Μια πανευρωπαϊκή μελέτη που δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Nature Genetics VOLUME 40 NUMBER 11 NOVEMBER 2008 ανάδειξε το πρώτο γονίδιο που προδιαθέτει για την ελκώδη κολίτιδα και αποτελεί μια σημαντική ανακάλυψη καθώς αναδυκνείει μια σειρά γενετικών συνδέσεων μεταξύ των ιδοπαθών φλεγμονοδών νόσων των εντέρων (ΙΦΝΕ), της ελκώδους κολίτιδας και της νόσου του Crohn. Δεδομένου ότι αυτές είναι ασθένειες προσβάλλουν και νέα άτομα και παιδιά και περιλαμβάνουν πόνο, εξασθένιση, έναν υψηλό κινδύνου χειρουργικής επέμβασης και έναν αυξανόμενο κίνδυνο καρκίνου του παχέως εντέρου, η ελπίδα ερευνητών είναι ότι τα συμπεράσματα της μελέτης θα μεταφραστούν σύντομα σε ασφαλείς αποτελεσματικές θεραπευτικές στρατηγικές.
Στην πανευρωπαϊκή ερευνητική ομάδα από Ελληνικής πλευράς συμμετέχει η Λέκτορας Βιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, κ Μαρία Γαζούλη. Το εργαστήριο Βιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών τα τελευταία 5 χρόνια ασχολείται με την μελέτη των παθογενετικών και μοριακών μηχανισμών που διέπουν τις ΙΦΝΕ και τον καρκίνο του παχέως εντέρου και τα αποτελέσματα των μελετών τους έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά.
Αυτή η νέα μελέτη ρίχνει περισσότερο φως στους κρυμένους κληρονομικούς παράγοντες που προδιαθέτουν για τον κίνδυνο ανάπτυξης της ελκώδους κολίτιδας, και με την ανακάλυψη της συμμετοχής του γονιδίου της ΙL10 μιας ανοσοκατασταλτικής κυτοκίνς, δίνεται έμφαση στους ανοσολογικούς μηχανισμούς που διέπουν τη νόσο. Σε εξέλιξη βρίσκεται κι αλλη σχετική μελέτη της οποίας τα αποτελέσματα αναμένετε να ανακοινωθούν σύντομα.
Η παρούσα μελέτη εξέτασε με νέες τεχνολογίες σαρώματος του γενετικού υλικού, 1167 άτομα με ελκώδη κολίτιδα, 204 εκ των οποίων αφορούσαν Ελληνικό πληθυσμό, και αποτελεί μια από τις πιο λεπτομερείς μελέτες που αφορούν τη γενετική βάση της ελκώδους κολίτιδας στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Αυτή η μελέτη αποτελεί ένα σημαντικό βήμα γαι την κατανόηση των διαδικασιών που συμμετέχουν στην πρόκληση των ΙΦΝΕ, και επεκτείνει την επιτυχία των περασμένων ετών στην κατανόηση της γενετικής βάσης της νόσου του Crohn.
Τα αποτελέσματα είναι πραγματικής σπουδαιότητας για τους ασθενείς, τους ιατρούς καθώς επίσης και για τους επιστήμονες. Οι ιδέες που αποκτώνται από αυτές τις γενετικές ανακαλύψεις μπορούν να οδηγήσουν σε νέες στρατηγικές για εξατομικευμένη πια θεραπεία. Επιπλέον, για πρώτη φορά, βρίσκουμε τα επιστημονικά στοιχεία για τη διαφοροποίηση μεταξύ της νόσου του Crohn και της ελκώδους κολίτιδας, καθώς αναδυκνείονται τα γονίδια που διαχωρίζουν αυτές τις νόσους.
Αυτά τα συμπεράσματα παρέχουν μια αφετηρία για τις περαιτέρω μελέτες της γενετικής των ΙΦΝΕ, και για τους μηχανισμούς με τους οποίους οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και η διατροφή αλληλεπιδρούν με αυτούς τους γενετικούς καθοριστικούς παράγοντες. Ελπίζουμε ότι αυτά τα συμπεράσματα θα μεταφραστούν άμεσα σε ασφαλείς αποτελεσματικές θεραπευτικές στρατηγικές, με την ανάδειξη νέων θεραπευτικών στόχων.
Τι είναι οι ΙΦΝΕ και η ελκώδης κολίτιδα;
Οι Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδης Νόσοι του Εντέρου (ΙΦΝΕ), δηλαδή η Eλκώδης Kολίτις και η νόσος του Crohn είναι νοσήματα που προκαλούν μια χρόνια και ειδική φλεγμονή, μόνο στο παχύ έντερο η πρώτη και σε ολόκληρο το πεπτικό σύστημα η δεύτερη. Η επίπτωση των ΙΦΝΕ, δηλαδή ο αριθμός ατόμων που θα εμφανίσουν τη νόσο σε διάστημα ενός έτους και ο επιπολασμός, ο συνολικός δηλαδή αριθμός των ατόμων που νοσούν σε δεδομένη στιγμή, στις βιομηχανοποιημένες χώρες της Δύσης είναι για μεν την ελκώδη κολίτιδα 2-6 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού και 60-100 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού αντίστοιχα, ενώ για τη νόσο του Crohn 5 ανά 100.000 και 50 ανά 100.000 πληθυσμού, αντίστοιχα. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν ακριβή πανελλαδικά δεδομένα που να αφορούν το σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με τις δικές μας παρατηρήσεις φαίνετε ότι ακολουθούν τα δυτικά πρότυπα.
Τι προκαλεί την ελκώδη κολίτιδα;
Η ακριβής αιτιολογία των δύο αυτών νόσων παραμένει άγνωστη. Η επικρατούσα πάντως άποψη είναι ότι η χρόνια φλεγμονή συνδέεται με μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικής προδιαθέσεως και αρκετών παραγόντων του περιβάλλοντος. Προσφάτως, βρέθηκαν αρκετές θέσεις στο ανθρώπινο γονιδίωμα που προδιαθέτουν στην εμφάνιση των νόσων αυτών, αλλά που από μόνα τους δεν είναι δυνατόν να τις προκαλέσουν. Γι' αυτό χρειάζεται και η επίδραση διαφόρων παραγόντων όπως ιοί ή βακτήρια, το κάπνισμα, η λήψη φαρμάκων, η προσθήκη συντηρητικών στις τροφές, η αλλαγή στις διαιτητικές συνήθειες, ενδεχομένως το stress, καθώς και η μειονεκτική ή και λανθασμένη, για άγνωστους λόγους, αντίδραση του ανοσολογικού συστήματος του οργανισμού. Παρότι τα ΙΦΝΕ δεν χαρακτηρίζονται ως κληρονομικά νοσήματα, πρώτου βαθμού συγγενείς ασθενών με ΙΦΝΕ έχουν τριπλάσια έως εικοσαπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν και αυτοί τη νόσο συγκριτικά με συγγενείς ατόμων χωρίς ιστορικό ΙΦΝΕ.
Συπτώματα
Η ελκώδης κολίτις προσβάλλει τον βλεννογόνο (εσωτερική επικάλυψη) του παχέος εντέρου σε άλλοτε άλλη έκταση. Στους μισούς περίπου αρρώστους εντοπίζεται στην ορθοσιγμοειδική περιοχή (χαμηλότερο τμήμα του παχέος εντέρου), στο 30% εκτείνεται μέχρι την αριστερή κολική καμπή και στο υπόλοιπο 20% καταλαμβάνει και το εγκάρσιο ή και ολόκληρο το παχύ έντερο (μέχρι και το τυφλό). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η νόσος παραμένει εντοπισμένη στην έκταση της αρχικής προσβολής, όμως σε αρκετούς ασθενείς, με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να επεκταθεί κεντρικότερα (εγκάρσιο, τυφλό). Η πορεία της νόσου χαρακτηρίζεται από εξάρσεις που εναλλάσσονται με περιόδους υφέσεων.
Μια άλλη μορφή της νόσου που ονομάζεται κεραυνοβόλος, χαρακτηρίζεται από βαριά κλινική εικόνα με υψηλό πυρετό και κακή γενική κατάσταση. Οι άρρωστοι αυτοί μπορούν να καταλήξουν σε τοξικό μεγάκολο (βαριά επιπλοκή της νόσου), το οποίο χαρακτηρίζεται από διάταση τμήματος ή ολόκληρου του παχέος εντέρου, λόγω επεκτάσεως της φλεγμονής σε όλο το πάχος του τοιχώματος του εντέρου και έχουν άμεση ανάγκη εισαγωγής σε νοσοκομείο καθότι απειλείται και η ζωή τους ακόμη. Και στις δύο νόσους εμφανίζονται γενικά συμπτώματα όπως κόπωση, καταβολή, ανορεξία και μερικές φορές πυρετός. Τα συμπτώματα από το έντερο περιλαμβάνουν βλεννοαιματηρές (συνήθως διαρροϊκές) κενώσεις, που μπορούν να συνοδεύονται από τεινεσμό (επίμονη και επαναλαμβανόμενη τάση για αφόδευση) και κολικοειδή (δηλαδή με επαναλαμβανόμενες εξάρσεις και υφέσεις) κοιλιακό πόνο.
Θεραπεία
Οι περισσότεροι ασθενείς ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή με στεροειδή, για να ελέγξουν ή να μειώσουν την φλεγμονή. Σε βαριές περιπτώσεις σηματνικός αριθμός ατόμων χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.