Μία νέα έρευνα του University College London (UCL), έδειξε ότι η γενετική και η κληρονομικότητα είναι υπεύθυνες για το 77% των περιστατικών παχυσαρκίας ενώ οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, συμβάλλουν σε ποσοστό χαμηλότερο από το 25%.
Οι μελέτες με ομοζυγωτικούς διδύμους είναι ο καλύτερος τρόπος για την αξιολόγηση της επίδρασης διάφορων περιβαλλοντικών παραγόντων καθώς τα άτομα αυτά μοιράζονται το ίδιο γενετικό υλικό, ενώ η επίδραση των γονιδίων μπορεί να αξιολογηθεί με σύγκριση διζυγωτικών διδύμων, οι οποίοι έχουν μόνο το μισό αριθμό γονιδίων ίδιο.
Οι ερευνητές μέτρησαν το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και της περιφέρειας μέσης σε 5092 ζευγάρια διδύμων, ηλικίας 8-11 ετών, τα οποία είχαν γεννηθεί από το 1994 έως το 1996.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα της έρευνας;
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι συσχετίσεις στους μονοζυγωτικούς διδύμους ήταν παρόμοιες σε αγόρια και κορίτσια και ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές που μετρήθηκαν στους διζυγωτικούς διδύμους, γεγονός που υποδεικνύει ισχυρή γενετική επίδραση.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κληρονομικότητα ως προς την λιπαποθήκευση αντιστοιχεί σε ποσοστό 77% για το ΔΜΣ και 76% για την περιφέρεια μέσης. Όσον αφορά στην επίδραση του περιβάλλοντος, φάνηκε ότι τα δίδυμα αδέρφια που μοιράζονταν το ίδιο περιβάλλον, αυτό ακούσε επίδραση 10% τόσο στο ΔΜΣ όσο και στην περιφέρεια μέσης ενώ, το διαφορετικό περιβάλλον φάνηκε να επιδρά σε ποσοστό 13% και 14%, αντίστοιχα.
Τι ειπώθηκε για τα αποτελέσματα της μελέτης;
Ο συγγραφέας της μελέτης
Ο συγγραφέας της μελέτης αναφέρει ότι: «Παρόλο που το σύγχρονο περιβάλλον έχει κάνει τα σημερινά παιδιά πιο χοντρά από ότι ήταν 20 χρόνια πριν, η ποικιλομορφία που παρατηρείται στον πληθυμό οφείλεται –και τότε και σήμερα- στις γενετικές διαφορές ανάμεσα στο κάθε παιδί».
Ο Καθηγητής Wardle του UCL
Η παχυσαρκία είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο και η αντιμετώπιση της απαιτεί ένα συνδυασμό λύσεων. Ο Καθηγητής Wardle του UCL ανέφερε: «Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής δε δείχνουν ότι ένα παιδί με μεγάλο αριθμό 'επιδεκτικών γονιδίων' σημαίνει ότι ένα παιδί αναπόφευκτα θα γίνει υπέρβαρο, υπάρχει ωστόσο ισχυρή προδιάθεση. Στο περιβάλλον που ζούμε σήμερα, όπου υπάρχει η δυνατότητα υπερκατανάλωσης φαγητού και της καθιστικής ζωής, ευνοείται η αύξηση βάρους. Έτσι, είναι ιδιαίτερα σημαντική η παροχή του καλύτερου δυνατού περιβάλλοντος για την προστασία εκείνων των παιδιών που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο εξαιτίας των γονιδίων τους».
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), εκτιμά ότι σήμερα υπάρχουν 1,6 δισεκατομμύρια υπέρβαρα και 400 εκατομμύρια παχύσαρκα άτομα. Η συγκεκριμένη μελέτη υποδεικνύει την αναγκαιότητα της πρόσληψης σωστών επιλογών τροφίμων για να εξισορροπείται η επίδραση της γενετικής και να υποβοηθώνται τα άτομα που έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα.
Η Keren McCerron, από τον Βρεττανικό Σύνδεσμο Τροφίμων και Ποτών
Η Keren McCerron, από τον Βρεττανικό Σύνδεσμο Τροφίμων και Ποτών (FDF - UK's Food and Drink Federation), δηλώνει ότι η βιομηχανία λαμβάνει πολύ σοβαρά τις διαιτητικές ανάγκες και την υγεία των πολιτών. Επιπλέον, εκφράζει τη διάθεση όλων των εμπλεκόμενων φορέων –βιομηχανίας, κυβέρνησης, εκπαιδευτικών- να διαδραματίσουν θετικό ρόλο στη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού. Η βιομηχανία από την πλευρά της, έχει ήδη προχωρήσει σε αυτορύθμιση, με την υιοθέτηση του νέου σχήματος διατροφικής επισήμανσης, έτσι ώστε να παρέχεται στους καταναλωτές ξεκάθαρη ενημέρωση για τη διατροφική αξία και την περιεκτικότητα σε λίπος του εκαστοτε προϊόντος. Με τον τρόπο αυτό έχει κάνει το πρώτο βήμα για την καταπολέμηση του φαινομένου της παχυσαρκίας.
Τέλος, η McCerron δήλωσε ότι: «Σε μία πρόσφατη μελέτη ανάμεσα στα μέλη του FDF, φάνηκε ότι οι συνταγές που χρησιμοποιούνται σήμερα σε προϊόντα αξίας 15 δισεκατομμυρίων λιρών περιέχουν λιγότερο λίπος, ζάχαρη και αλάτι σε σχέση με το 2004 ενώ, επιπλέον προϊόντα αξίας 11,5 δισεκατομμυρίων λιρών, έχουν εισαχθεί στην αγορά ως "light" εκδοχές των συμβατικών προϊόντων».
Η διευθύντρια του Βρεττανικού Ινστιτούτου Καρκίνου
Τέλος, η διευθύντρια του Βρεττανικού Ινστιτούτου Καρκίνου και υπεύθυνη για τα θέματα πληροφόρησης για την υγεία Sara Hiom, ανέφερε ότι: «Η μελέτη αυτή τονίζει την αναγκαιότητα να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε για να φροντίσουμε ώστε τα παιδιά μας να τρώνε υγιεινά. Εάν η γενετική προδιάθεση είναι ισχυρή, θα πρέπει να παρέχουμε το πιο υγιεινό περιβάλλον και να εκπαιδεύουμε τους γονείς ως προς τη σημαντικότητα της ισορροπημένης διατροφής και του ενργού τρόπου ζωής».