Αναφέρεται σε μια ομάδα οξέων, το χολικό, το χηνοδεοξυλχολικό και το δεοξυχολικο οξύ, που σχηματίζονται στο ήπαρ από χοληστερόλη και φωσφολιπίδια. Η ένωση των χολικών οξέων με αμινοξέα όπως είναι η ταυρίνη και η γλυκίνη οδηγεί στη δημιουργία χολικών αλάτων.
Πού και πώς παράγονται τα χολικά οξέα;
Τα χολικά οξέα αποθηκεύονται στη χοληδόχο κύστη στο έκκριμα της χολής και διοχετεύονται στο έντερο μέσω των χοληφόρου πόρου, συγκεκριμένα στο δωδεκαδάκτυλο, μετά τη λήψη ενός γεύματος που περιέχει λίπος.
Η δεξαμενή του σώματος σε χολικά οξέα είναι περίπου 3γρ και ανάλογα τη σύσταση της διατροφής σε λίπος, εκκρίνονται μεγαλύτερες ποσότητες. Μετά τη έκκριση τους στο έντερο, το μεγαλύτερο ποσοστό (~90-95%) χολικών οξέων επαναρροφάται στο τελευταίο μέρος του εντέρου, στον ειλεό, και μόλις 0.8 γρ. χάνονται μέσω των κοπράνων. Η μεταφορά των χολικών οξέων πίσω στο ήπαρ γίνεται μέσω της πυλαίας φλέβας. Με αυτόν τον τρόπο, τα επίπεδα χολικών οξέων παραμένουν σταθερά στο αίμα.
Η ανακύκλωση των χολικών οξέων αποτελεί μια πολύ σημαντική διαδικασία της πέψης και ονομάζεται εντεροηπατικός κύκλος. Η διακοπή αυτού το κύκλου, είτε λόγω απόφραξης των χοληφόρων πόρων ή βλάβης των κυττάρων του ήπατος που απορροφούν τα χολικά οξέα από την πυλαία φλέβα οδηγεί σε διάφορα προβλήματα υγείας.
Ποιος ο ρόλος των χολικών οξέων;
Η κύρια δράση τους είναι η πέψη και απορρόφηση του λίπους της τροφής και των λιποδιαλυτών βιταμινών. Οι λιποδιαλυτές ουσίες δεν απορροφώνται αυτούσιες από το έντερο αλλά απαιτείται η γαλακτωματοποίησή τους πρώτα, ώστε να αφομοιωθούν. Αυτόν το ρόλο τον παίζουν τα χολικά οξέα τα οποία δημιουργούν τα λεγόμενα μικκύλια, μετά από την ένωσή τους με λιπαρά μόρια.
Διαταραχή των επιπέδων χολικών οξέων
Αυξημένα επίπεδα χολικών οξέων στο αίμα λόγω μειωμένης ηπατικής κάθαρσής του από το αίμα αποτελεί δείκτη ηπατικής νόσου. Άτομα που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα στο αίμα είναι ασθενείς με κίρρωση, χολόσταση, χολόσταση κύησης, ηπατίτιδα, χολαγγειίτιδα κ.ά.
Η μειωμένη έκκριση χολικών αλάτων μπορεί να οφείλεται σε μειωμένη επαναρρόφηση χολικών οξέων λόγω αφαίρεσης του ειλεού του εντέρου ή ακόμη και ταχεία απώλεια βάρους και μπορεί να οδηγήσει σε μια παθολογική κατάσταση που ονομάζεται χολολιθίαση.
Επιπλέον έχουν συνδεθεί με δυσλιπιδαιμίες, καθώς συμμετέχουν στο μεταβολισμό των λιπιδίων, ενώ τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για τη συμμετοχή τους στο μεταβολισμό της γλυκόζης στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.