H εγκυμοσύνη είναι μία περίοδος στην οποία η μέλλουσα μητέρα χρειάζεται να προσέξει ιδιαίτερα τη διατροφή της και την υγεία της γενικότερα, ώστε να εφοδιάσει το βρέφος με τις καλύτερες προοπτικές για την υγεία του στο μέλλον. Οι θερμιδικές απαιτήσεις της εγκύου πρέπει για κάθε περίπτωση να καθορίζονται από το διαιτολόγο. Το αποδεκτό εύρος πρόσληψης συνολικού λίπους κυμαίνεται από 20-35% της συνολικής καθημερινής ενεργειακής πρόσληψης.
Συστήνεται οι έγκυες να καταναλώνουν πλήρη γαλακτοκομικά, καθώς σύμφωνα με έρευνα, τα παιδιά των εγκύων που κατανάλωναν γιαούρτι με χαμηλά λιπαρά, είχαν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης άσθματος και επιπλέον δεν λάμβαναν τις λιποδιαλυτές βιταμίνες Α και D. Το εύρημα αυτό μπορεί να οφείλεται στην απουσία των προστατευτικών λιπαρών οξέων, στο γιαούρτι με χαμηλά λιπαρά.
Λιπαρά οξέα
Τα απαραίτητα λιπαρά οξέα πρέπει να λαμβάνονται μέσω της διατροφής, διότι δεν μπορούν να παραχθούν από το ανθρώπινο σώμα.
Α-λινολενικό οξύ
Το α-λινολενικό οξύ βρίσκεται σε αφθονία στα καρύδια, στην ελαιοκράμβη (κραμβέλαιο), το λιναρόσπορο και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά και αποτελεί το πρόδρομο μόριο για τη σύνθεση των σημαντικών ω-3 λιπαρών οξέων μακράς αλύσου EPA και DHA, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και λειτουργία του εγκεφάλου του εμβρύου, της όρασης και του κεντρικού νευρικού συστήματος, του καρδιαγγειακού συστήματος και στην αντίδραση του σώματος στη φλεγμονή.
Σύμφωνα με το Ιnstitute of Μedicine (2002/2005), η επαρκής ποσότητα για τα ω-6 λιπαρά οξέα είναι 13 γρ. την ημέρα και για τα ω-3 είναι 1,4 γρ την ημέρα. Η έγκυος μπορεί να καλύψει αυτές τις απαιτήσεις, καταναλώνοντας 1 κουταλιά ελαιολάδου ανά μερίδα φαγητού και προσθέτοντας στη διατροφή της 2 φορές την εβδομάδα ψάρια και θαλάσσινά.
Συζευγμένο λινολεϊκό οξύ (CLA)
Μεγάλος λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για το συζευγμένο λινολεϊκό οξύ (CLA). Το CLA, δεν είναι ένα απαραίτητο θρεπτικό στοιχείο για τον ανθρώπινο οργανισμό, αλλά οι σπουδαίες δράσεις του το καθιστούν «απαραίτητο». Διαθέτει αντιοξειδωτική δράση, αυξάνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, μειώνει τη χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια και την εμφάνιση τροφικών αλλεργιών και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Η ποσότητα που χρειάζεται το σώμα μας φτάνει μόλις τα 3,5 γραμμάρια μέσα από τη δίαιτα, ποσότητα που αντιστοιχεί σε μία φέτα τυρί, μια μερίδα μοσχαρίσιου κρέατος και ένα ποτήρι γάλα (με την προϋπόθεση να προέρχονται από ζώα ελεύθερης βοσκής, αφού το είδος της διατροφής του ζώου προσδιορίζει και τα επίπεδα του CLA στη δίαιτα). Βρίσκεται στα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα, το μοσχάρι και το αρνί.
Τι συστήνεται για την κατνάλωση λιπαρών ψαριών;
Οι έγκυοι, όπως προανέφερα, πρέπει να προσπαθούν να καταναλώνουν τουλάχιστον δύο μερίδες ψάρι την εβδομάδα, μια από τις οποίες πρέπει να είναι πλούσια σε λιπαρά. Ωστόσο, το 2004, ο Οργανισμός Προτύπων για τα Τρόφιμα (Food Standards Agency) του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσε νέες συμβουλές για την κατανάλωση λιπαρών ψαριών και συστήνει πλέον το πολύ δύο μερίδες λιπαρών ψαριών την εβδομάδα για τις εγκύους, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκθεσης σε διοξίνες και πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs), που είναι περιβαλλοντικοί ρύποι.
Οι έγκυοι ενθαρρύνονται επίσης να αποφεύγουν τους ξιφίες και να περιορίσουν την πρόσληψη τόνου, λόγω του κινδύνου έκθεσης σε μεθυλυδράργυρο, ο οποίος σε υψηλά επίπεδα μπορεί να είναι επιβλαβής για το αναπτυσσόμενο νευρικό σύστημα του εμβρύου.
Οι παραπάνω οδηγίες εστιάζονταν στη υγεία της εγκύου. Όμως ας δούμε πώς η διατροφή της εγκύου μπορεί άμεσα να επηρεάσει την υγεία του βρέφους και την μετέπειτα ζωή του.
Πώς επηρεάζει η διατροφή της εγκύου το βρέφος;
Η κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων (κυρίως βρίσκονται στα λιπαρά ψάρια) κατά την εγκυμοσύνη, προστατεύει το βρέφος από την ανάπτυξη άσθματος και αλλεργιών στη μετέπειτα ζωή του, ενώ η κατανάλωση πλήρους γάλακτος και τυριού προστατεύουν το βρέφος από την ανάπτυξη αναπνευστικών συριγμών.
Τα λιπαρά οξέα επίσης τροποποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα. Η πρόσληψη α-λινολενικού οξέος (στα σπορέλαια, τη μαργαρίνη, τα καρύδια και τα πράσινα φυλλάδη λαχανικά) από τη μητέρα κατά την κύηση οδηγεί σε μείωση του κινδύνου ανάπτυξης άσθματος στο βρέφος, ενώ αντίθετα, η πρόσληψη αραχιδονικού οξέος (στο λίπος των κρεάτων, στα αυγά και τα πλήρη γαλακτοκομικά) αυξάνει αυτόν τον κίνδυνο.
Ποια τα αποτελέσματα των ερευνών;
Η υπερβολική όμως πρόσληψη λίπους κατά την κύηση μπορεί να έχει δυσάρεστες επιπτώσεις. Τα νεογέννητα που προήλθαν, σύμφωνα με έρευνα σε ποντίκια, από μητέρες που τράφηκαν κατά την κύηση με πολλά λιπαρά, είχαν υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα τους, ζύγιζαν περισσότερο, είχαν αυξημένο λίπος και φλεγμονή στο συκώτι, οξειδωτικό στρες και υψηλότερη γλυκόζη και τριγλυκερίδια ορού από αυτά των οποίων οι μητέρες τράφηκαν με κανονική σε λίπος δίαιτα.
Σε αντίστοιχη έρευνα, βρέθηκε ότι οι μακάκοι που τράφηκαν κατά την εγκυμοσύνη με δίαιτα πλούσια σε λίπος, είχαν αυξημένους παράγοντες φλεγμονής στο αίμα του πλακούντα και μειωμένη ροή αίματος προς το έμβρυο, γεγονός που εξηγεί την αυξημένη συχνότητα αποβολών στη συγκεκριμένη ομάδα. Επίσης οι απόγονοί τους πήραν σε μικρή ηλικία επιπλέον βάρος. Οι αυξημένοι παράγοντες φλεγμονής μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγές στην ανάπτυξη του συστήματος της μελανοκορτίνης στο έμβρυο, αλλαγές που μπορεί να επηρεάσουν τον έλεγχο του βάρους, την αντίδραση στο στρες και την καρδιαγγειακή λειτουργία. Επίσης, σε έρευνα με πιθήκους, βρέθηκε ότι μία τέτοια δίαιτα κατά την κύηση, οδήγησε σε μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης άγχους στους απογόνους.
Άρα λοιπόν, χρειάζεται ισορροπημένη διατροφή και προσοχή στην υπερβολική πρόσληψη λίπους κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, καθώς αυτό έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην υγεία του παιδιού.