H πανδημία του κορονοϊού (COVID-19) είναι μια ιογενής λοίμωξη, η οποία έχει επηρεάσει πάνω από 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι στιγμής, με περίπου 170.000 θανάτους παγκοσμίως. Σε βακτηριακές και ιογενείς λοιμώξεις, όπως ο κορονοϊός, παρατηρείται το φαινόμενο της καταιγίδας κυτοκινών που οδηγεί σε αυξημένο οξειδωτικό στρες. Η χορήγηση υψηλών δόσεων βιταμίνης C (έως 1,5g/kg σωματικού βάρους) φαίνεται να έχει πιθανά οφέλη σε ιογενείς λοιμώξεις, λόγω των αντιοξειδωτικών ιδιοτήτων που διαθέτει. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει την επίδραση της χορήγησης υψηλών δόσεων ενδοφλέβιας βιταμίνης C στην πρόγνωση ασθενών με πνευμονία SARS-CoV-2.
Σχεδιασμός μελέτης
Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη, που διεξήχθη το Σεπτέμβριο του 2020, στην οποία συμμετείχαν 323 ασθενείς με σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο λόγω τεκμηριωμένης με PCR λοίμωξης COVID-19. Οι ασθενείς κατηγοριοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, όπου 153 ασθενείς έλαβαν υψηλή δόση (2 g/μέρα) ενδοφλέβιας βιταμίνης C και οι υπόλοιποι 170 ασθενείς δεν έλαβαν βιταμίνη C.
Αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι ασθενείς που έλαβαν την ενδοφλέβια βιταμίνη C εμφάνισαν σε μικρότερο ποσοστό την ανάγκη για προηγμένη ιατρική θεραπεία (p<0,001) σε σχέση με αυτούς που δεν έλαβαν βιταμίνη C. Πέρα από αυτό, οι δύο ομάδες της μελέτης δεν βρέθηκαν να διαφέρουν στατιστικά σημαντικά ως προς τους άλλους παράγοντες που μελετήθηκαν, που ήταν η διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο (p=0,05), το ποσοστό επανεισαγωγής (p=0,943), η εισαγωγή στην εντατική, η ανάγκη για προηγμένη υποστήριξη οξυγόνου (p=0,488) και η θνησιμότητα (p=0,52).
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, τα μέχρι στιγμής δεδομένα υποδεικνύουν τη μη ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ της υψηλής δόσης ενδοφλέβιας βιταμίνης C και της πρόγνωσης ασθενών με πνευμονία SARS-CoV-2, με εξαίρεση την ανάγκη για προηγμένη ιατρική θεραπεία. Ωστόσο, τα περιορισμένα δεδομένα που βασίζονται σε μικρά δείγματα αποκλείουν οριστικά συμπεράσματα, υποδεικνύοντας την ανάγκη για περαιτέρω αξιολόγηση στο πλαίσιο της κλινικής έρευνας.