Εισαγωγή: Νόσος Πάρκινσον (ΝΠ)
Τα τελευταία χρόνια, τα νευροεκφυλιστικά νοσήματα έχουν καταστεί μία από τις κύριες αιτίες νοσηρότητας και αναπηρίας παγκοσμίως, με τη Νόσο του Πάρκινσον (ΝΠ) να είναι η πιο διαδεδομένη και η ταχύτερα αναπτυσσόμενη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ευρώπη, όπου ο επιπολασμός της νόσου εκτιμάται περίπου σε 183/100.000 ετησίως. Αν και η νόσος αυτή μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή, έχει μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης σε ενήλικες άνω των 60 ετών (1%). Η φυσική πορεία της νόσου περιλαμβάνει προοδευτική επιδείνωση, μια κατάσταση που παρατηρείται γενικά στις εκφυλιστικές παθήσεις του νευρικού συστήματος.
Η ΝΠ χαρακτηρίζεται από την απώλεια των κυττάρων που παράγουν ντοπαμίνη στον εγκέφαλο, προκαλώντας προβλήματα με την κίνηση και τα συναισθήματα. Τα κύρια συμπτώματα της νόσου αυτής είναι η βραδύτητα της κίνησης και της ταχύτητας (βραδυκινησία), η μυϊκή ακαμψία, η απώλεια των αυτόματων κινήσεων και ο τρόμος σε ένα από τα άνω άκρα5. Πρόσθετα συμπτώματα της ΝΠ μπορεί να περιλαμβάνουν προφορικές και γραπτές αναπηρίες, δυσκολίες στην επικοινωνία και τη συγκέντρωση, ανησυχία, δυσφαγία, σαρκοπενία, κατάθλιψη και απώλεια της βραχυπρόθεσμης μνήμης. Η ακριβής αιτιολογία της νόσου αυτής δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητή, αλλά πιστεύεται ότι πρόκειται για ένα σύμπλεγμα γενετικών και περιβαλλοντικών αιτιολογικών παραγόντων.
Συσχέτιση Διατροφής και Νόσου Πάρκινσον
Από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, η διατροφή φαίνεται να παίζει κύριο ρόλο τόσο στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης της ΝΠ όσο και στην ανακούφιση των συμπτωμάτων της ήδη εγκατεστημένης νόσου. Ειδικότερα, μελέτες έχουν δείξει ότι τα λαχανικά, τα φρούτα, τα ψάρια, οι σπόροι και οι ξηροί καρποί μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, καθώς αποτελούνται από ουσίες που συμβάλλουν στην προστασία του νευρικού συστήματος. Παράλληλα, άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η αυξημένη πρόσληψη φλαβονοειδών, καροτενοειδών και νικοτίνης μειώνει επίσης την πιθανότητα εμφάνισης ΝΠ. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν οι ευεργετικές επιδράσεις της κατανάλωσης καφέ και πράσινου τσαγιού, τα οποία περιέχουν φλαβονοειδή, αντιοξειδωτικά και πολυφαινόλες, τα οποία αυξάνουν τη ροή του αίματος και μεγιστοποιούν τα επίπεδα των διεγερτικών ουσιών στον εγκέφαλο ενώ παράλληλα προστατεύουν τα νεύρα, μειώνοντας την απελευθέρωση οξειδωτικών ριζών.
Από την άλλη πλευρά, η συχνή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, ιδίως κρέμας γάλακτος και παγωτού, έχει αποδειχθεί ότι σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της ΝΠ, με τους άνδρες να είναι πιο ευαίσθητοι σε αυτή τη συσχέτιση. Ενδεχομένως, η κατάσταση αυτή να οφείλεται στην επίδραση των γαλακτοκομικών προϊόντων στη μείωση του ουρικού οξέος ή στην έκκριση νευροτοξικών ουσιών.
Σύμφωνα με μελέτες, η επίδραση των διατροφικών βιταμινών φαίνεται να συμβάλλει στην πρόληψη της εμφάνισης της ΠΝ. Συγκεκριμένα, οι βιταμίνες Β6, Β9, Β12, μέσω της συμμετοχής τους στο μεταβολισμό της ομοκυστεΐνης, αποτρέπουν τις τοξικές επιδράσεις στους νευρώνες. Επιπλέον, η βιταμίνη C, που βρίσκεται σε αφθονία στον εγκέφαλο, φαίνεται να συμβάλλει στην προστασία της ακεραιότητας των νεύρων. Και η βιταμίνη D, όταν προσλαμβάνεται σε υψηλές ποσότητες, συμβάλλει στην πρόληψη του Πάρκινσον έμμεσα μέσω της ρύθμισης των ιόντων ασβεστίου εντός των ντοπαμινεργικών νεύρων. Οι συγκεντρώσεις των παραπάνω βιταμινών, σε αρκετές μελέτες, αποδείχθηκε ότι ήταν χαμηλότερες από το φυσιολογικό σε άτομα που είχαν εγκατεστημένη ΝΠ. Ειδικότερα, η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης Β6 και βιταμίνης D θα μπορούσε να βελτιώσει την κινητικότητα των ασθενών.
Γενικά στοιχεία για τη Βιταμίνη D
Η βιταμίνη D ανήκει στην κατηγορία των λιποδιαλυτών βιταμινών και συχνά αναφέρεται ως ορμόνη. Αποτελείται από μια σειρά ενώσεων με κύριους εκπροσώπους την εργοκαλσιφερόλη (D2), που προέρχεται από τα φυτά και συνήθως προστίθεται στα τρόφιμα, και τη χοληκαλσιφερόλη (D3), η οποία συντίθεται από την 7-διυδροχοληστερόλη στο δέρμα. Η βιταμίνη D που μπορεί να προσληφθεί μέσω της τροφής περιέχεται σε λίγα μόνο τρόφιμα, όπως οι κρόκοι αυγών και τα λιπαρά ψάρια. Η βιταμίνη D (D3) είναι ουσιαστικά μια πρόδρομη μορφή στεροειδούς ορμόνης για τη σύνθεση της οποίας στο δέρμα ευθύνεται η υπεριώδης υπεριώδης ακτινοβολία.
Επιπλέον, η βιταμίνη αυτή είναι σημαντική για τη διατήρηση και την προαγωγή της υγείας των οστών, καθώς η κύρια λειτουργία της είναι η απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου από το έντερο και η εναπόθεσή τους στα οστά και τα δόντια.
Παράλληλα, η βιταμίνη D συμμετέχει στη ρύθμιση της οστικής μεταλλοποίησης και στην πρόληψη της οστεοπόρωσης και της ραχίτιδας. Επιπλέον, η βιταμίνη αυτή συμβάλλει στην υγεία και τη δύναμη των μυών, μειώνοντας τον κίνδυνο πτώσεων, ευθραυστότητας και καταγμάτων στους ηλικιωμένους. Επιπλέον, η βιταμίνη D συμβάλλει στην όξυνση της μνήμης και στη βελτίωση της διάθεσης, καταπολεμώντας την κατάθλιψη. Επίσης, προάγει τη φυσιολογική λειτουργία τόσο του νευρικού όσο και του ανοσοποιητικού συστήματος, διεγείροντας τους νευρώνες και συμβάλλοντας στην ανοσολογική απόκριση. Τέλος, η βιταμίνη D εμπλέκεται στην καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών συμπεριλαμβανομένης της νόσου Πάρκινσον.
Ρόλος Βιταμίνης D στην Πρόληψη της ΠΝ και στη Διαχείριση των συμπτωμάτων της
Η επάρκεια βιταμίνης D διαδραματίζει βασικό ρόλο στην προστασία από την πρόκληση ΠΝ. Σύμφωνα με έρευνες, η πλήρης έλλειψη βιταμίνης D στον ορό αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ΠΝ, λόγω των ανεξέλεγκτων οξειδωτικών και νευροτοξικών αντιδράσεων που εκτυλίσσονται στον οργανισμό, αναδεικνύοντας την αντιοξειδωτική και νευροπροστατευτική δράση της βιταμίνης αυτής. Ταυτόχρονα, οι χαμηλότερες ποσότητες βιταμίνης D στον οργανισμό φαίνεται να συμβαδίζουν με αυξημένα επίπεδα CRP στον ορό και, κατά συνέπεια, με υψηλότερα ποσοστά φλεγμονής, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης της ΠΝ. Επιπλέον, η ανεπάρκεια σε βιταμίνη D (επίπεδα βιταμίνης D <50 nmol/L) έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει στην επιβράδυνση της γνωστικής λειτουργίας και στην ταχύτερη γήρανση του εγκεφάλου δεδομένης της μειωμένης παραγωγής και έκκρισης αυξητικών παραγόντων, όπως ο νευροαναπτυξιακός και ο νευροτροφικός παράγοντας που παράγεται από τον εγκέφαλο, και της εξασθένησης της νευρωνικής λειτουργίας συμβάλλοντας σε μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης της ΠΝ.
Τι δείχνουν σχετικές Μελέτες;
Με βάση μελέτες ελέγχου περιπτώσεων, οι ασθενείς με εγκατεστημένη ΠΝ έχουν συνήθως χαμηλότερες συγκεντρώσεις βιταμίνης D στον ορό από ό,τι οι ασθενείς ελέγχου με παρόμοια χαρακτηριστικά62,63. Σύμφωνα με την έρευνα των Fahmy et al. (2020), οι οποίοι διερεύνησαν σε 50 ασθενείς και 50 άτομα ελέγχου, αιγυπτιακής καταγωγής, ηλικίας 45-70 ετών, τα επίπεδα της βιταμίνης 25-ΟΗ-D3, φάνηκε ότι στην ομάδα των ασθενών με ΠΝ τα επίπεδα της βιταμίνης ήταν ίσα με 6,10 ± 2,55 ng/ml, ενώ στην ομάδα ελέγχου ήταν ίσα με 7,46 ± 3,61 ng/ml, υποδεικνύοντας ανεπάρκεια βιταμίνης D στην πλειονότητα της ομάδας των ασθενών (45 από τους 50 ασθενείς με PD είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D). Το εύρημα αυτό συμφώνησε με μια σχετική αγγλική μελέτη ασθενών-μαρτύρων. Παρόλο που υπάρχουν πολλές έρευνες για το θέμα αυτό, δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως αν η ανεπάρκεια βιταμίνης D3 στον ορό αποτελεί αιτία ή συνέπεια της ΠΝ.
Εκτός από την προστασία από την ΠΝ, η βιταμίνη D φαίνεται επίσης να συνδέεται με την εξέλιξη και τη σοβαρότητα της νόσου αυτής. Με βάση μια διατομεακή μελέτη 120 Ιρανών ασθενών με ΠΝ το 2015, η οποία αποσκοπούσε στη διερεύνηση μεταξύ των επιπέδων βιταμίνης D3 και της σοβαρότητας της νόσου, καταδείχθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ υψηλότερων επιπέδων 25(OH)D3 και χαμηλότερης σοβαρότητας της ΠΝ, με την σχέση αυτή να είναι πιο εμφανής στους άνδρες ασθενείς, ηλικίας κάτω των 60 ετών. Το αντίθετο αποτέλεσμα διαπιστώθηκε σε ασθενείς άνω των 60 ετών, φαινόμενο που μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τα άτομα που ανήκουν σε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες έχουν συνήθως υψηλότερα ποσοστά ανεπάρκειας βιταμίνης D λόγω της μικρότερης έκθεσης στο ηλιακό φως. Από την άλλη πλευρά, άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι τα αυξημένα επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με χαμηλότερη βαρύτητα της ΠΝ, αλλά όχι με τη διάρκεια της νόσου, την ηλικία ή το φύλο των ασθενών.
Βάσει ορισμένων διατομεακών μελετών παρατήρησης, οι ασθενείς που πάσχουν από προχωρημένη ΠΝ παρουσιάζουν μεγαλύτερο επιπολασμό ανεπάρκειας βιταμίνης D σε σύγκριση με τους ασθενείς με πρώιμο ΠΝ, φαινόμενο που φαίνεται να σχετίζεται με μεγαλύτερη ακινησία και χαμηλότερη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία λόγω ηλικίας σε ασθενείς με προχωρημένη ΠΝ. Ορισμένες ασιατικές μελέτες κατέληξαν επίσης στο ίδιο συμπέρασμα, υποδηλώνοντας ότι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ΠΝ μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια βιταμίνης D. Αντίθετα, μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ασθενείς με πρώιμη ΠΝ είχαν μεγαλύτερη ανεπάρκεια βιταμίνης D από τους ασθενείς με πιο σοβαρή και μακροχρόνια υποβιταμίνωση D, γεγονός που μπορεί να δικαιολογηθεί από πιθανή προηγούμενη ανεπάρκεια της βιταμίνης D (πριν από την έναρξη της νόσου).
Συμπέρασμα
Παρόλο που έχουν διεξαχθεί αρκετές μελέτες που διερευνούν τη σχέση μεταξύ της ΠΝ και της βιταμίνης D και έχουν αναδείξει τη σημασία της βιταμίνης αυτής στην πρόληψη και τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της ΠΝ, τα αποτελέσματα είναι σε πολλές περιπτώσεις αντιφατικά και συγκεχυμένα. Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία η πραγματοποίηση περισσότερων μελετών που να συμβάλλουν στη διαλεύκανση του τρόπου συσχέτισης της βιταμίνης D με την ΠΝ