Η μακροχρόνια ένδεια αξιόπιστων δεδομένων επίπτωσης χρονίων νόσων στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την έλλειψη καταγραφών και πλήρους απεικόνισης της πορείας του ασθενούς στο σύστημα υγείας και της συνακόλουθης δαπάνης που προκαλείται, έχει οδηγήσει σε συγκεχυμένη εικόνα για την κατάσταση της δαπάνης συνολικά στο σύστημα υγείας και ανά νόσο.
Η εικόνα αυτή είναι περισσότερο «επικίνδυνη» στο σημερινό καθεστώς οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, το οποίο έχει επιβάλλει άμεσους και δραστικούς περιορισμούς στο σύνολο των κοινωνικών δαπανών, με αιχμή του δόρατος την υγεία. Κατ’ αποτέλεσμα και ελλείψει αξιόπιστων δεδομένων, οι όποιες περικοπές συζητώνται σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής εξυγίανσης, αναφέρονται σε οριζόντιες παρεμβάσεις, άκριτου περιορισμού συνολικά της δαπάνης, μη λαμβάνοντας υπόψη το ότι σε κάποιες χρόνιες νόσους -και όχι μόνο- η δαπάνη υγείας συνιστά επένδυση εξοικονόμησης πόρων σε βάθος χρόνου.
Στο πλαίσιο αυτό, μία βασική προτεραιότητα που έχει τεθεί για την αναμόρφωση της υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα, αφορά στην ανάπτυξη αξιόπιστων συστημάτων καταγραφών που αφορούν τόσο σε επιδημιολογικά δεδομένα, όσο και σε δεδομένα χρήσης υπηρεσιών υγείας, δαπανών για φροντίδες υγείας κ.ά. Αυτό διότι, σε περιβάλλον περιορισμένων πόρων, η (αναγκαία) ορθολογική χρήση τους προϋποθέτει, πρώτιστα την ανάδειξη των αναγκών υγείας των πολιτών και στη συνέχεια, αξιολόγηση της επάρκειας των διατιθέμενων πόρων, τη λειτουργική διασύνδεση μεταξύ τους, και στην περίπτωση της χώρας μας, τον ανασχεδιασμό του πλαισίου κάλυψης των αναγκών αυτών με πειθαρχία σε συγκεκριμένους προϋπολογισμούς.
Υπό το πρίσμα αυτό, η ανάπτυξη αξιόπιστων μητρώων ασθενών, ιδίως για νόσους με σημαντική επίπτωση στον πληθυσμό αλλά και στους δαπανόμενους πόρους υγείας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αφετηρία ενός τέτοιου σκεπτικού οργάνωσης και προγραμματισμού στον τομέα της υγείας, καθώς, σύμφωνα με διεθνείς καλές πρακτικές, αυτό αποτελεί μεταξύ άλλων τη βάση για τη διαμόρφωση προϋπολογισμών ανά πάθηση και, σε μια πιο ευρεία εφαρμογή, το συνολικό προσδιορισμό των απαιτούμενων οικονομικών πόρων για την υγεία.
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) εκ της επίπτωσής του σε όρους επιδημιολογικούς (περίπου 6% των ενηλίκων ηλικίας 20-69 πάσχει από τη νόσο στην Ελλάδα) αλλά και οικονομικούς (έχει υπολογιστεί ότι ο διαβήτης ευθύνεται για την ανάλωση περίπου 12% της συνολικής δαπάνης υγείας) στη δημόσια υγεία όπως και εκ της χρονιότητας του νοσήματος συνιστά μια ιδανική νόσο για την ανάπτυξη υποδομών μητρώων ασθενών. Δεδομένων μάλιστα των αυξημένων αναγκών των ασθενών σε υπηρεσίες υγείας και θεραπείες, οι οποίες όμως έχουν τη δυναμική να αποτρέψουν κοστοβόρες για το σύστημα επιπλοκές υγείας, είναι μια από τις νόσους όπου κατεξοχήν η Πολιτεία οφείλει να διαφυλάξει τη διαθεσιμότητα των θεραπειών και την (απρόσκοπτη) προσβασιμότητα των ασθενών σε υπηρεσίες υγείας στο συνεχές της φροντίδας.
Με αφετηρία την ως άνω ανάγκη, δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ΕΚΠΑ) έχουν ξεκινήσει πρόσφατα τη διαμόρφωση ενός συστήματος καταγραφής κλινικών και οικονομικών πληροφοριών ασθενών με σακχαρώση διαβήτη, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της ευρύτερης συζήτησης για την κατανομή των πόρων και την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων πολιτικής υγείας. Αν δε, η προσπάθεια υποστήριξης της πολιτικής υγείας με τεκμήρια εμπλουτιστεί και με την ενεργό συμμετοχή των ασθενών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τότε το νέο περιβάλλον στην υγεία θα ικανοποιεί τις βασικές προϋποθέσεις εξορθολογισμού στην κατανομή των πόρων.