Blog

Μικροθρεπτικά συστατικά και λειτουργία του ανοσοποιητικού με έμφαση στις ιογενείς λοιμώξεις

της Ευδοκίας Σεκλιζιώτη
01 Αυγούστου 2023
15201 Προβολές
10 λεπτά να διαβαστεί
Μικροθρεπτικά συστατικά και λειτουργία του ανοσοποιητικού με έμφαση στις ιογενείς λοιμώξεις

Photo source: www.canva.com

Εν όψει της νέας πανδημίας του COVID-19, εκτός από την ερευνητική δραστηριότητα για τα πιθανά εμβόλια και την αποτελεσματική θεραπεία, αυξάνεται και το ενδιαφέρον γύρω από τον ρόλο της διατροφής στην ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού. Όλα τα μικροθρεπτικά συστατικά των τροφών (βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία) συνδέονται παραδοσιακά με την εύρυθμη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Οι βιταμίνες A, D, E, C και ο ψευδάργυρος, παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην έμφυτη όσο και στην επίκτητη ανοσία, ενώ η ανεπάρκεια ή έλλειψη των εν λόγω συστατικών, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την άμυνα του οργανισμού και να μειώσει την αντοχή στις λοιμώξεις.

Για τα παραπάνω συστατικά (με εξαίρεση τη βιταμίνη Ε), έχουν διατυπωθεί επίσημοι ισχυρισμοί υγείας από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), σχετικά με τη συμβολή τους στη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την επάρκεια των μικροθρεπτικών συστατικών;

Ο αποκλεισμός ορισμένων τροφίμων λόγω περιορισμένης διαθεσιμότητας, χαμηλού εισοδήματος ή τρόπου ζωής (π.χ. αυστηρή χορτοφαγία) μπορεί να επηρεάσει την επάρκεια του ατόμου σε μικροθρεπτικά συστατικά.

Η εποχικότητα μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα κάποιων βιταμινών. Για παράδειγμα, η πρόσληψη βιταμίνης C μπορεί να είναι υψηλότερη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν τα φρούτα και τα λαχανικά καταναλώνονται πιο συχνά. Αντίστοιχα, η έλλειψη βιταμίνης D είναι χαμηλότερη κατά τη φθινοπωρινή περίοδο και υψηλότερη μετά τη χειμερινή περίοδο.

Κατά τη διάρκεια της άσκησης και της εφίδρωσης, μπορεί να υπάρχουν απώλειες σε μέταλλα και ιχνοστοιχεία όπως το μαγνήσιο, ο ψευδάργυρος και ο σίδηρος. Επιπλέον, η αυξημένη σωματική δραστηριότητα κινητοποιεί τα αποθέματα μικροθρεπτικών συστατικών για την παραγωγή ενέργειας, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται συχνά χαμηλές συγκεντρώσεις βιταμινών και μετάλλων σε αθλούμενους.

Σημαντικό ρόλο παίζει και η βιοδιαθεσιμότητα, δηλαδή ο βαθμός απορρόφησης των συστατικών από τις τροφές. Για παράδειγμα, η απορρόφηση του σιδήρου από ζωικές πηγές είναι υψηλότερη σε σχέση με τις φυτικές πηγές.

Η επαρκής πρόσληψη θρεπτικών ουσιών είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση μίας λοίμωξης, ωστόσο δεν είναι πάντα εφικτή, λόγω της μειωμένης όρεξης και της χρήσης αντιβιοτικών, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένη απορρόφηση των μικροθρεπτικών συστατικών από τον οργανισμό.

Πώς σχετίζονται τα μικροθρεπτικά συστατικά με τις ιογενείς λοιμώξεις;

Βιταμίνη Α

Η βιταμίνη Α είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της φυσιολογικής όρασης, την ανάπτυξη και προστασία του επιθηλίου (κύτταρα στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους σχηματίζοντας επιφάνειες) και την ακεραιότητα των βλεννογόνων του οργανισμού. Παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στη χυμική, όσο και στην κυτταρική ανοσία.

Η συμπλήρωση με βιταμίνη Α φαίνεται να μειώνει τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από τις επιπλοκές ορισμένων λοιμώξεων, όπως η πνευμονία που σχετίζεται με την ιλαρά, η λοίμωξη από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV), και η ελονοσία. Ωστόσο, η συμπλήρωση με βιταμίνη Α δεν φάνηκε να μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης πνευμονίας ή λοιμώξεων του κατώτερου αναπνευστικού σε παιδιατρικούς ασθενείς.

Χορήγηση βιταμίνης Α και ανοσοαπάντηση στον εμβολιασμό 

Η συμπλήρωση με βιταμίνη Α σε βρέφη φάνηκε να βελτιώνει την απόκριση των αντισωμάτων σε ορισμένα εμβόλια, όπως της ιλαράς. Ενισχυμένη ανοσοαπόκριση στον εμβολιασμό έναντι του ιού της γρίπης παρατηρήθηκε με τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμινών Α και D, σε παιδιά ηλικίας 2-8 ετών τα οποία είχαν χαμηλά επίπεδα των βιταμινών κατά την έναρξη.

Βιταμίνη D

H βιταμίνη D είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την έμφυτη, όσο και για την επίκτητη ανοσία. Φαίνεται να ενισχύει τα ανοσοκύτταρα του αναπνευστικού συστήματος και να αυξάνει τα επίπεδα ουσιών όπως η καθελισιδίνη και η ντεφενσίνη, οι οποίες εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό των ιών.

Επιπλέον, μειώνει την παραγωγή προφλεγμονωδών κυτοκινών (ως απάντηση του οργανισμού στις ιογενείς λοιμώξεις) οι οποίες προκαλούν φλεγμονή στην επένδυση των πνευμόνων, οδηγώντας σε πνευμονία.

Τα επιδημιολογικά δεδομένα έχουν συνδέσει την ανεπάρκεια της βιταμίνης D με αυξημένη ευαισθησία σε οξείες ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις. Ωστόσο, τα αποτελέσματα τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών ως προς τον ρόλο της βιταμίνης D στην πρόληψη των οξέων λοιμώξεων του αναπνευστικού παρουσιάζονται αντικρουόμενα και αποδίδονται στις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις (π.χ. το δοσολογικό σχήμα, η βιταμινική κατάσταση των πληθυσμών κατά την έναρξη της συμπλήρωσης κ.ά.).

Τα πρόσφατα δεδομένα

Η πιθανή προστατευτική δράση της βιταμίνης D έναντι των λοιμώξεων του αναπνευστικού που οφείλονται σε ιούς, ενδέχεται να είναι ανάλογη των επιπέδων της βιταμίνης στον οργανισμό.

Για παράδειγμα, νέα μελέτη με στοιχεία από τρία νοσοκομεία της Νοτίου Ασίας, έδειξε ότι οι νοσούντες από COVID-19 με επαρκή επίπεδα βιταμίνης D (>30ng/ml), είχαν ήπια κλινική εικόνα της νόσου, ενώ οι ασθενείς με έλλειψη (<20ng/ml), παρουσίασαν βαριά πορεία της νόσου.

Σε μία άλλη μετα-ανάλυση 25 τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών με 11.321 συμμετέχοντες ηλικίας 0-95 ετών, η συμπλήρωση με βιταμίνη D φάνηκε να είναι μια ασφαλής στρατηγική για την προστασία έναντι της οξείας αναπνευστικής λοίμωξης τόσο σε άτομα με επαρκή επίπεδα, όσο και σε άτομα με χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης [25(OH)D3 <25 nmol/L].

Ποιο είναι το προτεινόμενο δοσολογικό σχήμα;

To βέλτιστο εύρος φαίνεται να κυμαίνεται μεταξύ 40-60ng/ml (100-150nmol/l). Για να επιτευχθούν αυτά τα επίπεδα, η λήψη εκτιμάται ότι θα πρέπει να προσεγγίζει τις 2000-5000IU βιταμίνης D3 ημερησίως, ενώ η έναρξη της συμπλήρωσης θα πρέπει να ξεκινά αρκετούς μήνες πριν την χειμερινή περίοδο.

Κάποιοι ερευνητές προτείνουν τη λήψη 10.000IU/ημέρα για ένα μήνα για την ταχεία αύξηση των επιπέδων της 25(OH)D3 στο επιθυμητό εύρος των 40-60ng/ml. Για να διατηρηθεί αυτό το επίπεδο μετά τον πρώτο μήνα, η δόση μπορεί να μειωθεί σε 5000IU ημερησίως. Η ταυτόχρονες δόσεις συμπληρωμάτων ασβεστίου δεν θα πρέπει να είναι υψηλές, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο υπερασβεστιαιμίας που μπορεί να επιδράσει αρνητικά στον καρδιακό ρυθμό.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πολύ υψηλές προσλήψεις βιταμίνης D μέσω συμπληρωμάτων συμβάλλουν στην πρόληψη και θεραπεία του COVID-19.

Οι υπερβολικές δοσολογίες ελλοχεύουν κινδύνους για την υγεία, κυρίως για τα άτομα με μειωμένη νεφρική λειτουργία. 

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η ημερήσια δοσολογία δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις 4.000IU (100mg) χωρίς ιατρική επίβλεψη ή καθοδήγηση από εξειδικευμένο επαγγελματία υγείας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περισσότερες μελέτες.

Βιταμίνη Ε

Η βιταμίνη Ε συμβάλλει στην προστασία των κυττάρων από το οξειδωτικό stress και ρυθμίζει την ανοσολογική απόκριση. Η ανεπάρκεια βιταμίνης Ε φαίνεται να επηρεάζει τόσο την κυτταρική (Τ-λεμφοκύτταρα), όσο και τη χυμική ανοσία (Β-λεμφοκύτταρα, παραγωγή αντισωμάτων). 

Βιταμίνη Ε και χρόνια ιογενής ηπατίτιδα Β

Θετικές ήταν οι επιδράσεις της βιταμίνης Ε στη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας Β (HBV) σε μία πιλοτική τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή (RCT), όπου παρατηρήθηκε σημαντικά υψηλότερη ομαλοποίηση των ηπατικών ενζύμων και HBV-DnA αρνητικοποίηση (εξέταση που καθορίζει αν ο ιός είναι σε ενεργό πολλαπλασιασμό και δραστηριότητα) στην ομάδα που έλαβε βιταμίνη Ε.

Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και στον παιδιατρικό πληθυσμό μετά από θεραπεία με τη βιταμίνη, με υψηλότερη ιολογική απόκριση και ορομετατροπή της HΒeAg σε anti-HΒe (φάση κάθαρσης από τον ιό).

Επίδραση σε λοιμώξεις του αναπνευστικού

Κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι η συμπλήρωση με βιταμίνη Ε μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία του αναπνευστικού.

Μία μελέτη σε καπνιστές ηλικίας 50-69 ετών έδειξε ότι η συμπλήρωση με βιταμίνη Ε αυξάνει τον κίνδυνο πνευμονίας. Επιπλέον, η συμπλήρωση με 200IU βιταμίνης Ε ημερησίως για έναν χρόνο σε 617 ηλικιωμένους που φιλοξενούνταν σε γηροκομεία, μείωσε τον κίνδυνο λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού, όχι όμως και του κατώτερου αναπνευστικού.

Βιταμίνη C

Είναι γνωστό ότι η βιταμίνη C συμβάλλει στη διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Υποστηρίζει την ομαλή λειτουργία του επιθηλιακού φραγμού έναντι των ξένων εισβολέων, προάγει τη μετανάστευση των λευκών αιμοσφαιρίων προς την περιοχή της φλεγμονής και ενισχύει τη διαδικασία της φαγοκυττάρωσης (μηχανισμός περιορισμού και απομάκρυνσης παθογόνων μικροοργανισμών και ορισμένων ιών).

Η ανεπάρκεια της εν λόγω βιταμίνης, συνδέεται με μειωμένη βακτηριοκτόνο ικανότητα καθώς και με μειωμένη αντοχή σε μικροβιακές λοιμώξεις. 

Tι ισχύει για το κοινό κρυολόγημα; 

Η βιταμίνη C φαίνεται να δρα ως ήπιος αντιισταμινικός παράγοντας, ανακουφίζοντας από τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος, όπως το φτέρνισμα και η ρινική συμφόρηση/καταρροή.

Μετα-ανάλυση με περισσότερους από 11.000 εθελοντές, έδειξε ότι η χορήγηση ≥200mg βιταμίνης C/ημέρα, μειώνει τη διάρκεια του κοινού κρυολογήματος (το οποίο συνήθως οφείλεται σε ιογενείς λοιμώξεις) κατά 8% στους ενήλικες και κατά 14% στα παιδιά. Όταν οι δόσεις αυξήθηκαν σε 1-2gr ημερησίως, η διάρκεια του κοινού κρυολογήματος μειώθηκε κατά 18% στα παιδιά. Πρακτικά, η διάρκεια του κρυολογήματος μειώθηκε κατά μία ημέρα.

Σε αρκετές από τις μελέτες που συμπεριλήφθηκαν, συμμετείχαν μαραθωνοδρόμοι και στρατιώτες που εκπαιδεύτηκαν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και σε εξαντλητική προπόνηση. Παρατηρήθηκε ότι όσοι έλαβαν το συμπλήρωμα, είχαν 50% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κρυολόγημα σε σύγκριση με την ομάδα εικονικού φαρμάκου.

Ωστόσο, το επίπεδο του οφέλους δεν δικαιολογεί τη συμπλήρωση με βιταμίνη C στον γενικό πληθυσμό.

Βιταμίνη C και πνευμονία

Τα άτομα με ανεπάρκεια βιταμίνης C φαίνεται να είναι πιο επιρρεπή σε σοβαρές λοιμώξεις του αναπνευστικού, όπως η πνευμονία.

Tα επίπεδα της βιταμίνης C μειώνονται κατά τη διάρκεια μιας λοίμωξης, αυξάνοντας τις ανάγκες για επιπλέον πρόσληψη.

Σε πρόσφατη μετα-ανάλυση παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του κινδύνου πνευμονίας με τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης C, κυρίως σε άτομα με χαμηλή διατροφική πρόσληψη. Σε ηλικιωμένους ασθενείς, η σοβαρότητα της λοίμωξης και ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκαν, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου τα αρχικά επίπεδα βιταμίνης C στο πλάσμα του αίματος ήταν χαμηλά.

Όσον αφορά στους πιθανούς μηχανισμούς, είναι καλά τεκμηριωμένο ότι οι λοιμώξεις ενεργοποιούν τα φαγοκύτταρα τα οποία απελευθερώνουν δραστικές μορφές οξυγόνου (Reactive Oxygen Species – ROS), οι οποίες προκαλούν βλάβη στα συστατικά των κυττάρων. Η βιταμίνη C είναι γνωστή για την ισχυρή αντιοξειδωτική της δράση, προστατεύοντας τα κύτταρα από το οξειδωτικό stress.

Τα κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με πνευμονία σχετιζόμενη με τον COVID-19 στην πόλη Ουχάν της Κίνας, έδειξαν ότι το 26% μεταφέρθηκε στη ΜΕΘ λόγω επιπλοκών, όπως το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) και το σηπτικό σοκ.

Πρόσφατη τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή που πραγματοποιήθηκε στις Η.Π.Α. σε 176 ασθενείς με σήψη σχετιζόμενη με ARDS, έδειξε ότι η χορήγηση 15gr/ημέρα ενδοφλέβιας βιταμίνης C για 4 ημέρες, μπορεί να μειώσει τη θνησιμότητα σε αυτή την ομάδα ασθενών.

Νέα κλινική δοκιμή με υψηλές δόσεις σε ασθενείς με COVID-19

Νέα τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο δοκιμή διεξάγεται ώστε να διερευνηθεί η επίδραση υψηλών δόσεων ενδοφλέβιας βιταμίνης C (24gr/ημέρα για 7 ημέρες) στην έκβαση της υγείας 140 ατόμων που έχουν προσβληθεί από τον COVID-19, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβρη. Οι ερευνητές σκοπεύουν να αξιολογήσουν την ανάγκη για μηχανικό αερισμό, τον χρόνο παραμονής στη ΜΕΘ, το σκορ ανεπάρκειας οργάνων, καθώς και τη θνησιμότητα στις 28 ημέρες.

Ψευδάργυρος 

Ο ψευδάργυρος παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανοσοποιητικού. Η ανεπάρκεια ψευδαργύρου οδηγεί σε μειωμένο σχηματισμό, ενεργοποίηση και ωρίμανση των λεμφοκυττάρων και αποδυναμώνει την έμφυτη ανοσία του οργανισμού. Έχει συνδεθεί με αυξημένη ευαισθησία σε ιογενείς λοιμώξεις όπως ο HIV και η ηπατίτιδα C (HCV).

Ψευδάργυρος και λοιμώξεις του αναπνευστικού

Τα παιδιά με έλλειψη ψευδαργύρου είναι πιο επιρρεπή σε διάρροια και αναπνευστικές λοιμώξεις.

Μία ανασκόπηση έδειξε ότι η συμπλήρωση παιδιών ηλικίας κάτω των 5 ετών με ψευδάργυρο για περισσότερο από 3 μήνες, θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική στην πρόληψη της πνευμονίας. Ωστόσο τα στοιχεία για διάρκεια συμπλήρωσης μικρότερη των 3 μηνών δεν ήταν τόσο ισχυρά.

Πρόσφατη μελέτη σε 103 παιδιά ηλικίας 30 ημερών-5 ετών με πνευμονία, έδειξε μία στατιστικά σημαντική κλινική βελτίωση (διάρκεια λοίμωξης, αναπνευστικός ρυθμός, κορεσμός οξυγόνου) στην ομάδα που έλαβε συμπλήρωμα ψευδαργύρου σε σύγκριση με την ομάδα εικονικού φαρμάκου.

Όσον αφορά στον ηλικιωμένο πληθυσμό, η ανεπάρκεια ψευδαργύρου σχετίζεται με μειωμένη αντίσταση σε παθογόνους μικροοργανισμούς και με αυξημένη συχνότητα/διάρκεια της πνευμονίας, ωστόσο δεν έχουν ακόμη καθοριστεί οι δοσολογίες συμπλήρωσης που θα μπορούσαν να δράσουν ευεργετικά.

Συμπλήρωση με Συνδυασμό Μικροθρεπτικών Συστατικών

Σε νεαρούς ενήλικες, η συμπλήρωση με συνδυασμό μικροθρεπτικών συστατικών είχε ως αποτέλεσμα σημαντικά λιγότερα επεισόδια λοιμώξεων.

Σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, η λήψη πολυβιταμινούχου συμπληρώματος οδήγησε σε μικρότερη διάρκεια, όχι όμως και σε μικρότερη συχνότητα λοιμώξεων. Η επίδραση ήταν πιο ευεργετική σε ηλικιωμένους ενήλικες με υποθρεψία και σε όσους έλαβαν το συμπλήρωμα για περισσότερο από 6 μήνες.

Μία άλλη τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική δοκιμή, έδειξε ότι η συμπλήρωση με πολυβιταμινούχο σκεύασμα ή βιταμίνη Ε, δεν έχει ευεργετική επίδραση στη συχνότητα και στη σοβαρότητα των οξέων λοιμώξεων του αναπνευστικού σε ηλικιωμένους με καλή κατάσταση θρέψης που φιλοξενούνταν σε γηροκομεία. Αντιθέτως, στην ομάδα που έλαβε το συμπλήρωμα της βιταμίνης Ε, παρατηρήθηκε αυξημένη διάρκεια της λοίμωξης και των συμπτωμάτων της.

Συμπεράσματα και συστάσεις

Οι μέχρι τώρα μελέτες δείχνουν ότι η συμπλήρωση με μεμονωμένα συστατικά ή συνδυασμό συστατικών με στόχο την προστασία ή τη θεραπεία έναντι των ιογενών λοιμώξεων, φαίνεται να προσφέρει μέτρια οφέλη, αλλά μόνο σε άτομα με μειωμένη διατροφική πρόσληψη ή όταν τα αρχικά επίπεδα στον οργανισμό είναι χαμηλά.

Σύμφωνα με τα δεδομένα, η συμπλήρωση θα πρέπει να διαρκεί για ένα ικανό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 3 μήνες) ώστε να θεωρηθεί αποτελεσματική. Ωστόσο, αρκετές από τις εν λόγω μελέτες παρουσιάζουν περιορισμούς, όπως η μη καταγραφή της μικροθρεπτικής κατάστασης των συμμετεχόντων πριν από τη συμπλήρωση και η διεξαγωγή των μελετών σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, καθιστώντας δύσκολη τη γενίκευση των αποτελεσμάτων σε ανεπτυγμένες χώρες.

Χρειάζονται περαιτέρω έρευνες όσον αφορά στον πιθανό ρόλο της συμπλήρωσης ως μέρος πρόληψης και θεραπείας ιογενών λοιμώξεων (συμπεριλαμβανομένου και του COVID-19). Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα για ειδικές διατροφικές συστάσεις στον γενικό πληθυσμό εν όψει της πανδημίας του COVID-19, πέρα από την εστίαση στην ελληνική μεσογειακή διατροφή.

Οι υψηλές δοσολογίες συμπληρωμάτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες (π.χ. κόπωση, διάρροια) και ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρότερα προβλήματα όπως βλάβες στο ήπαρ ή τα νεφρά. Επιπλέον, οι υψηλές δόσεις ορισμένων συστατικών μπορεί να εμποδίσουν την απορρόφηση άλλων συστατικών (π.χ. η υπερδοσολογία ασβεστίου εμποδίζει την απορρόφηση του σιδήρου).

Ποιοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη λήψη ενός συμπληρώματος;

Εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, τα συμπληρώματα διατροφής δεν θεωρούνται απαραίτητα σε υγιή άτομα που ακολουθούν μια υγιεινή και ποικίλη διατροφή. Από την άλλη πλευρά, οι ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες ακόμη και σε χώρες με υψηλό εισόδημα. Παρά το γεγονός ότι η αβιταμίνωση θεωρείται σπάνια στον δυτικό κόσμο, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται το φαινόμενο του «σιωπηλού υποσιτισμού» (hidden hunger). Πρόκειται για ένα μείζον ζήτημα δημόσιας υγείας καθώς αφορά σε «οριακή ανεπάρκεια» θρεπτικών συστατικών, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από εμφανή συμπτώματα.

Η συμπλήρωση ίσως να προσφέρει κάποιο όφελος σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως τα βρέφη, τα παιδιά, οι έφηβοι, οι ηλικιωμένοι με κίνδυνο υποθρεψίας, οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα, οι χορτοφάγοι και τα άτομα που δεν καλύπτουν επαρκώς τις διατροφικές τους ανάγκες λόγω υποθερμιδικής δίαιτας.

Προσφέρουν κάποιο όφελος τα συμπληρώματα διατροφής κατά την περίοδο της πανδημίας;

Ο περιορισμός στο σπίτι, μπορεί να έχει άμεσες επιπτώσεις στον τρόπο ζωής του ατόμου, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών του συνηθειών και της σωματικής του δραστηριότητας. Η παραμονή στο σπίτι αυξάνει την καθιστική συμπεριφορά που περιλαμβάνει δραστηριότητες με πολύ χαμηλή ενεργειακή δαπάνη και θα μπορούσε να οδηγήσει σε απορρύθμιση των γευμάτων και σε συχνά σνακ, τα οποία σχετίζονται με υψηλότερη πρόσληψη θερμίδων και αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας.

Οι πιθανές αλλαγές στα διατροφικά πρότυπα κατά τη διάρκεια της πανδημίας πιθανόν να οφείλονται στον φόβο και το άγχος, τα οποία συνδέονται με λανθασμένες διατροφικές επιλογές και με χαμηλή ποιότητα διατροφής. Συναισθήματα όπως το άγχος και η θλίψη, σχετίζονται με μικρότερο κίνητρο για φαγητό και μειωμένη απόλαυση κατά τη διάρκεια του φαγητού.

Οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με χρόνιες ασθένειες, ενδέχεται να είναι ευάλωτοι σε υποθρεψία, δεδομένης της ήδη εύθραυστης υγείας τους και της περιορισμένης αγοραστικής τους ικανότητας. Οι συγκεκριμένες ομάδες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη λήψη ενός πολυβιταμινούχου σκευάσματος για ένα μικρό χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με μία επαρκή διατροφή σε ενέργεια και πρωτεΐνες.

Λαμβάνοντας υπόψη την ανεπάρκεια βιταμίνης D σε ποσοστό υψηλότερο του 50% του πληθυσμού και το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας (35ο – 40ο) που δεν επιτρέπει την επαρκή ενδογενή σύνθεση της βιταμίνης σε συνδυασμό με τον πρόσφατο περιορισμό στο σπίτι, προτείνεται ο έλεγχος των επιπέδων της 25(OH)D3 ώστε να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί η πιθανή ανεπάρκεια.

Σε κάθε περίπτωση, όλα τα συμπληρώματα θα πρέπει να χορηγούνται υπό την επίβλεψη ενός επαγγελματία υγείας (ιατρού, διαιτολόγου), ο οποίος θα συνεκτιμήσει το ιατρικό ιστορικό και τις διατροφικές ανάγκες του κάθε περιστατικού ξεχωριστά.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι τα θρεπτικά συστατικά λειτουργούν συνεργικά και όχι μεμονωμένα. Εξ ορισμού, τα συμπληρώματα διατροφής «συμπληρώνουν» και δεν αποτελούν εύκολες λύσεις σε προβλήματα υγείας. Μπορεί να προσφέρουν κάποιες βιταμίνες και μέταλλα, ωστόσο μόνο ένα ισορροπημένο μοντέλο διατροφής παρέχει όλα τα απαραίτητα συστατικά, στους συνδυασμούς που απαιτούνται και στις σωστές δοσολογίες (χωρίς να προσεγγίζουν τοξικά επίπεδα) για τη διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alipio M, (2020). ‘Vitamin D Supplementation Could Possibly Improve Clinical Outcomes of Patients Infected with Coronavirus-2019 (COVID-19)’. Available at: SSRN:https://ssrn.com/abstract=3571484orhttp://dx.doi.org/10.2139/ssrn.3571484.

Calder PC, Carr AC, Gombart AF, Eggersdorfer M (2020). ‘Optimal Nutritional Status for a Well-Functioning Immune System Is an Important Factor to Protect against Viral Infections’. Nutrients, 23;12(4):E1181.

Carr AC (2020). ‘A new clinical trial to test high-dose vitamin C in patients with COVID-19’. Crit Care, 24: 133.

Derbyshire E, Delange J (2020). ‘COVID-19: is there a role for immunonutrition, particularly in the over 65s?’. bmjnph, 0:1-6.

Fowler AA et al. (2019). ‘Effect of vitamin C infusion on organ failure and biomarkers of inflammation and vascular injury in patients with sepsis and severe acute respiratory failure: the CITRIS-ALI randomized clinical trial’. JAMA, 322(13):1261–1270.

Gombart AF, Pierre A, Maggini S (2020). ‘A Review of Micronutrients and the Immune System-Working in Harmony to Reduce the Risk of Infection’. Nutrients, 12(1): 236.

Grant WB, Lahore H, McDonell SL, Baggerly CA, French CB, Aliano JL, Bhattoa HP (2020). ‘Evidence that Vitamin D Supplementation Could Reduce Risk of Influenza and COVID-19 Infections and Deaths’. Nutrients, 2;12(4):E988.

Hemilä H, Chalker E (2013). ‘Vitamin C for Preventing and Treating the Common Cold’. Cochrane Database Syst Rev, 31;(1):CD000980.

Ibrahim KS, El-Sayed EM (2016). ‘Potential role of nutrients on immunity’. International Food Research Journal, 23(2): 464-474.

Jayawardena R, Sooriyaarachchi P, Chourdakis M, Jeewandara C, Ranasinghe P (2020). ‘Enhancing immunity in viral infections, with special emphasis on COVID-19: A review’. Diabetes Metab Syndr, 16;14(4):367-382.

Lanham-New SA et al. (2020). ‘Vitamin D and SARS-CoV-2 virus/COVID-19 disease’. bmjnph. doi:10.1136/bmjnph-2020-000089

Martineau AR et al. (2017). ‘Vitamin D supplementation to prevent acute respiratory tract infections: systematic review and meta-analysis of individual participant data’. BMJ, 356:i6583.

Naja F, Hamadeh R (2020). ‘Nutrition Amid the COVID-19 Pandemic: A Multi-Level Framework for Action’. Eur J Clin Nutr, 20;1-5.

Wang D et al. (2019). ‘Clinical characteristics of 138 hospitalized patients with 2019 novel coronavirus-infected pneumonia in Wuhan, China’. JAMA, 323(11):1061-9.

Ευδοκία Σεκλιζιώτη
Ευδοκία Σεκλιζιώτη Διαιτολόγος-Διατροφολόγος BSc (Hons), MMedSci