Το κλωστηρίδιο difficile αποτελεί αυξανόμενη αιτία ενδονοσοκομειακής διάρροιας και συσχετίζεται με τη χρήση αντιβιοτικών. Είναι ιδιαίτερα μεταδοτικό, με δυσκολίες στην εκρίζωση και σημαντικό αίτιο νοσηρότητας και θνητότητας σε νοσηλευόμενους ηλικιωμένους ασθενείς. Οι υπάρχουσες θεραπείες συνίστανται στη χορήγηση αντιβιοτικών (βανκομυκίνης ή μετρονιδαζόλης από του στόματος) αλλά δεν είναι πάντα αποδοτικές και σχετίζονται με υψηλά ποσοστά υποτροπών.
Σε μια διπλή τυφλή, τυχαιοποιημένη μελέτη με χρήση εικονικού φαρμάκου που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine (2010;362:197-205) ελέγχθηκε η αποτελεσματικότητα δυο μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι των τοξινών Α και Β του κλωστηριδίου difficile. Τα αντισώματα χορηγήθηκαν με εφάπαξ ενδοφλέβια έγχυση σε ασθενείς με συμπτωματική τεκμηριωμένη λοίμωξη με κλωστηρίδιο difficile που ελάμβαναν βανκομυκίνη ή μετρονιδαζόλη για τη θεραπεία του. Το πρωταρχικό καταληκτικό σημείο ήταν η υποτροπή της λοίμωξης σε περίοδο 84 ημερών μετά τη χορήγηση των αντισωμάτων ή του εικονικού φαρμάκου.
Τυχαιοποιήθηκαν 200 ασθενείς και τα ποσοστά υποτροπής ήταν χαμηλότερα στην ομάδα που έλαβαν τα αντισώματα σε σχέση με την ομάδα που έλαβε το εικονικό φάρμακο (7% έναντι 25%, P<0.001). Σε ασθενείς με περισσότερα του ενός επεισόδια λοίμωξης με κλωστηρίδιο difficile στο παρελθόν, τα αντίστοιχα ποσοστά υποτροπής ήταν 7% και 38% (P=0.006). Τουλάχιστον ένα σοβαρό ανεπιθύμητο συμβάν αναφέρθηκε σε 18 ασθενείς που έλαβαν τα αντισώματα και σε 28 που έλαβαν το εικονικό φάρμακο. Συμπερασματικά, η προσθήκη στη συνήθη θεραπεία μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι των τοξινών του κλωστηριδίου difficile ελάττωσε το ποσοστό υποτροπής της λοίμωξης.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ευεξία & Διατροφή. Τεύχος 42 Μάρτιος - Απρίλιος 2010