Τι ειναι η LDL(λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας) χοληστερόλη(LDL-C);
H LDL είναι μια λιποπρωτείνη η οποία μεταφέρει τη χοληστερόλη, μέσω του αίματος, απ’το ήπαρ στούς ιστούς του σώματος μας. Συχνά η LDL-C αναφέρεται και σαν ‘’κακή’'χοληστερίνη. Η χοληστερίνη είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του οργανισμού(είναι βασικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών, δομικό συστατικό αρκετών ορμονών, χρησιμεύει στην παραγωγή της βιταμίνης D και των χολικών οξέων) και μόνο τα υψηλά επίπεδα LDL-C δημιουργούν πρόβλημα.
Η αύξηση της LDL-C είναι συνήθως αποτέλεσμα γενετικής προδιάθεσης και κακής διατροφής. Σπανιότερα άλλες παθήσεις(π.χ. υποθυρεοειδισμός) ή φάρμακα που χορηγούνται για τη θεραπεία άλλων παθήσεων(π.χ. κορτικοειδή) μπορεί να προκαλέσουν αύξηση της ‘’κακής’’ χοληστερίνης.
Τι προκαλούν τα υψηλά επίπεδα της LDL-C;
Πολλές επιδημιολογικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ των επιπέδων της LDL-C και του κινδύνου αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου(με απλά λόγια οι αυξημένες τιμές της LDL-C αυξάνουν τον κίνδυνο να υποστεί κάποιος έμφραγμα μυοκαρδίου ή/και εγκεφαλικό επεισόδιο ενώ αντίθετα οι χαμηλές τιμές της κακής χοληστερίνης τον ελαττώνουν). Αυτό γίνεται γιατι η LDL-C συσσωρεύεται στα τοιχώματα των αγγείων προκαλώντας στένωση και τελικά απόφραξη των αρτηριών.
Eπιπλέον, άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η μακροχρόνια έκθεση σε χαμηλά επίπεδα LDL-C σχετίζεται με πολύ χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων σε σύγκριση με τη μικρής διάρκειας έκθεση σε χαμηλή LDL-C . Επομένως, όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα έχουμε χαμηλά επίπεδα LDL-C τόσο μικρότερος ειναι ο κίνδυνος να υποστούμε καρδιαγγειακό επεισόδιο.
Πως μετρούμε την LDL-C;
Η LDL-C στο πλάσμα μπορεί να μετρηθεί άμεσα χρησιμοποιώντας ενζυματικές τεχνικές ή προπαρασκευαστική υπερφυγοκέντρηση, αλλά στην κλινική ιατρική υπολογίζεται συχνότερα χρησιμοποιώντας τον τύπο Friedewald:
LDL-C = TC - HDL-C - (TG / 5) σε mg / dL,
TC=ολική χοληστερόλη
HDL-C = λιποπρωτείνη υψηλής πυκνότητας (’’καλή’’ χοληστερίνη)
TR=τριγλυκερίδια.
Σε υψηλές τιμές TG (> 400 mg / dL) ο τύπος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί .
Οι μετρήσεις πρέπει να γίνονται μετά απο νηστεία ή όχι;
Παραδοσιακά, η δειγματοληψία αίματος για αναλύσεις λιπιδίων συνιστάται σε κατάσταση νηστείας. Πρόσφατες συστηματικές μελέτες που συγκρίνουν δείγματα νηστείας και μη νηστείας έχουν δείξει ότι η διαφορά είναι μικρή για τις περισσότερες μετρήσεις λιπιδίων. Η δειγματοληψία χωρίς νηστεία έχει χρησιμοποιηθεί σε μεγάλες μελέτες και στις περισσότερες απ’αυτές τα δείγματα χωρίς νηστεία εμφανίζουν υψηλότερο επίπεδο TG ∼27 mg/dL. Για τα περισσότερα άτομα, αυτή η αύξηση δεν έχει κλινική σημασία. Παρόλα αυτά επειδή συχνά μαζί με τα λιπίδια κάνουμε και άλλες μετρήσεις(π.χ. εξέταση για σάκχαρο) καλό είναι να τηρούμε νηστεία 9 εώς 12 ωρών.
Ποιές ειναι οι ‘’φυσιολογικές’’ τιμές της LDL-C;
Πρέπει να γνωρίζουμε όλοι ότι η επιθυμητή τιμή της LDL-C είναι εξατομικευμένη. Δηλαδή ανάλογα με συνολικό κίνδυνο που έχει ο κάθε άνθρωπος υπάρχει διαφορετική τιμή. Ο εξαρτάται απ’το φύλο, την ηλικία και τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο(κάπνισμα, αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία, κληρονομικό ιστορικό στεφανιαίας νόσου).
Πολύ υψηλός κίνδυνος (συνήθως πολλαπλοί παράγοντες κινδύνου ή/και εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσος), στόχος: μείωση ≥50% της LDL-C από την αρχική τιμή και LDL-C <55 mg/dL. Αυτό συνήθως απαιτεί φαρμακευτική αγωγή (στατίνες συχνά σε συνδυασμό με εζετιμίμπη) μαζί με σημαντικές αλλαγές στο τρόπο ζωής(διακοπή καπνίσματος, συστηματική άσκηση, υγειϊνή διατροφή).
Υψηλός κίνδυνος (συχνά αρκεί να είναι πολύ επηρεασμένος ακόμα και ένας παράγοντας κινδύνου), στόχος: μείωση ≥50% της LDL-C από την αρχική τιμή και LDL-C <70 mg/dL.
Μέτριος κίνδυνος, στόχος: LDL-C <100 mg/dL
Χαμηλός κίνδυνος, στόχος: <116 mg/dL.
Με ποιό τρόπο μπορούμε να πετύχουμε τους παραπάνω στόχους;
Διατροφή
Σταθερά στοιχεία από επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η υψηλότερη κατανάλωση φρούτων, μη αμυλούχων λαχανικών, ξηρών καρπών, οσπρίων, ψαριών, φυτικών ελαίων, γιαουρτιού με χαμηλά λιπαρά , προιόντων ολικής αλέσεως μαζί με χαμηλότερη πρόσληψη κόκκινων και επεξεργασμένων κρεάτων, σχετίζεται με χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβάντων. Επιπλέον η αντικατάσταση των ζωικών λιπών, συμπεριλαμβανομένου του γαλακτοκομικού λίπους, με φυτικές πηγές λιπών και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων μπορεί να μειώσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Οι διατροφικές συνήθειες που έχουν αξιολογηθεί εκτενέστερα είναι οι διατροφικές προσεγγίσεις για τον έλεγχο της αρτηριακής υπέρτασης (DASH) και η μεσογειακή διατροφή. Και οι δύο έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στη μείωση των παραγόντων κινδύνου και στην πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου. Η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ της μεσογειακής διαστροφής και της δίαιτας DASH είναι η έμφαση της πρώτης στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Η μεσογειακή δίαιτα έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματική στη μείωση των καρδιαγγειακών συμβάντων. Συγκεκριμένα, η μελέτη PREDIMED έδειξε ότι οι συμμετέχοντες που εφάρμοσαν μεσογειακή δίαιτα, συμπληρωμένη με έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ή ξηρούς καρπούς, είχαν σημαντικά χαμηλότερη(περίπου 30%) συχνότητα εμφάνισης σημαντικών συμβάντων σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν δίαιτα χαμηλών λιπαρών.
Διακοπή κάπνισματος: απαγορεύεται η έκθεση στον καπνό σε οποιαδήποτε μορφή.
Φυσική δραστηριότητα: 3,5-7 ώρες μέτρια ή έντονη σωματική δραστηριότητα ανά εβδομάδα ή 30-60 λεπτά τις περισσότερες ημέρες.
Απώλεια περιττών κιλων με στόχο σωματικού βάρους: ΔΜΣ (δείκτης μάζας σώματος): 20–25 kg/m2 και περιφέρεια μέσης <94 cm(άνδρες) και <80 cm (γυναίκες)
Θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης και του σακχαρώδους διαβήτη.
Επίδραση του τρόπου ζωής στα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης και των λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας:
Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα είναι ο διατροφικός παράγοντας με τη μεγαλύτερη επίδραση στα επίπεδα LDL-C(0,8-1,6 mg/dL αύξηση της LDL-C για κάθε επιπλέον 1% ενέργεια που προέρχεται από κορεσμένο λίπος). Τα trans λιπαρά οξέα έχουν παρόμοια αυξητική επίδραση στην LDL-C με εκείνο των κορεσμένων λιπαρών . Ωστόσο, ενώ τα κορεσμένα λιπαρά οξέα αυξάνουν τα επίπεδα της HDL-C, τα trans λιπαρά τα μειώνουν. Τα trans ακόρεστα λιπαρά οξέα βρίσκονται σε περιορισμένες ποσότητες(συνήθως <5% του συνολικού λίπους) σε γαλακτοκομικά προϊόντα και σε κρέατα από μηρυκαστικά. Τα «μερικώς υδρογονωμένα λιπαρά οξέα» βιομηχανικής προέλευσης αντιπροσωπεύουν την κύρια πηγή trans λιπαρών οξέων στη διατροφή. H μέση κατανάλωση trans λιπαρών οξέων κυμαίνεται από 0,2-6,5% της συνολικής πρόσληψης ενέργειας σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Τα ακόρεστα λιπαρά από ηλίανθο, ελαιοκράμβη, λιναρόσπορο, καλαμπόκι, ελιές ή σόγια έδειξαν ότι μειώνουν την LDL-C (−16 έως 8 mg/dl) όταν χρησιμοποιούνται για την αντικατάσταση τροφών πλούσιων σε κεκορεσμένα λιπαρά όπως το βούτυρο ή το λαρδί.
Η μείωση του σωματικού βάρους επηρεάζει επίσης τα επίπεδα TC και LDL-C, αλλά το μέγεθος της επίδρασης είναι μικρό: σε παχύσαρκους ανθρώπους, παρατηρείται μείωση της συγκέντρωσης LDL-C 8 mg/dl για κάθε 10 kg απώλειας βάρους. Η μείωση των επιπέδων LDL-C που προκαλείται από την τακτική σωματική άσκηση είναι ακόμη μικρότερη. Η μείωση του σωματικού βάρους και η συστηματική σωματική άσκηση βελτιώνουν περισσότερο άλλους παράγοντες κινδύνου, ιδιαίτερα την αρτηριακή υπέρταση και το σακχαρώδη διαβήτη.
Φαρμακευτική αγώγη
Επειδή όπως αναφέραμε παραπάνω ,τις περισσότερες φορές, μόνο με τις αλλαγές στο τρόπο ζωής είναι αδύνατον να πετύχουμε την επιθυμήτη ελάττωση της LDL-C, πρέπει να χορηγήσουμε και φαρματευτική αγωγή:
Οι στατίνες είναι μια ομάδα φαρμάκων που ελαττώνουν τη παραγωγή χοληστερόλης απ’ το ήπαρ ενώ η εζετιμίμπη ελαττώνει την απορρόφηση της χοληστερόλης απ΄το έντερο.
Τα τελευταία χρόνια στις πολύ δύσκολες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και ενέσιμες θεραπείες (υποδόριες ενέσεις μονοκλωνικών αντισώματων που αναστέλλουν τη πρωτεϊνη PCSK9) οι οποίες κατακρημνίζουν τα επίπεδα της LDL-C.