Η τακτική σωματική άσκηση συστήνεται παραδοσιακά για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, καθώς η μειωμένη σωματική δραστηριότητα έχει φανεί ότι αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση του προβλήματος. Τα δεδομένα επιδημιολογικών ερευνών έχουν δείξει ότι η συχνότητα εμφάνισης της δυσκοιλιότητας αυξάνεται με την ηλικία, παράλληλα με τη μείωση της φυσικής δραστηριότητας του ατόμου, και ασθενείς που παραμένουν κλινήρεις παρουσιάζονται ιδιαίτερα επιρρεπείς στην εμφάνιση δυσκοιλιότητας. Ως εκ τούτου, φαίνεται απόλυτα λογικό το γεγονός ότι η σωματική άσκηση αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην προσπάθεια αντιμετώπισης της δυσκοιλιότητας.
Διαβάστε επίσης: Έχω δυσκοιλιότητα, πώς να την αντιμετωπίσω διατροφικά; [Δωρεάν EBOOK]
Πώς σχετίζεται η ένταση της άσκησης με τη δυσκοιλιότητα;
Η σωματική άσκηση επιδρά στο γαστρεντερικό σύστημα με ποικίλους τρόπους, και η επίδραση αυτή μπορεί να έχει ευεργετικά ή επιβαρυντικά αποτελέσματα, ανάλογα με την ένταση της δραστηριότητας που εκτελείται. Η άσκηση υψηλής έντασης είναι δυνατόν να προκαλέσει γαστρεντερικά προβλήματα, όπως ναυτία, κοιλιακό πόνο, καούρα, έμετο, κοιλιακές κράμπες, διάρροια, ακόμη και γαστρεντερική αιμορραγία. Τα συμπτώματα αυτά είναι ιδιαίτερα συνήθη κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης, όπως το τρέξιμο μακριών αποστάσεων και το τρίαθλο. Παρόλο που ο παθοφυσιολογικός μηχανισμός πρόκλησης των συμπτωμάτων δεν έχει αναλυθεί επαρκώς, πιστεύεται ότι εμπλέκονται ισχαιμικοί, μηχανικοί και νευροενδοκρινολογικοί παράγοντες, όλοι εκ των οποίων σχετίζονται με την ένταση της άσκησης.
Αντίθετα, η ελαφριά έως μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα έχει δειχθεί ότι επιφέρει προστατευτικές επιδράσεις στο γαστρεντερικό σύστημα. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ισχυρά στοιχεία ότι μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου, χολολιθίασης, εκκολπωματικής νόσου, κ.ά.. Η δυσκοιλιότητα έχει παραδοσιακά συσχετιστεί με τη σωματική αδράνεια. Αρκετές μάλιστα επιδημιολογικές έρευνες έχουν καταλήξει σε αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στη σωματική άσκηση και τη δυσκοιλιότητα. Σε αναφορά της Nurses Health Study, η οποία διεξήχθη σε 62.036 γυναίκες ηλικίας 36-61 ετών, η μέτρια σωματική άσκηση συσχετίστηκε με σημαντικά μειωμένη συχνότητα δυσκοιλιότητας. Επιπλέον, βελτίωση στα χαρακτηριστικά της αφόδευσης και μειωμένη χρήση καθαρτικών ουσιών έχει παρατηρηθεί σε ηλικιωμένους ασθενείς, οι οποίοι ακολούθησαν προγράμματα σωματικής δραστηριότητας και διατροφής.
Ποιος είναι ο μηχανισμός δράσης της άσκησης;
Οι εμπλεκόμενοι μηχανισμοί δεν είναι πλήρως κατανοητοί. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται ότι η άσκηση επιδρά επιθυμητά στην κινητικότητα του παχέος εντέρου και στη μείωση της ροής του αίματος στον γαστρεντερικό σωλήνα, ενώ δεν αποκλείεται να εμπλέκονται απλοί μηχανικοί παράγοντες, όπως η συμπίεση του εντέρου από τους κοιλιακούς μύες, νευροενδοκρινολογικές μεταβολές και η αυξημένη πρόσληψη φυτικών ινών, ως αποτέλεσμα της αυξημένης ενεργειακής πρόσληψης.
Τι λένε οι έρευνες για την σχέση άσκησης και δυσκοιλιότητας
Ωστόσο, δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ανάμεσα στα αποτελέσματα των ερευνών. Τα στοιχεία που προέρχονται από ελεγχόμενες μελέτες δεν υποστηρίζουν την θετική επίδραση της άσκησης στην άμβλυνση της δυσκοιλιότητας. Για παράδειγμα, ο Meshkinpour και οι συνεργάτες του μελέτησαν ασθενείς με χρόνια δυσκοιλιότητα κατά τη διάρκεια τεσσάρων εβδομάδων ελαφριάς φυσικής δραστηριότητας. Το πρόγραμμα περιλάμβανε μία ώρα περπάτημα, πέντε ημέρες /εβδομάδα. Η απόσταση που διένυαν οι ασθενείς κάθε ημέρα, αυξήθηκε σταδιακά από 2,9 σε 5,2 χιλιόμετρα, χωρίς όμως να επηρεάσει την παρουσία της δυσκοιλιότητας. Παρόμοια είναι και τα συμπεράσματα πρόσφατης έρευνας, σύμφωνα με την οποία η φυσική δραστηριότητα δεν συσχετίστηκε με την δυσκοιλιότητα σε ενήλικες 24-77 ετών.
Οι συστάσεις που αφορούν στην αύξηση της σωματικής άσκησης με σκοπό την βελτίωση της δυσκοιλιότητας έχουν, ως επί το πλείστον, βασιστεί στην παραδοχή ότι η άσκηση αυξάνει την κινητικότητα του εντέρου και επιταχύνει το χρόνο διέλευσης της τροφής στο γαστρεντερικό σωλήνα. Παρ’ όλα αυτά, η επίδραση της άσκησης στην κινητικότητα του εντέρου δεν έχει επιβεβαιωθεί, καθώς οι σχετικές έρευνες έχουν καταλήξει σε αντικρουόμενα αποτελέσματα. Η συχνότητα εμφάνισης της δυσκοιλιότητας αυξάνεται με την ηλικία, και στους ηλικιωμένους που πάσχουν από δυσκοιλιότητα έχει παρατηρηθεί παρατεταμένος χρόνος διέλευσης του υπολείμματος της τροφής στο παχύ έντερο. Σε άτομα μέσης ηλικίας με καθιστική ζωή και συμπτώματα χρόνιας δυσκοιλιότητας, η συστηματική σωματική άσκηση έχει φανεί ότι βελτιώνει τα χαρακτηριστικά της αφόδευσης και μειώνει το χρόνο διέλευσης στο παχύ έντερο.
Σε υγιείς εθελοντές, οι οποίοι ακολούθησαν προγράμματα που περιλάμβαναν τρέξιμο ή/και ποδηλασία, σε υπομέγιστη ένταση άσκησης (70-80% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας), οι ερευνητές παρατήρησαν σημαντική επιτάχυνση της συνολικού χρόνου μεταβίβασης της τροφής στο γαστρεντερικό σωλήνα. Ωστόσο, σε καμία από αυτές τις έρευνες, δεν υπήρξε αυστηρός έλεγχος της διατροφικής πρόσληψης των εθελοντών, η οποία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το χρόνο διέλευσης και τον όγκο του υπολείμματος της τροφής. Η αύξηση της σωματικής άσκησης είναι πιθανό να οδηγήσει σε υψηλότερη ενεργειακή πρόσληψη και υψηλότερη πρόσληψη φυτικών ινών, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να διαχωριστεί η επίδραση της φυσικής δραστηριότητας από τη διατροφή. Πράγματι, μελέτες στις οποίες υπήρξε αυστηρός έλεγχος της διατροφικής πρόσληψης, έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η άσκηση δεν έχει αισθητή επίπτωση στον χρόνο διέλευσης του εντέρου, ανεξάρτητα από την ηλικία, το επίπεδο δραστηριότητας, το φύλο και τη φυσική κατάσταση του ατόμου.
Συμπέρασμα
Είναι φανερό ότι η επίδραση της άσκησης στην κινητικότητα του εντέρου και στη δυσκοιλιότητα δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη. Παρά τη θεωρητική βάση και τα επιδημιολογικά στοιχεία που έχουν συσχετίσει την φυσική δραστηριότητα με μειωμένο κίνδυνο δυσκοιλιότητας, δεν έχει αποδειχθεί ότι η αύξηση της σωματικής άσκησης, σαν μέθοδος αντιμετώπισης, μειώνει τα συμπτώματα της δυσκοιλιότητας. Η τακτική σωματική δραστηριότητα είναι σαφώς ένας επιθυμητός στόχος, καθώς βελτιώνει την γενικότερη υγεία του γαστρεντερικού, συμβάλλοντας στην πρόληψη και αντιμετώπιση άλλων γαστρεντερικών καταστάσεων και νόσων, και έχει δειχθεί ότι βελτιώνει την ποιότητα ζωής των πασχόντων από δυσκοιλιότητα. Ωστόσο, η επίδραση της άσκησης στα χαρακτηριστικά και στα συμπτώματα της δυσκοιλιότητας, απαιτείται να επιβεβαιωθεί από περισσότερες έρευνες που θα συμπεριλάβουν ποικίλες σωματικές δραστηριότητες και διαφορετικά επίπεδα έντασης.