειακής πρόσληψης παιδιών στην ηλικία των 3 και 6 ετών αντίστοιχα. Παρατηρήθηκε επομένως, μια αύξηση της τάσης του 10% σε τρία έτη. Κύριες πηγές ενέργειας ήταν τα μπισκότα, τα γλυκά και τα αναψυκτικά. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις μεταξύ 3 και 6 ετών παρατηρήθηκαν στην κατανάλωση μαργαρίνης και μαγιονέζας (1200%!), επεξεργασμένο κρέας (58%) και ψωμιού (19%).
Τέλος, υπήρξε θετική, στατιστικά σημαντική συσχέτιση της κατανάλωσης UPFs με δείκτες λιπιδαιμικού προφίλ. Συγκεκριμένα, υψηλότερη κατανάλωση UPFs στα 3 έτη σχετίστηκε με αυξημένη συγκέντρωση χοληστερόλης στο αίμα κατά 8.5 mg/dl. Η σχέση αυτή ήταν γραμμική: για κάθε 10% αύξηση στην κατανάλωση UPFs, η χοληστερόλη αυξήθηκε κατά 2.8 mg/dl. Παρομοίως, αυξημένη κατανάλωση UPFs στα 3 έτη σχετίστηκε με αυξημένη συγκέντρωση τριγλυκεριδίων κατά 9.7 mg/dl. Για κάθε 10% αύξηση στην κατανάλωση UPFs, τα τριγλυκερίδια αυξήθηκαν κατά 3.4 mg/dl.
Τι να κρατήσουμε από αυτή τη μελέτη;
Η κατανάλωση πολύ επεξεργασμένων τροφίμων αυξάνεται στην παιδική ηλικία και τα αρνητικά αποτελέσματα φαίνονται ήδη στα 6 έτη. Με την κατανάλωση πολύ επεξεργασμένων τροφίμων να αυξάνεται ραγδαία, ιδίως στις χώρες με χαμηλότερο κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο, είναι σημαντική η διατροφική εκπαίδευση για τη μείωση της κατανάλωσης, όπου αυτό είναι εφικτό. Επίσης η αυξημένη κατανάλωση πολύ επεξεργασμένων τροφίμων συχνά σχετίζεται με μη υγιεινές συνήθειες, αυξημένη πρόσληψη ενέργειας και παχυσαρκία. Επομένως, η υιοθέτηση καλύτερων διατροφικών συνηθειών δεν περιορίζεται μόνο στα πολύ επεξεργασμένα τρόφιμα αλλά αφορά τη συνολική διατροφική συμπεριφορά.
Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η μελέτη αυτή διεξήχθη σε ένα πληθυσμό με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον ελληνικό, ωστόσο και στην Ελλάδα οι κοινωνικές και οικονομικές διαφορές συχνά επηρεάζουν την ποιότητα διατροφής.