Οι Ευρωπαίοι εκτίθενται συνεχώς σε πλήθος μηνυμάτων σχετικά με τα τρόφιμα. Παρακάτω, θα εξετάσουμε τις πηγές πληροφόρησης που χρησιμοποιούν, καθώς επίσης και κατά πόσο ενημερωμένοι είναι σχετικά με την υγιεινή διατροφή.
Πού βρίσκουν οι Eυρωπαίοι καταναλωτές πληροφορίες;
Πανευρωπαϊκές έρευνες διεξήχθησαν και αξιολόγησαν τις κύριες πηγές πληροφόρησης, καθώς επίσης εκτίμησαν αν οι πηγές αυτές διαφέρουν μεταξύ μιας μεσογειακής χώρας και άλλων ευρωπαϊκών πληθυσμών. Βρέθηκε, ότι οι πηγές πληροφοριών για τα τρόφιμα και την υγεία ήταν συχνά οι ίδιες σε όλα τα κράτη-μέλη.
Αυτές ήταν: τηλεόραση/ραδιόφωνο, περιοδικά, εφημερίδες, επαγγελματίες υγείας, συσκευασίες τροφίμων, συγγενείς και φίλοι (βλέπε Σχήμα 1).
Η πιο δημοφιλής πηγή διέφερε μεταξύ των χωρών. Για παράδειγμα, οι επαγγελματίες υγείας ήταν η πιο συχνή απάντηση στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την Πορτογαλία, ενώ η τηλεόραση και το ραδιόφωνο ήταν η συχνότερη απάντηση στις υπόλοιπες χώρες (εκτός από τους Ιταλούς και τους Ισπανούς που κατέταξαν στην ίδια θέση τους επαγγελματίες υγείας και τα ηλεκτρονικά μέσα).
Σημαντικό είναι και το εύρημα της Πανελλήνιας Ποσοτικής Έρευνας Διατροφικών Συνηθειών, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών MRB HELLAS S.A. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι δύο κύριες πηγές ενημέρωσης των Ελλήνων για θέματα διατροφής είναι τα ΜΜΕ (ραδιόφωνο, τηλεόραση, ενημερωτικές εκπομπές) και τα διάφορα έντυπα σχετικά με τη διατροφή. Εντυπωσιακά μικρό είναι το ποσοστό των ατόμων που ενημερώνονται από την έγκυρη πηγή των ειδικών επιστημόνων (12,5%).
Ως προς τη χρήση των συσκευασιών τροφίμων ως μέσου πληροφόρησης, υπήρξε μεγάλη διακύμανση μεταξύ των κρατών-μελών. Μόλις ένας στους δέκα Έλληνες και Ιρλανδούς χρησιμοποιεί τη συσκευασία των τροφίμων, έναντι 1 στους 3 Βέλγους και Ελβετούς.
Γενικά, τα κυβερνητικά όργανα αναφέρθηκαν σπάνια ως πηγή πληροφοριών για τα τρόφιμα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή τα επικοινωνιακά μέσα της κυβέρνησης, όπως π.χ. τα φυλλάδια που διανέμονται στις κλινικές, είναι λιγότερο αποτελεσματικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Πόσο ενημερωμένοι είναι όμως οι Ευρωπαίοι καταναλωτές σε θέματα διατροφής;
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Aarhus στη Δανία και τον EUFIC (European Food Information Council), σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολωνία και την Ουγγαρία) βρήκαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε το υψηλότερο επίπεδο γνώσεων για θέματα διατροφής. Αυτό ήταν αναμενόμενο, λόγω του αριθμού των ενημερωτικών εκστρατειών για διατροφικά θέματα που έχουν πραγματοποιηθεί στην Αγγλία. Μία εξαίρεση υπήρχε στη γνώση σχετικά με την περιεκτικότητα σε σάκχαρα των τροφών, η οποία ήταν υψηλότερη στη Γερμανία, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Το 97% γνώριζε ότι οι ειδικοί σε θέματα υγείας συστήνουν την κατανάλωση πολλών φρούτων και λαχανικών, αλλά μόνο το 15% πίστευε ότι μια μεγάλη ποσότητα αμυλούχων τροφών (π.χ. ψωμί, ζυμαρικά, ρύζι, πατάτες) πρέπει να καταναλώνεται. Οι περισσότεροι καταναλωτές γνώριζαν ότι τα τρόφιμα και τα ποτά που είναι πλούσια σε λίπος, ζάχαρη και αλάτι, πρέπει να καταναλώνονται λιγότερο συχνά, αλλά πολλοί πίστευαν ότι όλα αυτά μαζί θα πρέπει να αποφεύγονται.
Οι ερωτηθέντες στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν περισσότερες γνώσεις σχετικά με το περιεχόμενο των θερμίδων σε επιλεγμένα τρόφιμα και ποτά. Όταν τους ρώτησαν πόσες θερμίδες υπήρχαν σε μία μερίδα, απάντησαν σωστά στο 50% των ερωτήσεων, ενώ σε άλλες χώρες οι σωστές απαντήσεις κυμάνθηκαν σε ποσοστό 30-40%. Για τις απαντήσεις που ήταν λάθος, οι ερωτηθέντες φάνηκε σε μεγαλύτερη συχνότητα να υπερεκτιμούν τον αριθμό των θερμίδων συμπεριλαμβανομένων και της μπύρας και του κρασιού. Αντίθετα, οι καταναλωτές εμφάνισαν καλύτερες επιδόσεις όταν ρωτήθηκαν σχετικά με την περιεκτικότητα λίπους, ζάχαρης και αλατιού ορισμένων τροφίμων και ποτών, αν και υπήρχε σύγχυση σχετικά με τους τύπους του λίπους. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ουγγαρία σημείωσαν τα υψηλότερα σκορ και ακολούθησαν η Σουηδία και η Γαλλία, και στη συνέχεια η Πολωνία. Ειδικότερα, η Γαλλία είχε τη χαμηλότερη γνώση σχετικά με τα trans λιπαρά, αλλά στη Σουηδία και στη Γαλλία οι καταναλωτές γνώριζαν ποια τρόφιμα ήταν πλούσια σε αλάτι. Από την άλλη πλευρά, η Ουγγαρία και η Πολωνία είχαν υψηλή γνώση της ζάχαρης. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι οι ειδικοί σε θέματα υγείας συνιστούν να καταναλώνεται λιγότερο αλάτι ή νάτριο, αλλά το 14% δήλωσαν ότι δεν κατανοούν την έννοια του νατρίου.
Παράγοντες που επηρεάζουν την ενημέρωση των καταναλωτών
Η κοινωνική τάξη, η χώρα και η ηλικία, φαίνεται ότι επηρεάζουν άμεσα τη διατροφική γνώση. Η στάση απέναντι στην υγιεινή διατροφή και η χρήση πηγών πληροφόρησης από επαγγελματίες υγείας είχαν μικρή επίδραση στη διατροφική γνώση. Οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα άτομα των υψηλότερων κοινωνικών τάξεων ενδιαφέρονται περισσότερο για την υγιεινή διατροφή. Ο βαθμός στον οποίο οι άνθρωποι αγνοούν τα θέματα διατροφής, ήταν υψηλότερος για τους άνδρες και για τα άτομα των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων. Η πληροφόρηση από τους ειδικούς της διατροφής ήταν συχνότερη στις γυναίκες, στα άτομα υψηλότερων κοινωνικών τάξεων και στα άτομα με υψηλότερο ΔΜΣ (Δείκτη Μάζας Σώματος), και λιγότερο συχνή στους ηλικιωμένους. Η ενημέρωση διέφερε και μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι γυναίκες κοίταζαν για διατροφικές πληροφορίες πιο συχνά από τους άνδρες, ίσως επειδή οι γυναίκες φαίνεται να δίνουν προτεραιότητα στις υγιεινές συνήθειες, από τις οποίες ολόκληρη η οικογένεια μπορεί να ωφεληθεί. Επίσης, πολλές μελέτες έχουν δείξει ένα υψηλότερο ενδιαφέρον για πληροφορίες σχετικά με τη διατροφή μεταξύ των γυναικών και αυτό είναι σύμφωνο με τον μεγάλο αριθμό άρθρων σχετικών με τη διατροφή, που περιλαμβάνονται στα γυναικεία περιοδικά lifestyle. Παρατηρήθηκε ωστόσο, ότι όσο αυξάνεται το επίπεδο εκπαίδευσης, η χρήση των «μέσων μαζικής ενημέρωσης» ως πηγή πληροφόρησης επίσης αυξάνεται. Ίσως τα άτομα με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο είναι περισσότερο κριτικά σε αντικρουόμενα διατροφικά μηνύματα, ενώ οι καταναλωτές με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο δεν καταλαβαίνουν τα διατροφικά μηνύματα τόσο καλά. Οι καταναλωτές πρέπει να μάθουν να διαχωρίζουν τα ορθά διατροφικά μηνύματα από τα λανθασμένα, επειδή μερικές φορές τα μηνύματα των μέσων ενημέρωσης δεν είναι σύμφωνα με την προώθηση της υγείας, δεδομένου ότι τείνουν να συμμορφωθούν με τα συμφέροντα της βιομηχανίας τροφίμων.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το κενό στην πληροφόρηση;
Εκπαιδευτικά προγράμματα διατροφής και περισσότερες διατροφικές εκστρατείες διαπαιδαγώγησης θα πρέπει να εκπονηθούν, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις ανάγκες, τις συμπεριφορές και τα κίνητρα του ακροατηρίου. Με βάση τα αποτελέσματα των μελετών, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι μια καλή ευκαιρία διαβίβασης διατροφικών μηνυμάτων. Οπότε, είναι ζωτικής σημασίας η συνεργασία των επαγγελματιών υγείας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Βέβαια, είναι προφανές, ότι οι πληροφορίες σχετικά με μια υγιεινή διατροφή μπορούν να ληφθούν από τους επαγγελματίες υγείας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά η εκμάθηση τροποποίησης της διατροφικής συμπεριφοράς δεν είναι δυνατή χωρίς αποτελεσματική επικοινωνία. Συνεπώς, τα διατροφικά μηνύματα πρέπει να υπόκεινται σε προσεκτική επεξεργασία, να έχουν απλό περιεχόμενο, να είναι ρεαλιστικά, ουσιαστικά και να έχουν πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητα του ατόμου.