Οι ανάγκες του κάθε ατόμου σε υγρά, εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, η κατάσταση της υγείας, η θερμοκρασία και το επίπεδο υγρασίας του περιβάλλοντος, το κλίμα και η ενεργειακή πρόσληψη και δαπάνη.
Οι κύριες οδοί αποβολής είναι τα ούρα, το δέρμα, οι πνεύμονες και -σε μικρότερο βαθμό- τα κόπρανα. Η αίσθηση της δίψας αρχίζει να αναπτύσσεται, όταν έχουμε απώλεια υγρών πάνω από 1% του σωματικού βάρους. Αν το σωματικό βάρος μειωθεί πάνω από 5% λόγω αφυδάτωσης, τότε παρατηρούνται συμπτώματα, όπως αύξηση της αρτηριακής πίεσης, εξάντληση, πονοκέφαλος, μειωμένη αντοχή και συγκέντρωση, θαμπό και κουρασμένο δέρμα, ενώ αν το ποσοστό ξεπεράσει το 20%, μπορεί να επέλθει ακόμη και θάνατος.
Θα πρέπει να σημειωθεί, πως η αίσθηση της δίψας δεν είναι πάντα επαρκής ένδειξη για το επίπεδο υδάτωσης του σώματος, ειδικά στα βρέφη, τα μικρά παιδιά, τους υπερήλικες και τους αθλητές, εκτός του ότι θεωρείται αρκετά καθυστερημένο το σήμα της έλλειψης υγρών. Όταν διψάμε, η κατανάλωση νερού πρέπει να είναι άμεση. Επίσης, το χρώμα των ούρων αποτελεί ένα χρήσιμο δείκτη για το επίπεδο υδάτωσης, αφού τα σκουρόχρωμα (και άρα πυκνά) ούρα, αποτελούν ένδειξη ανεπαρκούς ενυδάτωσης.
Το Ινστιτούτο Ιατρικής της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, το 2004, ανέφερε πως το 80% των αναγκών μας καλύπτεται από πόσιμο νερό, αναψυκτικά, χυμούς, τσάι κ.ά. και το 20% από τρόφιμα. Παλαιότερα, ήταν ευρέως διαδεδομένη η άποψη, ότι η παρουσία της καφεΐνης μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα προκαλούσε, εξαιτίας της διουρητικής της δράσης. Σύγχρονες έρευνες όμως, επισημαίνουν ότι τα αναψυκτικά με καφεΐνη (τύπου cola), το τσάι και ο καφές συμμετέχουν στην διαδικασία της ενυδάτωσης. Επιπλέον, κάποιες έρευνες –αν και περιορισμένες- που μελέτησαν το τσάι σε σύγκριση με το νερό, όσον αφορά στην υδάτωση, κατέληξαν πως και το τσάι μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην υδάτωση του ανθρώπινου σώματος. Και αυτό, γιατί έχει πλέον αποδειχτεί ότι η διουρητική δράση της καφεΐνης είναι αμελητέα και δεν αλλοιώνει τη διαδικασία της ενυδάτωσης. Αντιθέτως, ποτά που περιέχουν αλκοόλ σε συγκέντρωση 10% ή περισσότερο, όπως τα περισσότερα κρασιά, οδηγούν τελικά σε απώλεια υγρών.
Επομένως, αφού η ενυδάτωση του οργανισμού είναι τόσο σημαντική, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, μια έξυπνη επιλογή είναι τα διάφορα τσάγια, που μας ενυδατώνουν επαρκώς, χωρίς να καταναλώνουμε επιπλέον ζάχαρη και θερμίδες. Τα κυριότερα είδη τσαγιού είναι το πράσινο, το μαύρο, το λευκό και το oolong. Μπορείτε να τα βρείτε σε διάφορες γεύσεις: λεμόνι, ροδάκινο, κόκκινά φρούτα, ακόμη και να κάνετε μίξεις διαφορετικών γεύσεων. Με τον τρόπο αυτό, έχετε τη δυνατότητα να δώσετε μια ευχάριστη γευστική νότα στην υδάτωσή σας.
Η διαφορά μεταξύ των τριών βασικών ειδών τσαγιού, έγκειται κυρίως στην επεξεργασία: Το πράσινο είναι αυτό που δεν έχει υποστεί ζύμωση και έχει τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε κατεχίνες. Τα τελευταία χρόνια, οι έρευνες κατά του καρκίνου και των καρδιαγγειακών παθήσεων έχει τοποθετήσει τα φλαβονοειδή (στα οποία ανήκουν οι κατεχίνες) στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, αφού έχουν ισχυρότατη αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδη και αντιθρομβωτική δράση.
Σε επιστημονική έρευνα, έχει επισημανθεί η θετική επίδραση του μαύρου τσαγιού στην πρόληψη ενάντια στη στεφανιαία νόσο, στον καρκίνου του παχέος εντέρου, στην διατήρηση της οστικής πυκνότητας, στην αναστολή δημιουργίας οδοντικής πλάκας και μια γενικότερη θετική επίδραση στην ψυχική υγεία.
Το πράσινο τσάι, από την άλλη μεριά, έχει συσχετιστεί θετικά και αυτό με τη σειρά του με την πρόληψη διαφόρων ειδών καρκίνου, των καρδιαγγειακών παθήσεων, τη μείωση και διατήρηση ενός φυσιολογικού σωματικού βάρους (συστηματική καθημερινή κατανάλωση πράσινου τσαγιού αυξάνει τις καύσεις κατά 3-4%) και την ενίσχυση της μικροκυκλοφορίας. Η μικροκυκλοφορία είναι σημαντική, αφού εξασφαλίζει την επαρκή παροχή οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών στο δέρμα. Επομένως, το πράσινο τσάι ενυδατώνει επαρκώς τον οργανισμό και συγχρόνως περιέχει ουσίες που δρουν προστατευτικά, ενάντια στις υπεριώδεις ακτινοβολίες.