Κι άλλοι φόροι...; μια φράση που ηχεί σαν εφιάλτης πλέον στα αυτιά του Έλληνα πολίτη. Σε μια εποχή που η επιβολή νέων αλλά και η αύξηση των ήδη υπαρχόντων καραδοκούν κυριολεκτικά από μέρα σε μέρα, ποια άποψη θα είχατε αν τουλάχιστον οι φόροι αυτοί επιβάλλονταν σε ανθυγιεινά για τον οργανισμότρόφιμα;
Καιρό τώρα γίνονται συζητήσεις με στόχο την ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης της παχυσαρκίας. Μέχρι στιγμής, αυτές έχουν οδηγήσει στον εξαναγκασμό των εταιρειών γιακαταγραφή και τεκμηρίωση τόσο των συστατικών και των ισχυρισμών υγείας που αναγράφονται στις συσκευασίες των τροφίμων.
Ένα βήμα παραπέρα, λοιπόν, στην προσπάθεια εφαρμογής προγραμμάτων προστασίας της δημόσιας υγείας αποτελεί και η ιδέα για επιβολή ενός αυξημένου αλλά βιώσιμου και αποτελεσματικού φορολογικού συντελεστή για όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, σε τρόφιμα με αυξημένη περιεκτικότητα σε κορεσμένα και transλιπαρά αλλά και σε ζάχαρη.Με τη σειρά του, τρόφιμα ωφέλιμα για τον οργανισμό, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά,θα φορολογούνταν λιγότερο. Ιδιαίτερα έξυπνο και δελεαστικό στο πρώτο άκουσμα, δε νομίζετε;
Σύμφωνα με τον οργανισμό EUFIC- European Food Information Council- μία τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο κυρίως πρόληψης της παχυσαρκίαςκαι όχι αντιμετώπισης, καθώς αυτό θα ήταν λιγότερο δραστικό για τα ήδη παχύσαρκα άτομα. Δεν χρειάζεται φυσικά να επισημάνουμε τον αντίκτυπο στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού, καθώς η μικρότερη κατανάλωση βλαβερών τροφίμων, συνεπάγεταικαλύτερες βιοχημικές εξετάσεις, μειωμένη χρήση των υπηρεσιών υγείας αλλά καιλιγότερες κρατικές δαπάνες για τις υπηρεσίες αυτές! Φανταστείτε λοιπόν, το όφελος όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και σε κρατικό επίπεδο ιδιαίτερα αν τα έσοδα ενός τέτοιου προγράμματος τροφοδοτούσαν στόχους υγείας- ευεξίας και προγράμματα κατά της παχυσαρκίας...
Ίσως μέχρι στιγμής ακούγεται απλό και εφικτό. Αλλά τα εμπόδια δεν λείπουν. Βασικός σκόπελος είναι η ομοφωνία όλων των κρατών μελών προς αυτή την κατεύθυνση, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής νομοθεσίας- κάτι που προς το παρόν δεν υπάρχει ακόμη. Στην παρούσα φάση, υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης, ιδιαίτερα όταν άλλα συμφέροντα συνδέονται με ανάλογες στρατηγικές. Εστιάζοντας σε μία χώρα που για μικρό χρονικό διάστημα πήρε την πρωτοβουλία εφαρμογής του προγράμματος αυτού, τη Δανία, παρατηρούμε ότι τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα από όσο φαντάζουν αρχικά. Οαυξημένος φόρος, που είχε επιβληθεί στα κορεσμένα λιπαρά, είχε ως συνέπεια την μείωση στις πωλήσεις του βουτύρου κατά 700 τόνους και των μπισκότων κατά 500 τόνους. Οι δε επιχειρήσεις μετακόμισαν στη γειτονική Γερμανία, λόγω του ευνοϊκότερου φορολογικού περιβάλλοντος. Τα σημαντικά μειωμένα έσοδα της χώρας δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν στην άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης και στην κατάργηση της νομοθεσίας που είχε επιβληθεί.
Στην Ελλάδα, στις αρχές του χρόνου που διανύουμε, μια ανάλογη πρόταση επεξεργάστηκε το Υπουργείο Υγείας, υπό την εισήγηση της Επιστημονικής Επιτροπής Διατροφικής Πολιτικής. Τελικά,το σχέδιο δε φαίνεται να δρομολογείται, τουλάχιστον όχι άμεσα.Ο αντίλογος στην εφαρμογή του εστιάζει στην άποψη ότι η παχυσαρκία αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα η αντιμετώπιση του οποίου χρήζει διατροφική εκπαίδευση και ενημέρωση. Επιπλέον, ένα ανάλογο μέτρο θα έχει δυσμενές αντίκτυπο και θα πλήξει κυρίως άτομα με μειωμένο εισόδημα. Μία ακόμα ισχυρή αντίρρηση είναι και ότι η ταμπέλα του «απαγορευμένου» για κάποια ανθυγιεινά τρόφιμα, τα κάνει τελικάπιο θελκτικά στα μάτια του καταναλωτή.
Συνοψίζοντας, ζώντας σε ένα περιβάλλον με καθημερινές μειώσεις μισθών και δυσμενή μέτρα για την τσέπη του Έλληνα πολίτη, ίσως θα ήταν πιο ωφέλιμο ένας αναπόφευκτοςφόρος να εστίαζε στα ανθυγιεινά προϊόντα. Αναμφισβήτητα, υπάρχουν εμπόδια που πρέπει να αξιολογηθούν εκ των προτέρων αλλά και να αντιμετωπιστούν κατάλληλα σε περίπτωση εφαρμογής της στρατηγικής αυτής. Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι αν ένα ανάλογο πρόγραμμα υγείας δεν απεμπλακεί από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, είναι σχεδόν αδύνατον να υλοποιηθεί...