Η χρήση των υποκατάστατων ζάχαρης είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ακόμη και ανάμεσα σε έγκυες, με περισσότερο από 30% των γυναικών στην Ευρώπη να αναφέρουν συχνή κατανάλωση αναψυκτικών με τεχνητά γλυκαντικά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ένας αυξανόμενος όγκος επιστημονικών δεδομένων έχει προτείνει ότι η χρόνια κατανάλωση μη θρεπτικών γλυκαντικών υλών μπορεί παραδόξως να αυξήσει τον κίνδυνο παχυσαρκίας και μεταβολικών διαταραχών, μέσω πολλαπλών μηχανισμών που περιλαμβάνουν αλλαγές στον μεταβολισμό της γλυκόζης, διαταραχές της εντερικής μικροχλωρίδας, δυσλειτουργία της αίσθησης του κορεσμού κ.α. Όμως, τα δεδομένα προέρχονται από μελέτες ενηλίκων και ελάχιστα είναι γνωστά για την επίδραση της έκθεσης σε αυτά προγενετικά. Έρευνες σε ζωικά μοντέλα έχουν υποδείξει ότι η πρόσληψη τεχνητών γλυκαντικών στην εγκυμοσύνη μπορεί να προδιαθέσει τους απογόνους στην ανάπτυξη παχυσαρκίας και μεταβολικού συνδρόμου, ωστόσο δεν υπάρχουν αντίστοιχα δεδομένα σε ανθρώπινους πληθυσμούς.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Manitoba του Καναδά, μελέτησαν 3.033 ζεύγη μητέρας-βρέφους της CHILD Study (Canadian Healthy Infant Longitudinal Development), προκειμένου να εξακριβώσουν εάν η μητρική κατανάλωση ροφημάτων με τεχνητά γλυκαντικά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με το ΔΜΣ του βρέφους και τον κίνδυνο παχυσαρκίας στο πρώτο έτος ζωής. Η μητρική κατανάλωση αξιολογήθηκε μέσω ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η πρόσληψη ροφημάτων με τεχνητά γλυκαντικά καθορίστηκε από την αναφερόμενη κατανάλωση αναψυκτικών διαίτης και τεχνικών γλυκαντικών που οι μητέρες πρόσθεταν σε τσάι ή καφέ. Αντίστοιχα, για την πρόσληψη ροφημάτων με ζάχαρη υπολογίστηκε η κατανάλωση κανονικών αναψυκτικών και ζάχαρης ή μελιού που προστέθηκε σε τσάι και καφέ. Τα z-σκορ ΔΜΣ για την ηλικία και φύλο υπολογίστηκαν με βάση τα πρότυπα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας 2006 και τα βρέφη με z-σκορ ΔΜΣ άνω της 97η εκατοστιαίας θέσης χαρακτηρίστηκαν ως παχύσαρκα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας...
- Το μέσο z-σκορ ΔΜΣ στην ηλικία του 1ου έτους ήταν 0,19 και 5,1% των βρεφών ήταν παχύσαρκα. Το 29,5% των εγκύων κατανάλωναν ροφήματα με τεχνητά γλυκαντικά, εκ των οποίων 5,1% ανέφεραν καθημερινή κατανάλωση. Το 77,2% των γυναικών κατανάλωναν συμβατικά ροφήματα με ζάχαρη, με 23,4% να αναφέρουν καθημερινή χρήση.
- Η καθημερινή κατανάλωση ροφημάτων με τεχνητά γλυκαντικά συσχετίστηκε σημαντικά με υψηλότερο βρεφικό z-σκορ ΔΜΣ (0,22; 95% CI; 0,02-0,41), ανεξάρτητα από τον μητρικό ΔΜΣ και επιπρόσθετους παράγοντες (μητρική πρόσληψη ενέργειας, ποιότητα διατροφής, κάπνισμα, διαβήτης, μόρφωση, γένος του βρέφους, βάρος γέννησης, διάρκεια θηλασμού, εισαγωγή στέρεων τροφών).
- Αντίστοιχα με τα παραπάνω, βρέθηκαν τα αποτελέσματα της διχοτομικής έκβασης για την βρεφική παχυσαρκία. Συγκριτικά με τη μηδενική κατανάλωση, η καθημερινή χρήση ροφημάτων με τεχνητά γλυκαντικά συσχετίστηκε με 2πλάσιο κίνδυνο βρεφικής παχυσαρκίας στην ηλικία του 1ος έτους (OR=2,19; 95% CI; 1,23-3,88). Προσαρμογή ως προς το μητρικό ΔΜΣ και τις επιπρόσθετες παραμέτρους εξασθένησε τη συσχέτιση, η οποία ωστόσο παρέμεινε σημαντική (OR= 1,94; 95% CI; 1,00-3,76).
- Η μητρική κατανάλωση συμβατικών ροφημάτων με ζάχαρη δεν συσχετίστηκε με το βρεφικό z-σκορ ΔΜΣ ή τον κίνδυνο βρεφικής παχυσαρκίας.
- Τα αποτελέσματα της στρωματοποιημένης ανάλυσης έδειξαν ότι η επίδραση της κατανάλωσης ροφημάτων με τεχνητά γλυκαντικά περιορίζεται στα βρέφη που θήλασαν λιγότερο από 6 μήνες και ήταν αγόρια.
Άξια να σημειωθούν
Τα δεδομένα της έρευνας υποστηρίζουν ότι η μητρική κατανάλωση ροφημάτων με τεχνητά γλυκαντικά στην εγκυμοσύνη σχετίζεται με αυξημένο βρεφικό ΔΜΣ και κίνδυνο βρεφικής παχυσαρκίας στην ηλικία του 1ου έτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της στρωματοποιημένης ανάλυσης. Αν και είναι γνωστό ότι τα τεχνητά γλυκαντικά μπορούν να ανιχνευτούν στο μητρικό γάλα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η επίδραση της πρόσληψής τους περιορίζεται στα βρέφη που είχαν θηλάσει για βραχύτερο διάστημα, υποδεικνύοντας ότι η συσχέτιση δεν οφείλεται στην έκθεση των βρεφών μεταγενετικά. Επίσης, η επίδραση εντοπίστηκε αποκλειστικά στα βρέφη αρσενικού γένους. Παρόμοιες διαφοροποιήσεις λόγω φύλου έχουν αναφερθεί συχνά σε περιπτώσεις έκθεσης σε παχυσαρκογενείς παράγοντες και έχουν αποδοθεί σε φυλετικές διαφορές της εντερικής μικροχλωρίδας, οι οποίες επηρεάζουν τη μεταβολική λειτουργία και την αύξηση βάρους. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι τα τεχνητά γλυκαντικά προκαλούν τροποποιήσεις της εντερικής μικροχλωρίδας, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έχει ποτέ δειχθεί ότι ισχύει σε περιπτώσεις προγενετικής έκθεσης.
Οι ερευνητές δεν εντόπισαν συσχέτιση ανάμεσα στην πρόσληψη συμβατικών ροφημάτων με ζάχαρη και το βρεφικό ΔΜΣ ή κίνδυνο παχυσαρκίας, υποστηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο ότι οι παρατηρηθείσες συσχετίσεις οφείλονται στα τεχνητά γλυκαντικά και όχι σε άλλα συστατικά ή πρόσθετα των ροφημάτων. Ωστόσο, καθώς ο υπολογισμός της συνολικής κατανάλωσης περιλαμβάνει ταυτόχρονα την πρόσληψη αναψυκτικών και καφέ/τσαγιού, θα ήταν αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι, τόσο στην πρόσληψη ροφημάτων με τεχνητά γλυκαντικά όσο και των ροφημάτων με προσθήκη ζάχαρης, αναλογεί ποσοτικά παρόμοια χρήση αναψυκτικών και φυσικών ροφημάτων.
Η έρευνα παρέχει για πρώτη φορά δεδομένα σε ανθρώπινο πληθυσμό που υποστηρίζουν ότι η προγενετική έκθεση σε τεχνητά γλυκαντικά μπορεί να συνεισφέρει στην βρεφική αύξηση βάρους και την πρώιμη παιδική παχυσαρκία. Ωστόσο, στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων χρειάζεται να λάβουμε υπόψη ότι, αν και τα ερωτηματολόγια συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων γενικώς διαχωρίζουν επαρκώς την υψηλή από την χαμηλή κατανάλωση, το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε δεν είχε ειδικά επικυρωθεί για την πρόσληψη ροφημάτων. Ταυτόχρονα, δεν παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τη συνεισφορά άλλων πηγών εισόδου των τεχνητών γλυκαντικών (π.χ. στέρεες τροφές) στη διατροφή των εγκύων, εάν η συνολική τους πρόσληψη βρισκόταν εντός των επιτρεπτών ορίων, και δεν πραγματοποιήθηκε διαχωρισμός ανάμεσα στα είδη των τεχνητών γλυκαντικών.
Δεδομένης της αυξημένης συχνότητας παιδικής παχυσαρκίας και την δημοφιλή χρήση τεχνητών γλυκαντικών είναι απαραίτητο να διεξαχθούν περισσότερες μελέτες, ικανές να αξιολογήσουν την επίδραση της προγενετικής έκθεσης σε μεμονωμένα είδη γλυκαντικών υλών και στην ερμηνεία των υποκείμενων βιολογικών μηχανισμών. Δεν έχουμε λοιπόν, παρά να παρακολουθούμε τις εξελίξεις.