Η παχυσαρκία και το αυξημένο σωματικό βάρος είναι μία σοβαρή χρόνια ασθένεια, η οποία σχετίζεται με μειωμένο προσδόκιμο ζωής, με τον σακχαρώδη διαβήτη και την ινσουλινοαντίσταση, με καρδιαγγειακά νοσήματα, και ορισμένες μορφές καρκίνου. Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, παρά τις αυξημένες ελπιδοφόρες προσπάθειες για διάφορα προγράμματα απώλειας βάρους. Υπάρχει συμφωνία μεταξύ ειδικών όμως πως η θεραπευτική προσέγγιση για τα παχύσαρκα και υπέρβαρα άτομα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει εξατομικευμένες οδηγίες και στρατηγικές για αλλαγή του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς του ατόμου. Υπάρχουν δεδομένα πως όσο μεγαλύτερη είναι η αρχική απώλεια βάρους, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία και η προσκόλληση στο πρόγραμμα απώλειας βάρους.
Μια από τις μεθόδους για γρήγορη απώλεια βάρους, ειδικά στην αρχή της παρέμβασης, που έχει μελετηθεί τελευταία είναι και τα υποκατάστατα γεύματος (meal replacements). Πόσο αποτελεσματικά είναι όμως τελικά;
Τι είναι τα υποκατάστατα γεύματος;
Τα υποκατάστατα γεύματος είναι γεύματα τα οποία διατροφικά είναι ισορροπημένα, περιέχουν δηλαδή όλα τα μακροθρεπτικά συστατικά (λιπαρά, υδατάνθρακες, πρωτείνες), καθώς και βιταμίνες, ενώ ταυτόχρονα το μέγεθος της μερίδας τους είναι ελεγχόμενο (αναφορικά με την ποσότητα, αλλά και τις θερμίδες που εμπεριέχεται σε αυτό). Υπάρχουν διάφορες φόρμουλες στο εμπόριο και σε διαφορετικές μορφές, όπως σε σκόνη, σε ροφήματα, σε μπάρες και σούπες. Συνήθως, είναι σχεδιασμένα για να καλύπτουν ένα ή δύο από τα καθημερινά γεύματα.
Σε ποιους απευθύνονται;
Τα υποκατάστατα γεύματος απευθύνονται σε όλους, αλλά πάντα με τη σύμφωνη γνώμη ειδικών (ιατρών, διαιτολόγων). Τα υποκατάστατα γεύματος είναι εύκολη επιλογή/λύση για άτομα που ακολουθούν κάποιο πρόγραμμα απώλειας βάρους και έχουν για παράδειγμα επιβαρυμένο ημερήσιο πρόγραμμα ή το είδος της δουλειάς τους δεν επιτρέπει την κατανάλωση φαγητού. Ένα από τα πλεονεκτήματα που παρέχει αυτός ο τρόπος οργάνωσης των γευμάτων είναι ότι η ποσότητα και η ενέργεια που παρέχουν (θερμίδες) είναι προκαθορισμένα και άρα είναι δύσκολο να καταναλωθεί ποσότητα μεγαλύτερη πλην αυτής που αναγράφετε στο σκεύασμα.
Βέβαια, επικρατεί και η άποψη πως αν δεν καταναλώσω το συμβατικό φαγητό δεν θα χορτάσω και άρα θα είμαι πιο επιρρεπής σε τσιμπολογήματα μέσα στην ημέρα. Η επιλογή επομένως, έχει να κάνει με τις προτιμήσεις του κάθε ατόμου, τα κίνητρα, τους στόχους του και τον βαθμό ευχαρίστησης.
Πρόσφατη μελέτη (Koohkan et. Al. 2014) σε παχύσαρκες γυναίκες μέσης ηλικίας έδειξε πως η χορήγηση υποκατάστατος γεύματος οδήγησε σε απώλεια βάρους κατά μέσω όρο 7 κιλών σε διάστημα 12 μηνών, μείωση του σωματικού λίπους, καθώς και του δείκτη μάζας σώματος, ενώ συνολική βελτίωση παρουσιάστηκε σε διάφορους δείκτες υγείας.
Ενώ όμως διάφορες μελέτες έχουν δείξει πως τα γεύματα αυτά συμβάλλουν στη μείωση του σωματικού βάρους με πολύ αξιόλογα αποτελέσματα, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο το άτομο μαθαίνει να τρέφεται σωστά και να επιλέγει τις κατάλληλες τροφές για το σώμα του (δηλαδή αν υπάρχει συμπεριφοριστική αλλαγή) και για πόσο καιρό θα ακολουθεί αυτόν τον τρόπο σίτισης. Ενώ δηλαδή τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα είναι ξεκάθαρα, τα μακρυπρόσθεσμα αποτελέσματα αναφορικά με τη διατήρηση της απώλειας του σωματικού βάρους ακόμη δεν έχουν ξεκαθαριστεί.