Δεδομένα από επιδημιολογικές έρευνες δείχνουν πως σήμερα καταναλώνουμε 2-4 φορές περισσότερο φαγητό σε σχέση με τους γονείς και τους παππούδες μας. Οι αμερικάνικοι φορείς USDA και FDA έχουν καταγράψει μέχρι 200% έως και 700% αύξηση στο μέγεθος της μερίδας των τροφίμων, σε σχέση με 40 χρόνια πριν και το φαινόμενο είναι έντονο τόσο σε τρόφιμα που καταναλώνονται τόσο εντός, όσο και εκτός σπιτιού (π.χ. μακαρόνια, πίτσα, τηγανιτές πατάτες κ.α.).
Πώς έχει μεταβληθεί το μέγεθος της μερίδας στο χρόνο;
Στοιχεία ενδεικτικά της αύξησης της μερίδας είναι η αύξηση του προσλαμβανόμενου αριθμού θερμίδων, του μεγέθους των συσκευασιών, καθώς και των σκευών σερβιρίσματος.
Αριθμός θερμίδων
Για το πρώτο, είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του καφέ. Πατροπαράδοτα, ο ελληνικός καφές, που σερβιριζόταν σε μικρό φλιτζάνι, έφτανε τις 45-60 θερμίδες, ανάλογα με την ποσότητα της ζάχαρης που προστίθετο. Σήμερα, κυκλοφορούν στην αγορά ροφήματα καφέ που, εκτός από ζάχαρη, περιέχουν γάλα ή κρέμα γάλακτος, σιρόπι, σοκολάτα κ.ά., με αποτέλεσμα ένας «καφές» να ξεπερνάει πολλές φορές ακόμη και τις 330 kcal!
Μέγεθος των συσκευασιών
Ωστόσο, η αύξηση στο μέγεθος των συσκευασιών κερδίζει έδαφος, ιδίως την περίοδο της κρίσης, καθώς πλασάρεται υπό το πρίσμα της «οικονομικής συσκευασίας» (value for money). Ανεξάρτητα λοιπόν, αν κάποιος όντως χρειάζεται την μεγαλύτερη συσκευασία, τελικά την αγοράζει. Αξίζει σ’αυτό το σημείο να τονιστεί, ότι η τελική κατανάλωση φαγητού από έναν ενήλικα, επηρεάζεται άμεσα και σημαντικά από περιβαλλοντικά ερεθίσματα, όπως η διαθεσιμότητα των τροφίμων και η διάρκεια του γεύματος.
Σκεύη σερβιρίσματος
Τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί ότι η διάμετρος του πιάτου σερβιρίσματος αυξήθηκε από τα 25 στα 30cm, γεγονός ικανό να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανάλωση. Το μέγεθος του πιάτου λειτουργεί ως μέτρο αναφοράς του πόσο θα το γεμίσει κάποιος - όπως έδειξε σχετική έρευνα, ακόμη και οι διαιτολόγοι μπορούν να υποεκτιμήσουν την ποσότητα φαγητού και να σερβίρουν παραπάνω όταν έχουν ένα μεγάλο πιάτο.
Πώς το μέγεθος της μερίδας επηρεάζει το Δείκτη Μάζας Σώματος;
Όλα τα παραπάνω συντελούν σε μια διαστρεβλωμένη αντίληψη για το μέγεθος της μερίδας. Αν και επιστημονικά δεδομένα από τον ελλαδικό χώρο για το θέμα αυτό δεν υπάρχουν, η επιστημονική ομάδα του ελληνικού και κυπριακού portal διατροφής medNutrition, με υπεύθυνη την κυρία Ιωάννα Κατσαρόλη, πραγματοποίησε ενημερωτική εκστρατεία για αυτό το θέμα, στο πλαίσιο της οποίας καταγράφηκαν με ερωτηματολόγια οι απόψεις των Ελλήνων καταναλωτών για το μέγεθος της μερίδας.
Ποια ήταν τα αποτελέσματα των ερωτηματολογίων;
Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την τάση υπερκατανάλωσης φαγητού σε αυτό το περιβάλλον «οικονομικών» συσκευασιών και μεγαλύτερων σκευών σερβιρίσματος. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό εύρημα ήταν ότι, όσοι είχαν ασχοληθεί παλαιότερα με κάποια δίαιτα απώλειας βάρους, είχαν περισσότερες πιθανότητες να γνωρίζουν τα σωστά μεγέθη των μερίδων, ενώ υπήρχαν και αρκετοί που αν και αναγνώριζαν σωστά το μέγεθος της μερίδας, δήλωσαν ότι καταναλώνουν παραπάνω από αυτή.
Τέλος, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) σχετίστηκε θετικά και σημαντικά με τις καταναλισκόμενες μερίδες. Σημαντική ήταν η συσχέτιση και με άλλες μεταβλητές διατροφικής συμπεριφοράς- για παράδειγμα άτομα με χαμηλότυερο ΔΜΣ ήταν πιθανότερο να διαβάζουν την συνιστώμενη μερίδα στην διατροφική ετικέτα.
Πόσες θερμίδες μας κοστίζει η αύξηση των μερίδων;
Παγκοσμίως, 1,4 δις ενήλικες είναι υπέρβαροι και το 1/3 αυτών είναι παχύσαρκοι. Στην Ελλάδα, τα δεδομένα δείχνουν ότι το 35% του πληθυσμού είναι υπέρβαροι και το 23% παχύσαρκοι. Πρόκειται για ένα πρόβλημα με σοβαρές συνέπειες για την υγεία, αλλά και σημαντικά (άμεσα και έμμεσα) κόστη για την πολιτεία. Η αύξηση των μερίδων, παρόλο που δεν εξηγεί από μόνη της την παχυσαρκία, δύναται να επιβαρύνει το ισοζύγιο ενέργειας κατά +200 kcal, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του σωματικού βάρους έως και κατά 10 kg τον χρόνο!
Από το 1970 η ενεργειακή πρόσληψη αυξήθηκε κατά 36%, μόνο λόγω της αύξησης της μερίδας, ενώ η συνολική πρόσληψη ενέργειας είναι αυξημένη κατά 570 kcal/ ημέρα
Από το 1970 έως το 2000 περίπου, η αύξηση στο μέγεθος της μερίδας, συνέβαινε με πολύ βραδύ ρυθμό, ενώ επιταχύνθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Το γεγονός αυτό καθιστά απαραίτητη την παρακολούθηση του φαινομένου, για το τι θα ακολουθήσει στο μέλλον.
Τι συνέπειες έχει η αύξηση της μερίδας στην υγεία;
Παρατηρείται λοιπόν, ότι η αύξηση της μερίδας δημιουργεί ένα θετικό ενεργειακό ισοζύγιο, το οποίο δεν χρειάζεται να είναι μεγάλο, αρκεί να είναι συστηματικό, για να είναι ικανό να επιφέρει την αύξηση του σωματικού βάρους. Αν και οι έρευνες που έχουν πρωταρχικό τους σκοπό τη διερεύνηση της αλλαγής του μεγέθους της μερίδας και της αλλαγής στο σωματικό βάρος δεν είναι πολλές, διαφαίνεται μια αιτιολογική συσχέτιση, καθώς άτομα που καταναλώνουν μεγαλύτερες μερίδες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν υψηλότερο ΔΜΣ, αλλά και μεγαλύτερη περίμετρο μέσης, σε σχέση με αυτούς που κατανάλωναν μικρότερες μερίδες.
Αξίζει να σημειωθεί τέλος, ότι η αύξηση των μερίδων αφορά περισσότερο τα τρόφιμα παρά τα ροφήματα και σε συνδυασμό με την αύξηση στην ενεργειακή πυκνότητα που παρατηρείται κατά +0,22kcal ανά γραμμάριο τροφίμου, δυσχεραίνει περισσότερο την θερμιδική επιβάρυνση.
Μέγεθος μερίδας και υπερκατανάλωση φαγητού
Η μεγαλύτερη μερίδα οδηγεί υποσυνείδητα και ανεξάρτητα από το αν κάποιος είναι παχύσαρκος ή όχι, σε υπερκατανάλωση φαγητού. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει σε θετικό ενεργειακό ισοζύγιο και κατ’ επέκταση σε αύξηση του σωματικού βάρους. Κάποιες πολύ σημαντικές παρατηρήσεις προκύπτουν από έρευνες, όπου η κατανάλωση τροφίμων έλαβε χώρα υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, τα άτομα στα οποία σερβιρίστηκε αυξημένη μερίδα σε ένα γεύμα, δεν έφαγαν λιγότερο στα επόμενα γεύματα, αντισταθμιστικά, αλλά διατήρησαν την αυξημένη μερίδα και τις επόμενες μέρες, ενώ δεν είχαν διαφορετική απόκριση στα σήματα κορεσμού σε σχέση με τα άτομα που έλαβαν την ενδεδειγμένη μερίδα.
Ένα άτομο που συστηματικά εκτίθεται σε αυξημένες μερίδες φαγητού, εντός ή εκτός σπιτιού, αρχίζει να τις θεωρεί φυσιολογικές. Το αποτέλεσμα είναι, όταν σερβιριστεί η ενδεδειγμένη μερίδα, να την υποεκτιμήσει. Όσο αυξάνεται το βάρος κάποιου, τόσο αυξάνεται και η λανθασμένη αντίληψή του για το μέγεθος της μερίδας, παρόλο που στο σύνολο, το 54% των ατόμων υποεκτιμά τη μερίδα του. Η υποεκτίμηση αυτή είναι ένα φαινόμενο σύνηθες και γνωστό ως βασικό πρόβλημα της διατροφικής αξιολόγησης στην Επιστήμη της Διατροφής. Μαζί με το φαινόμενο της αύξησης του μεγέθους της μερίδας, κάνουν ακόμη πιο απαιτητικό το έργο του διαιτολόγου.
Η σημασία της μερίδας στο σακχαρώδη διαβήτη
Η αύξηση στο μέγεθος της μερίδας, επηρεάζοντας όπως είδαμε παραπάνω το σωματικό βάρος, έμμεσα επηρεάζει δυσμενώς και το διαβήτη. Το 44% του επιπολασμού του ΣΔ αποδίδεται στο υπερβάλλον σωματικό βάρος. Λαμβάνοντας υπόψη, ότι όσο πιο μεγάλο είναι ένα γεύμα, τόσο περισσότερη ινσουλίνη απαιτείται για τη διαχείρισή του και τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση που ασκείται στο πάγκρεας για την παραγωγή ινσουλίνης, το μέγεθος της μερίδας επηρεάζει εμφανώς και άμεσα τον ΣΔ.
Πόσο σημαντική είναι η εκπαίδευση των μερίδων σε άτομα με διαβήτη;
Στη διαχείριση του ασθενούς με διαβήτη, η εκπαίδευση των μερίδων κατέχει εξέχοντα ρόλο, ειδικά όταν πρέπει η διατροφή του να εναρμονιστεί με την ινσουλινοθεραπεία. Πρόκειται για μία τακτική που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται κατά καιρούς, περισσότερο με τη μορφή ισοδυνάμων από παγκόσμιους φορείς. Επίσης, οι κατευθυντήριες οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, περιλαμβάνουν οδηγίες για ισοδύναμα τροφίμων.
Όπως κατέληξε και η έρευνα του medNutrition, υπάρχει ανάγκη για σαφέστερη ερμηνεία του τι σημαίνει «ισοδύναμο» ή ακόμα καλύτερα «μερίδα» και κατάλληλη εκπαίδευση του κόσμου κάτι που θα βοηθήσει καταλυτικά και τον ασθενή με ΣΔ. Ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα κλινικής παρέμβασης σε υπέρβαρους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Χρησιμοποιώντας εκπαιδευτικά εργαλεία ελέγχου του μεγέθους της μερίδας, διαπιστώθηκαν σημαντικές βελτιώσεις στο βάρος των ασθενών, στο λιπιδαιμικό προφίλ και στην αρτηριακή πίεση, γεγονός που, σε πολλές περιπτώσεις, ακολουθήθηκε από μείωση της αντιδιαβητικής φαρμακευτικής αγωγής των ασθενών αυτών.