Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Διαιτολόγων (European Federation of the Associations of Dietitians) αποτελεί τη φωνή 35.000 Ευρωπαίων διαιτολόγων σε 29 ευρωπαϊκές χώρες που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από τους μισούς επαγγελματίες στην Ευρώπη. Πρόσφατα, η ομοσπονδία αυτή εξέδωσε έναν οδηγό σχετικά με τη σημασία της διατροφής ως επένδυση για την υγεία των Ευρωπαίων.
Η ανάγκη για τη βελτίωση της υγείας των ενηλίκων και των παιδιών είναι άλλωστε πιο κρίσιμη από ποτέ. Παγκοσμίως, η συχνότητα εμφάνισης των χρόνιων νοσημάτων που σχετίζονται με τη διατροφή ολοένα και αυξάνεται. Από το 1990 έως το 2015, ο κίνδυνος υψηλού δείκτη μάζας σώματος (δείκτης υπέρβαρου και παχυσαρκίας), υψηλής γλυκόζης αίματος (δείκτης για την αντίσταση στην ινσουλίνη και το διαβήτη) και η χρήση φαρμάκων αυξήθηκαν κατακόρυφα – αφού αυξήθηκαν και όλοι οι παράγοντες μεταβολικού κινδύνου που αυξάνουν τον κίνδυνο χρόνιων νοσημάτων όπως ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο καρκίνος και οι χρόνιες αναπνευστικές νόσοι. Σήμερα, τα παραπάνω είναι υπεύθυνα για το 71% όλων των θανάτων παγκοσμίως και τα επόμενα χρόνια οι ασθένειες που σχετίζονται με τη διατροφή θα αντιπροσωπεύουν το 80% της νοσηρότητας.
Οικονομικές παράμετροι της Διατροφής: ο ρόλος των Διαιτολόγων
Ενώ οι οικονομικές αναλύσεις σχετικά με τη διατροφή είναι περιορισμένες, αρκετές έχουν διεξαχθεί ως προς τo κόστος-όφελος και το κόστος-αποτελεσματικότητα της διατροφικής θεραπείας σε διάφορους πληθυσμούς ασθενών.
Φαίνεται λοιπόν πως για κάθε 1€ που δαπανάται για διατροφική συμβουλευτική, η κοινωνία έχει εκτός από τα οφέλη για την υγεία και καθαρό οικονομικό όφελος από 14€ έως 63€
Η Διατροφή αποτελεί ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας υγειονομικής περίθαλψης
Οι διαιτολόγοι καλούν τους πολιτικούς ηγέτες σε ολόκληρη την Ευρώπη να διαθέσουν πόρους για την κάλυψη των διαιτολογικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της υγειονομικής περίθαλψης κάθε χώρας. Οι διαιτολόγοι άλλωστε είναι οι επαγγελματίες που μπορούν να διαμορφώσουν την ολοκληρωμένη υγειονομική περίθαλψη, καθώς και να παρέχουν αυτή τη φροντίδα μέσω της διατροφής προς το κοινό. Ωστόσο, στα περισσότερα κράτη-μέλη οι διαιτολόγοι δεν εκπροσωπούνται σοβαρά στην υγειονομική περίθαλψη. Αυτή η έλλειψη ολοκληρωμένης υγειονομικής περίθαλψης, όπου η διατροφή δεν είναι ένα μέρος της αλυσίδας των παροχών υγείας, οδηγεί σε αύξηση της νοσηρότητας νέων και ηλικιωμένων πολιτών και σε αυξημένο κόστος για τη δημόσια υγεία.
Η ολοκληρωμένη ένταξη της διατροφικής υποστήριξης στο δημόσιο σύστημα υγείας κρίνεται λοιπόν απαραίτητη
Βελτιωμένα αποτελέσματα για την υγεία μέσω της διατροφής
Δεδομένης της σημασίας των διατροφικών επιλογών στη διατήρηση της υγείας, οι διαιτολόγοι αναγνωρίζουν ότι η υγεία και επομένως η ποιότητα ζωής μπορούν να βελτιωθούν μέσω της διατροφής. Η διατροφή είναι κρίσιμη για πολλές ασθένειες και καταστάσεις τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά όπως σε εγκαύματα, στις διατροφικές διαταραχές, στις διανοητικές και αναπτυξιακές δυσλειτουργίες, στις αλλεργίες, σε μολυσματικές ασθένειες, σε ασθένειες των πνευμόνων, στα καρδιαγγειακά νοσήματα, στο διαβήτη, τον καρκίνο, την παχυσαρκία, στις νευρολογικές ασθένειες, στις παθήσεις των νεφρών και πολλές άλλες. Οι διαιτολόγοι εργάζονται σε κοινοτικό, ακαδημαϊκό, ιδιωτικό και κλινικό περιβάλλον για να εξυπηρετήσουν καθέναν από αυτούς τους πληθυσμούς ασθενών για να βελτιστοποιήσουν τελικά την υγεία. Ενώ το είδος της διατροφικής θεραπείας ποικίλλει ανάλογα με την κατάσταση υγείας, σε όλες τις περιπτώσεις οι διαιτολόγοι χρησιμοποιούν επιστημονικά στοιχεία και κατευθυντήριες γραμμές και είναι οι μόνοι κατάλληλα καταρτισμένοι επιστήμονες για να παρέχουν εξατομικευμένη φροντίδα.
Οι βιώσιμες δίαιτες οδηγούν σε έναν πιο υγιή πληθυσμό και στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), οι βιώσιμες διατροφές είναι εκείνες με χαμηλές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συμβάλλουν στην ασφάλεια των τροφίμων και της διατροφής και στην υγιή ζωή των σημερινών και των μελλοντικών γενεών. Οι βιώσιμες δίαιτες προστατεύουν και σέβονται τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, είναι αποδεκτές από πολιτιστική άποψη, προσβάσιμες, οικονομικά δίκαιες και προσιτές. Παράλληλα είναι επαρκείς σε θρεπτικά συστατικά ενώ βελτιστοποιούν τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Οι διαιτολόγοι - εξαιτίας της εξειδικευμένης κατάρτισης και της εμπειρίας τους στην επιστήμη των τροφίμων, στις ανάγκες της κοινότητας, στην αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς και στην προαγωγή της ανθρώπινης υγείας - είναι οι κατάλληλοι για να οδηγήσουν τον ευρωπαϊκό πληθυσμό σε ένα πιο βιώσιμο πρότυπο διατροφής. Έτσι, η επένδυση στο ρόλο του διαιτολόγου σε όλη την Ευρώπη μπορεί να έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο στην κοινωνία και το περιβάλλον.
Ενδυνάμωση και αλλαγή συμπεριφοράς: το κλειδί για πιο υγιεινή διατροφή
Οι διαιτολόγοι μπορούν να καθοδηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη σχέση τους και τη συμπεριφορά τους ως προς τα τρόφιμα και το φαγητό. Αυτή η προσέγγιση αναγνωρίζει ότι η κατανάλωση τροφής που προάγει την υγεία και την ευημερία έχει δύο βασικά συστατικά: την ικανότητα του ατόμου να ανταποκρίνεται στις διατροφικές του ανάγκες και την αναγνώριση των ψυχολογικών και κοινωνικών διαστάσεων της διατροφής. Η αλλαγή της συμπεριφοράς ως προς την διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών απαιτεί παρεμβάσεις για τη βελτίωση των κινήτρων και των δεξιοτήτων των ανθρώπων.
Η ισχύς εν τη ενώσει: συμμετοχή και άλλων επαγγελματιών υγείας
Για τη διάγνωση, την παρακολούθηση και τη θεραπεία αυτών των ασθενειών, οι διαιτολόγοι καλούν και άλλους επαγγελματίες υγείας να βοηθήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ορισμένες οργανώσεις εργάζονται ήδη επιμελώς για να δημιουργήσουν γέφυρες μεταξύ των επαγγελματιών του τομέα της υγείας και να ενσωματώσουν τη διατροφή στην υγειονομική περίθαλψη. Τέλος, μια ακόμη βιώσιμη προσέγγιση είναι η εκπαίδευση άλλων επαγγελματιών του τομέα της υγείας σχετικά με τη σημασία της διατροφικής θεραπείας. Αυτή η προσέγγιση του train-the-trainer θα επιτρέψει σε άλλους επαγγελματίες του τομέα της υγείας να γνωρίζουν πότε και πώς να θέσουν ζητήματα διατροφής και πότε να αναφερθούν σε διαιτολόγο, μεγιστοποιώντας έτσι την εμβέλεια και ενθαρρύνοντας μεγαλύτερο συντονισμό και συνεργασία μεταξύ της ευρύτερης διεπιστημονικής ομάδας υγείας.