Παχυσαρκία

Η παχυσαρκία ξεκινά από νωρίς

της Αναστασίας Βανδώρου
08 Νοεμβρίου 2012
15981 Προβολές
6 λεπτά να διαβαστεί
mama pou krata ta patousakia mwrou

Photo source: www.bigstockphoto.com

Η παχυσαρκία αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα και πιο διαδεδομένα προβλήματα δημόσιας υγείας στη σύγχρονη κοινωνία. Η δυναμική εμφάνιση της ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία, δημιουργεί ανησυχία για την υγεία των «αυριανών ενηλίκων», καθώς είναι επιστημονικά κατοχυρωμένη η σύνδεση της με πλήθος σοβαρών παθήσεων.

Ο επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας βρίσκεται σε αύξηση από το 1971. Αν και τα υψηλότερα επίπεδα της έχουν παρατηρηθεί στις αναπτυγμένες χώρες, ο επιπολασμός της αυξάνεται και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας εκτιμάται ότι 20 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών είναι υπέρβαρα παγκοσμίως, ενώ σύμφωνα με τον IOTF, το 20% των παιδιών στην Ευρώπη είναι υπέρβαρα και από αυτά το 1 στα 3 είναι παχύσαρκο. Για τη χώρα μας πρόσφατα πρώιμα ευρήματα μελέτης του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου έδειξαν ότι ο συνολικός επιπολασμός του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας αγγίζουν το 29,6% και το 11,1% αντίστοιχα, σε δείγμα παιδιών ηλικίας 10-12 ετών.

Αν και έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για να κατανοηθούν οι παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνιση της παχυσαρκίας, ακόμη και τώρα γνωρίζουμε λίγα για τα ακριβή αίτια καθώς και για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος πρόληψης του προβλήματος αυτού. Δεδομένου ότι ακόμη και οι πιο διερευνημένοι παράγοντες όπως οι διατροφικές συνήθειες και οι συνήθειες φυσικής δραστηριότητας δε μπορούν να εξηγήσουν πλήρως τις αυξητικές τάσεις της παιδικής παχυσαρκίας, η επιστημονική κοινότητα στράφηκε στην υπόθεση ότι κάποιες επιδράσεις νωρίς στη ζωή είναι πιθανό να παίζουν σημαντικό ρόλο.

Βάρος Μητέρας πριν την εγκυμοσύνη - Πρόσληψη βάρους μητέρας κατά την εγκυμοσύνη

Τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά της μητέρας όπως ο Δείκτης Μάζας Σώματός της πριν την έναρξη της κύησης αλλά και η πρόσληψη βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, επηρεάζουν τόσο την έκβαση της κύησης (σακχαρώδης διαβήτης και υπέρταση κύησης, προεκλαμψία, καισαρική τομή), όσο και τα βραχυπρόθεσμα (βάρος γέννησης παιδιού, εμβρυικός/νεογνικός θάνατος) και μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά (παιδική παχυσαρκία) του παιδιού της. Πλήθος μελετών, ακόμη και από τον ελληνικό χώρο, δείχνουν ότι παράλληλα με την αύξηση της μητρικής παχυσαρκίας έχουν αυξηθεί και τα περιστατικά παιδικής παχυσαρκίας ακόμη και από πολύ μικρές ηλικίες (6 μηνών). Υπάρχουν πολλοί μηχανισμοί με τους οποίους θα μπορούσε η παχυσαρκία της μητέρας να αυξάνει τον κίνδυνο για παχυσαρκία στο παιδί. Αυτοί οι μηχανισμοί περιλαμβάνουν την κληρονόμηση γονιδίων που δημιουργούν ευαισθησία για παχυσαρκία, την επίδραση της μητρικής παχυσαρκίας στο ενδομήτριο περιβάλλον, καθώς και τον καθοριστικό ρόλο της μητέρας στη διαμόρφωση μετέπειτα συνηθειών διατροφής και άσκησης του παιδιού. Αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα, γενικά φαίνεται ότι οι υπέρβαρες ή παχύσαρκες μητέρες αλλά και αυτές που παίρνουν περισσότερο από το επιθυμητό βάρος στην κύηση γεννούν παιδιά με μεγαλύτερο κίνδυνο για ανάπτυξη παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία.

Ηλικία μητέρας πριν την εγκυμοσύνη

Η ηλικία της μητέρας στην εγκυμοσύνη είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει την πορεία της κύησης, επιδρώντας μεταξύ άλλων και στο βάρος γέννησης του παιδιού. Συγκεκριμένα, έφηβες μητέρες (<17 ετών) έχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο να γεννήσουν πρόωρα ή να αποκτήσουν παιδί με χαμηλό βάρος γέννησης ή ακόμα και μικρόσωμου για την ηλικία γέννησης (δηλαδή με βάρος < 10ου εκατοστημορίου για την ηλικία γέννησής του). Τα νεογνά που γεννούνται μικρόσωμα για την ηλικία γέννησής τους, μεταγεννητικά συνήθως εμφανίζουν έναν ταχύ ρυθμό αύξησης του βάρους τους κατά πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο για την ηλικία και το φύλο τους. Ο συνδυασμός μικρόσωμου για την ηλικία γέννησης παιδιού και γρήγορης ανάπτυξης έχει συνδεθεί ισχυρά και ανεξάρτητα με την ανάπτυξη παχυσαρκίας από την παιδική ακόμα ηλικία, καθώς και με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιοαγγειακών νοσημάτων και σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ στην ενήλικο ζωή.

Βάρος γέννησης νεογνού

Το βάρος γέννησης ενός παιδιού είναι ένας παράγοντας που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στο κέντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος, καθώς φαίνεται να συνδέεται με το βάρος και το ποσοστό λίπους αργότερα στη ζωή. Αποτελεί ουσιαστικά το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους προγεννητικούς και μεταγεννητικούς παράγοντες, καθώς είναι αποτέλεσμα της επίδρασης των πρώτων και το υπόστρωμα πάνω στο οποίο δρουν οι δεύτεροι.

Τα ερευνητικά ευρήματα είναι πολλά και αντικρουόμενα όσον αφορά στη σχέση βάρους γέννησης με την παιδική παχυσαρκία. Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να επικρατεί είναι η άποψη ότι το υψηλό βάρος γέννησης συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας στην παιδική αλλά και ενήλικη ζωή. Υπάρχουν βέβαια και μελέτες που δείχνουν ότι η χαμηλή ενδομήτρια ανάπτυξη που οδηγεί σε χαμηλό βάρος γέννησης (<2,5 kg) είναι εκείνη που συσχετίζεται με αυξημένο κεντρικό λίπος στην παιδική ηλικία, ιδίως όταν συνδυάζεται με ταχύ ρυθμό ανάπτυξης μεταγεννητικά.

Ταχύτητα ανάπτυξης βρέφους

Η ανάπτυξη ενός υγιούς παιδιού ξεκινά στη μήτρα της μητέρας του και συνεχίζεται μετά τη γέννησή του με ρυθμό που αλλάζει σε κάθε περίοδο της ζωής του, επηρεαζόμενος μεταξύ άλλων παραγόντων και από το βαθμό της ενδομήτριας ανάπτυξης που έχει προηγηθεί. Έτσι, η ταχύτητα ανάπτυξης ενός παιδιού μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε φυσιολογική, καθυστερημένη ή γρήγορη. Η τελευταία συνήθως παρατηρείται σε περίπτωση που έχει προηγηθεί μία περίοδος περιορισμένης ανάπτυξης και ορίζεται από τη βιβλιογραφία και ως catch-up growth, (ταχύτητα ανάπτυξης κάποιας ανθρωπομετρικής παραμέτρου του παιδιού μεγαλύτερης από τη μέση για την ηλικία και το φύλο του για ένα δεδομένο χρονικό διάστημα). Τα περισσότερα παιδιά που γεννιούνται μικρόσωμα βιώνουν ένα τέτοιο είδος ανάπτυξης. Η διαδικασία του catch-up growth έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας στην παιδική-προεφηβική αλλά και στην ενήλικη ζωή. Πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση συσχέτισε τον αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης από τη γέννηση με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση υπέρβαρου ή παχυσαρκίας σε ηλικία 3-70 ετών. Αν και ο γρήγορος ρυθμός ανάπτυξης βιβλιογραφικά έχει συνδεθεί με τα μικρόσωμα για την ηλικία γέννησης παιδιά υπάρχουν και αναφορές ότι ο γρήγορος ρυθμός ανάπτυξης ακόμη και σε παιδιά που γεννήθηκαν με φυσιολογικό βάρος σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης υπέρβαρου/παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία.

Μητρικός Θηλασμός

Μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον υπάρχει γύρω από τη συσχέτιση του μητρικού θηλασμού με την εμφάνιση παχυσαρκίας αργότερα στη ζωή του νεογνού. Στις περισσότερες έρευνες, με λίγες εξαιρέσεις, διαφαίνεται ο προστατευτικός ρόλος του θηλασμού έναντι άλλων τρόπων σίτισης. Έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις προκειμένου να εξηγήσουν πως ο θηλασμός μπορεί να προστατεύει ενάντια στην παχυσαρκία στη μετέπειτα ζωή. Μία υπόθεση υποστηρίζει ότι, σε σύγκριση με τη σίτιση από μπουκάλι, ο θηλασμός επιτρέπει στο βρέφος να αντιδρά στα ερεθίσματα της πείνας και του κορεσμού και έτσι να ασκεί καλύτερο έλεγχο στην έναρξη και στον τερματισμό του θηλασμού. Το να επιτρέπει λοιπόν ο θηλασμός αυτήν την αυτορύθμιση στην πρόσληψη τροφής σε μια κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη του εγκεφάλου μπορεί να είναι σημαντικό για την εγκαθίδρυση μακροχρόνιων προτύπων ρύθμισης της όρεξης που θα μπορούσαν να προστατέψουν ενάντια στην ανάπτυξη παχυσαρκίας.

Άλλος πιθανός μηχανισμός που μπορεί να ερμηνεύσει την προστατευτική συσχέτιση μεταξύ θηλασμού και παιδικής παχυσαρκίας είναι οι χαμηλότερες συγκεντρώσεις ινσουλίνης που δημιουργεί το μητρικό γάλα σε σχέση με τα υποκατάστατα. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι τα παιδιά που τρέφονται με υποκατάστατα εμφανίζουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ινσουλίνης πλάσματος που μπορεί να ενισχύσουν την αποθήκευση λίπους αλλά και την πρόωρη ανάπτυξη των λιποκυττάρων. Επιπλέον, τόσο η πρωτεΐνη όσο και η ενεργειακή πρόσληψη είναι χαμηλότερη στα παιδιά που θηλάζουν σε αντίθεση με τα βρέφη που τρέφονται με υποκατάστατα γάλακτος. Μελέτες έχουν παρατηρήσει ότι η υψηλότερη πρωτεϊνική πρόσληψη νωρίς στην ζωή μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο για ανάπτυξη παχυσαρκίας αργότερα. Ο προστατευτικός ρόλος του θηλασμού, ιδίως του αποκλειστικού είναι σημαντικός και πρέπει να αποτελεί στόχο της δημόσιας υγείας.

Διαβήτης Κύησης

Ο διαβήτης κύησης ορίζεται ως η διαταραχή στο μεταβολισμό των υδατανθράκων που ξεκινά ή διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα νεογνά μητέρων με διαβήτη έχουν βρεθεί να παρουσιάζουν μέχρι και 10 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να γίνουν παχύσαρκα κατά την παιδική/εφηβική ηλικία, αλλά και να αναπτύξουν διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη ως έφηβοι. Ο μηχανισμός που κρύβεται πίσω από τη σύνδεση του διαβήτη κύησης και της παχυσαρκίας εντοπίζεται στην ινσουλίνη και τη λεπτίνη που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταβολική και νευρική ανάπτυξη του εμβρύου. Έτσι λοιπόν ένα υπερινσουλιναιμικό και υπεργλυκαιμικό ενδομήτριο περιβάλλον θα μπορούσε να προκαλέσει υπεργλυκαιμία με επακόλουθη αύξηση ινσουλίνης και στο έμβρυο, εξηγώντας το αυξημένο βάρος γέννησης στα έμβρυα γυναικών με διαβήτη κυήσεως.

Καπνιστικές Συνήθειες Μητέρας κατά την εγκυμοσύνη

Μελέτες δείχνουν ότι ο επιπολασμός του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες είναι υψηλότερος στα άτομα των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν κατά την εγκυμοσύνη. Μια από τις πιθανές εξηγήσεις της σχέσης αυτής του καπνίσματος με την παχυσαρκία είναι η δράση της νικοτίνης. Η νικοτίνη δρα ως κατασταλτικό της όρεξης και έτσι ένα παιδί που έχει εκτεθεί σε νικοτίνη ως έμβρυο μπορεί να απαιτεί περισσότερο τάισμα όταν πλέον δεν εκτίθεται στη νικοτίνη μεταγεννητικά. Επίσης, τα παιδιά των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν νωρίς ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να γεννηθούν με χαμηλό βάρος. Το χαμηλό βάρος γέννησης συνδέεται συχνά με ταχύ ρυθμό ανάπτυξης στα πρώτα στάδια ζωής. Τα παιδιά με γρήγορη ανάπτυξη συχνά παρουσιάζουν μεγαλύτερο Δείκτη Μάζας Σώματος, πάχος δερματοπτυχών και περιφέρεια μέσης στην ηλικία των 5 ετών. Τέλος, οι διαιτητικές συνήθειες των καπνιστριών συνήθως είναι λιγότερο ισορροπημένες από τις αντίστοιχες των μη καπνιστριών και κατ ’επέκταση είναι πιθανό να διαφέρουν και οι δίαιτες των παιδιών τους.

Συμπερασματικά

Καθημερινά, τα επιστημονικά ευρήματα συνδέουν ολοένα και περισσότερο την εμφάνιση της παχυσαρκίας με τα πρώτα στάδια ζωής. Όλοι οι ερευνητές και οι κλινικοί συμφωνούν ότι η πρόληψη αποτελεί την στρατηγική ‘κλειδί’ για τον έλεγχο της σύγχρονης αυτής επιδημίας. Έτσι λοιπόν, πρέπει να αναπτυχθούν κατάλληλες στρατηγικές τόσο για τον γενικό πληθυσμό όσο και για τις υποομάδες υψηλού κινδύνου, που θα στοχεύουν στην έγκαιρη πρόληψη του προβλήματος της παχυσαρκίας από τα πρώιμα στάδια της ζωής και στην εφαρμογή αποτελεσματικότερων παρεμβάσεων πρόληψης ακόμη και από τη βρεφική ηλικία.

Πηγή: Περιοδικό Ευεξία και Διατροφή, τεύχος 53, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2012, σελ. 18

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστασία Βανδώρου
Αναστασία Βανδώρου Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, ΜSc