Η ανάγκη και η προσπάθεια για τη διατήρηση του σωματικού βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ποσοστά παχυσαρκίας κατέχουν τις πρώτες θέσεις στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, έστρεψε την επιστημονική κοινότητα στην αναζήτηση μέσων και τρόπων μείωσης του θερμιδικού περιεχομένου στα τρόφιμα.
Η χρήση των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών σε τρόφιμα και ροφήματα ξεκίνησε πριν από αρκετές δεκαετίες, αντικαθιστώντας τη ζάχαρη με γλυκαντικές ύλες μηδενικών ή πολύ λίγων θερμίδων. Και αυτό, διότι η «αδυναμία» προς τις γλυκές γεύσεις, μπορεί να είναι έμφυτη, ωστόσο αρκετές φορές μπορεί να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση θερμίδων και κατ’ επέκταση σε αύξηση του σωματικού βάρους.
Ποιες είναι οι πιο διαδεδομένες γλυκαντικές ύλες;
Οι ευρύτερα διαδεδομένες ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες, γνωστές και σαν ύλες έντονης γλυκύτητας, που χρησιμοποιούνται σήμερα ευρέως από τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών προσφέροντας γλυκιά γεύση με χαμηλό θερμιδικό περιεχόμενο, είναι η ασπαρτάμη, το ακεσουλφαμικό-Κ, η σακχαρίνη, η σουκραλόζη, το κυκλαμικό και οι γλυκοζίτες της στεβιόλης (γλυκαντικό από το φυτό στέβια).
Είναι πλέον γνωστό και σαφές πως Εθνικές και Διεθνείς Αρχές για την ασφάλεια των τροφίμων καθώς και ρυθμιστικές αρχές σε περισσότερες από 100 χώρες, έχουν διεξάγει εκτενείς επιστημονικές έρευνες και αξιολογήσεις και έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εγκεκριμένες γλυκαντικές ύλες είναι απολύτως ασφαλείς για χρήση, όταν καταναλώνονται εντός των αποδεκτών ημερήσιων επιπέδων πρόσληψης όπως έχουν καθιερωθεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA, EFSA, WHO).
Πού χρησιμοποιούνται;
Οι ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες χρησιμοποιούνται σήμερα σε περίπου 6000 προιόντα και σχεδόν πάντα προστίθενται στο τρόφιμο σε συνδυασμό μεταξύ τους, με τη μορφή μίγματος. Με αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιούνται τελικά, μικρότερες ποσότητες απ’την καθεμία και εξασφαλίζεται η απόσταση από το ασφαλές ημερήσιο όριο για την κάθε ύλη ((Acceptable Daily Intake, ADI).
Υπάρχει πιθανότητα υπερκατανάλωσης;
Η πιθανότητα υπερκατανάλωσης ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών έχει ερευνηθεί αρκετά και όλες οι έρευνες σχετικά με τις ποσότητες ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών που καταναλώνονται από όλες τις ηλικιακές ομάδες καθώς και από άτομα που πάσχουν από διαβήτη, έδειξαν πως η Εκτιμώμενη Ημερήσια Πρόσληψη (EDI – Estimated Daily Intake) είναι κατά πολύ μικρότερη του ADI.
Τι σκέφτονται οι καταναλωτές για τις ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες;
Αξίζει να σημειωθεί, πως έρευνα του International Food Information Council στον Αμερικάνικο πληθυσμό το 2012, κατέδειξε πως το 73% των ατόμων που καταναλώνουν ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες, τις χρησιμοποιούν για να μειώσουν τη συνολική θερμιδική τους πρόσληψη.
Όταν στην ίδια έρευνα ζητήθηκε από τους καταναλωτές να επιλέξουν από μια λίστα τους λόγους για τους οποίους κάποιος χρησιμοποιεί τις ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες, το 41% τις χαρακτήρισε ως μια επιλογή για άτομα που πασχουν από διαβήτη, το 41% τις χαρακτήρισε ως έναν τρόπο μείωσης των προσλαμβανόμενων θερμίδων, το 40% ως έναν τρόπο μείωσης του σωματικού βάρους, το 30% ως μέρος μια υγιεινής διατροφής και το 31% δήλωσε πως δεν γνωρίζει αρκετά γι’αυτές τις ουσίες και δεν απαντά.
Αν και παρατηρείται μια τάση των καταναλωτών να μειώσουν τα προστιθέμενα σάκχαρα, και τελικά τις προσλαμβανόμενες θερμίδες, φαίνεται, πως ορισμένοι καταναλωτές διατηρούν ακόμα αμφιβολίες σχετικά με τις ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες και κυρίως την ασφάλειά τους, παρά τις διαβεβαιώσεις των αρμόδιων επιστημονικών φορέων.
Σε έρευνα (Mintel) που διεξήχθη σε αντιπροσωπευτικό δείγμα Αμερικανών, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (81%) συμφώνησε με τη δήλωση “τα τρόφιμα «χωρίς ζάχαρη» δεν έχουν την ίδια γεύση με εκείνα που περιέχουν κανονικά ζάχαρη”, ενώ, το 64% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι ανησυχούν για την ασφάλεια των "ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών".
Ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά στο παρελθόν και σήμερα
Το 2003 – 2004, το 15% του πληθυσμού των ΗΠΑ κατανάλωνε ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά, σε σύγκριση με το 3% του 1965.
Το ποσοστό του πληθυσμού που επιλέγει ποτά “χωρίς ζάχαρη” παρέμεινε σχετικά σταθερό μεταξύ του 1989 - 2004 (10,1% και 10,8%, αντίστοιχα), ενώ το ποσοστό κατανάλωσης ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών σε τρόφιμα αυξήθηκε από 3,2% σε 5,8% στην ίδια χρονική περίοδο. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η αύξηση των προϊόντων αυτών, δεν συνοδεύτηκε από μείωση της κατανάλωσης τροφίμων με ζάχαρη.
Παρά το γεγονός ότι, έχει αποδειχθεί πως η χρήση τους μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας μέσω της μείωσης της ημερήσιας ενεργειακής πρόαληψης με κύριο γνώμονα την αντικατάσταση, βλέπουμε τελικά, πως συχνά που «εξοικονομούνται» με τη χρήση των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών, μπορεί να «αναπληρώνονται» με την αύξηση της κατανάλωσης άλλων τροφίμων ή ροφημάτων στο ημερήσιο διαιτολόγιο, με συνέπεια το βάρος, τελικά, να μη μειώνεται.
Σημειωτέον, καμία συσχέτιση δεν έχει επιβεβαιωθεί ανάμεσα στην κατανάλωση ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών και την αύξηση της όρεξης.
Τι δείχνουν οι μελέτες;
Η δημοσίευση του American Journal of Clinical Nutrition, τον Φεβρουάριο του 2012, της μελέτης (CHOICE – Choose Healthy Options Consciously Everyday) η οποία, εξέτασε την αντικατάσταση θερμιδογόνων ποτών από νερό ή ποτών με την προσθήκη ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών σε ενήλικες ως μέθοδο απώλειας βάρους, ήταν σαφής. Η αντικατάσταση θερμιδογόνων ποτών, με ποτά χωρίς θερμίδες ως μέθοδος απώλειας βάρους, έχει σαν αποτέλεσμα απώλειες βάρους κατά μέσο όρο 2-2,5%.
Ακόμη και σε επίπεδο πληθυσμού, η αντικατάσταση των θερμιδογόνων ποτών με ολιγοθερμιδικές εναλλακτικές επιλογές θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό μήνυμα για την δημόσια υγεία. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη περιοριστική σύσταση πλην όμως εφικτή, την αντικατάσταση. Μήνυμα απλό και άμεσο, το οποίο, με βάση τις προτιμήσεις των καταναλωτών και την ικανότητά τους να το τηρήσουν, φαίνεται να επιβεβαιώνεται σε αυτό το στάδιο της έρευνας.