Οι περισσότερες μελέτες που αφορούν στην καφεΐνη και την υγεία βασίζονται στον καφέ και λιγότερο το τσάι, γεγονός που συχνά δυσχεραίνει τη διάκριση της επίδρασης μεμονωμένα της καφεΐνης. Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ιατρική Εταιρεία, η μέτρια πρόσληψη καφεΐνης (που οι περισσότεροι αρμόδιοι φορείς προσδιορίζουν εκείνη των 300 mg), δεν προκαλεί ανησυχία σχετικά με την υγεία, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλες συνήθειες του τρόπου ζωής (διατροφή, κατανάλωση οινοπνεύματος, κάπνισμα και άσκηση) είναι υγιεινές.
Η καφεΐνη χρησιμοποιείται και καταναλώνεται ευρέως, όπως σε πολλά φάρμακα που αγοράζονται χωρίς συνταγή, ως προσθετικό σε τρόφιμα, ροφήματα, ποτά και αναψυκτικά. Η μέση περιεκτικότητα σε καφεΐνη σε ροφήματα και σοκολάτα:
- καφές ( 85 mg καφεΐνης/ φλιτζάνι 190 ml),
- καφές στιγμιαίος( 75 mg καφείνης/ φλιτζάνι 190 ml),
- τσάι ( 50 mg καφεΐνης/ φλιτζάνι 190 ml),
- μαύρη σοκολάτα ( 5.5-35.5 mg/ κομμάτι 50 γρ),
- ρόφημα κακάο( 16 mg/ φλιτζάνι 250 ml),
- αναψυκτικά τύπου κόλα (30 mg/ φλιτζάνι 250 ml),
- ενεργειακά ποτά με πρόσθετη καφεΐνη η γκουαράν( 28-87 mg/ποτήρι 250 ml).
Τα τελευταία χρόνια η επιστήμη φέρνει νέα στοιχεία γύρω από τη δράση της καφεΐνης στον άνθρωπο. Έτσι υπάρχουν πρόσφατες πληροφορίες για τη σχέση της καφεΐνης και ενυδάτωση του οργανισμού, για το πόσο επηρεάζει το λιπιδαιμικό προφίλ του ατόμου, για την προστατευτική δράση ενάντια της νόσου Alzheimer και διάφορες μορφές καρκίνου.
Πολύς λόγος έχει γίνει εδώ και χρόνια σχετικά με την κατανάλωση της καφεΐνης και την ενυδάτωση. Τελικά, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ιατρικής της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Η.Π.Α.(2004) «τα καφεϊνούχα υγρά και αναψυκτικά μπορούν να συνεισφέρουν στην καθημερινή ενυδάτωση του οργανισμού με τον ίδιο τρόπο που συμβάλλουν τα ροφήματα που δεν περιέχουν καφεΐνη».
Παλαιότερα, η κατανάλωση της καφεΐνης είχε συσχετιστεί με την αύξηση των επιπέδων της ολικής και LDL-χοληστερόλης, ιδιότητα όμως που φαίνεται να μην ισχύει (μάλλον οφείλεται στα διτερπένια, που περιέχονται σε κάποιες ποικιλίες κόκκων καφέ και που αφαιρούνται με το φιλτράρισμα).
Μύθος επίσης αποτελεί το γεγονός ότι η καφεΐνη αυξάνει την αρτηριακή πίεση υγιών ατόμων. Εξαίρεση φαίνεται να αποτελούν όσοι δεν είναι συνηθισμένοι στην καφεΐνη και όσοι καταναλώνουν υψηλές ποσότητες.
Εξετάζοντας την συσχέτιση της καφεΐνης με διάφορες μορφές καρκίνου, σύμφωνα, με τις τελευταίες διατροφικές οδηγίες της Αμερικανικής Κοινότητας για τον Καρκίνο «τα περισσότερα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι η συχνή κατανάλωση καφέ ή/και τσαγιού δεν έχει καμία σημαντική σχέση με τον κίνδυνο καρκίνου σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος», γεγονός με το οποίο συμφώνησε η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των Η.Π.Α.
Από την άλλη, υπάρχουν δεδομένα ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να είναι προστατευτική ενάντια στην ανάπτυξη της νόσου Alzheimer αλλά και ορισμένων μορφών καρκίνου, όπως του παχέος εντέρου και του ήπατος, αλλά χρειάζονται περεταίρω μελέτες πριν διατυπωθούν σχετικά συμπεράσματα.
Η καφεΐνη έχει επίσης κατηγορηθεί ότι προκαλεί εθισμό. Ο λόγος γι’ αυτή την επίθεση είναι ότι, ενδεχομένως, αν τη διακόψουμε απότομα, μπορεί να παρουσιαστούν συμπτώματα που παραπέμπουν στη «στέρηση», όπως πονοκεφάλους, κόπωση ή υπνηλία, που όμως δεν διαρκούν συνήθως περισσότερο από ένα 24ωρο, ιδίως αν η διακοπή της γίνει σταδιακά. Αυτό, βέβαια, δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην περιγραφή του εθισμού! Αντίθετα, θα λέγαμε ότι η κατανάλωση καφεΐνης – είτε μέσω του καφέ (60-120mg ανά φλιτζάνι) είτε, ακόμη περισσότερο, μέσω των αναψυκτικών (μόλις 20-40mg ανά μερίδα) - είναι απλώς μία αγαπημένη, και όχι... εθιστική, συνήθεια!
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τα μέχρι τώρα δεδομένα και τις συστάσεις των αρμόδιων φορέων, φαίνεται ότι η κατανάλωση των αγαπημένων πηγών καφεΐνης μπορεί να γίνεται άφοβα, πάντοτε με μέτρο και ιδανικά στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής.