Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας αυξάνεται ολοένα στις μέρες μας με πρωτοφανείς ρυθμούς και επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, αλλά και την οικονομία. Κοινό χαρακτηριστικό πολλών προγραμμάτων διαχείρισης βάρους, εξακολουθεί να είναι η προώθηση ιδιαίτερα περιοριστικών διαιτολογίων, με κύριο στόχο το χάσιμο βάρους και όχι την υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η άμεση μείωση των κιλών και μόνο, γίνεται αυτοσκοπός, καθώς οι ενδιαφερόμενοι επικεντρώνονται στο τί δεν ''πρέπει'' να φάνε και όχι στο πώς θα εντάξουν ωφέλιμες για τον οργανισμό μας τροφές στο καθημερινό τους διαιτολόγιο, προασπίζοντας έτσι την υγεία τους και επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα τον στόχο τους. Πολλές έρευνες αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα αυτών των μοντέλων διατροφής, αλλά και τονίζουν τους κινδύνους που μπορεί να εγκυμονούν τόσο για τη σωματική όσο και για την ψυχική υγεία.
Τι συμβαίνει με τις περιοριστικές δίαιτες;
Παρότι ο βαθμός συμμόρφωσης στις περιοριστικές δίαιτες ποικίλλει από άτομο σε άτομο, έχει αποδειχθεί ότι όσοι επιλέγουν να ακολουθήσουν τέτοιου είδους διατροφικά μοντέλα, παραλείπουν σταθερά την λήψη πρωινού γεύματος, καθώς επικεντρώνονται στην κατανάλωση όσο το δυνατόν λιγότερων θερμίδων. Επιπλέον, δείχνουν μεν ιδιαίτερη προτίμηση σε προϊόντα χαμηλών θερμίδων, αλλά ταυτόχρονα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και αλάτι. Σύμφωνα με αποτελέσματα έγκυρων επιστημονικών ερευνών, τα άτομα που θέτουν περιορισμούς στη διατροφή τους, έχουν την τάση να υπερεκτιμούν το μέγεθος των μερίδων και να υποτιμούν την ποσότητα των τροφών που καταναλώνουν.
Παίζουν σημαντικό ρόλο τα εξωτερικά ερεθίσματα;
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, τα εξωτερικά ερεθίσματα και όχι το αίσθημα κορεσμού, είναι αυτά καθαυτά που καθορίζουν τη συχνότητα, αλλά και το είδος της τροφής που καταναλώνεται, με σκοπό είτε τη μείωση, είτε τη διατήρηση του παρόντος βάρους. Η συναισθηματική λοιπόν κατάσταση, (θετική ή αρνητική) φαίνεται να πυροδοτεί την κατανάλωση τροφής η οποία φτάνει τις περισσότερες φορές σε σημεία υπερβολής.
Τι έδειξαν οι μελέτες σχετικά με τη φυσική δραστηριότητα;
Όσων αφορά στη φυσική δραστηριότητα, αποτελέσματα μελέτης έδειξαν, ότι το διατροφικό προφίλ που βασίζεται στη δίαιτα του περιορισμού, οδήγησε δείγμα υπέρβαρων γυναικών, σε αύξηση κατανάλωσης τροφής, μετά από περίοδο μέτριας σωματικής δραστηριότητας.
Τι συμβαίνει με το συχνές αίσθημα στέρησης;
Επίσης, τα άτομα που υιοθετούν περιοριστικά μοτίβα διατροφής, τείνουν να τρώνε πολύ περισσότερο όταν εκτίθενται σε εύγευστα φαγητά, σε αντίθεση με όσους περιλαμβάνουν μια ποικιλία στη διατροφή τους. Η αυξημένη πρόσληψη τροφής σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να οφείλεται στο έντονο αίσθημα της λιγούρας, και όχι τόσο στο αίσθημα της πείνας. Πολλές έρευνες υποδεικνύουν, ότι το συνεχές αίσθημα στέρησης, μειώνει σταδιακά τον αυτοέλεγχο και οδηγεί σε υπερκατανάλωση τροφής.
Η μείωση του βασικού μεταβολισμού σχετίζεται με τις περιοριστικές δίαιτες;
Με βάση τα αποτελέσματα ερευνών, μπορούμε να πούμε ότι η μείωση του βασικού μεταβολισμού σχετίζεται άμεσα με τα περιοριστικά μοντέλα διατροφής. Συγκεκριμένα, ύστερα από μελέτη σε ομάδα αθλητών, διαπιστώθηκε ότι ο μεταβολικός ρυθμός ηρεμίας (Resting Metabolic Rate/RMR), μειώθηκε έπειτα από μακρά περίοδο περιοριστικής δίαιτας. Άλλες έρευνες κατέδειξαν, ότι τα άτομα που ακολουθούσαν περιοριστικά μοντέλα διατροφής, είχαν σημαντικά χαμηλότερο μεταβολικό ρυθμό ηρεμίας, σε σχέση με αυτούς που είχαν υιοθετήσει μια πιο πλούσια διατροφή και ότι αυτό από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί παράγοντας μείωσης του μεταβολικού ρυθμού ηρεμίας (RMR).
Σχέση βαθμού συγκράτισης και ινσουλίνης
Μια σημαντική στατιστική συσχέτιση έχει βρεθεί μεταξύ του βαθμού συγκράτησης και της απελευθέρωσης της ινσουλίνης μετά γεύματος, σε άτομα που ακολουθούσαν περιοριστική δίαιτα. Ο βαθμός συγκράτησης αποδείχθηκε ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης απελευθέρωσης της ινσουλίνης, από ότι η αντιλαμβανόμενη γευστικότητα των τροφίμων, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ψυχολογική στάση ενός ατόμου απέναντι στο φαγητό (συγκράτηση), μπορεί να παίξει σημαντικότερο ρόλο, από ότι οι αισθητηριακές αντιλήψεις (γεύση), για τον προσδιορισμό έκκρισης της ινσουλίνης κατά την κεφαλική φάση.
Οι περιορισμοί αυξάνουν τα επίπεδα κορτιζόλης;
Σημαντικός συσχετισμός έχει βρεθεί μεταξύ της συγκράτησης σε σχέση με το φαγητό και των επιπέδων κορτιζόλης, υποδεικνύοντας ότι η διατροφή που βασίζεται σε περιορισμούς, μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα κορτιζόλης στον οργανισμό, άρα αποτελεί δυνητική απειλή για την υγεία των οστών.
Συμπερασματικά..
Στα παλαιότερα χρόνια, εξαιτίας της αυξημένης σωματικής δραστηριότητας που απαιτούνταν για να ανταπεξέλθει ο άνθρωπος, η κυριότερη πρόκληση για τον έλεγχο του σωματικού βάρους, ήταν η πρόσληψη επαρκούς ενέργειας, για την πρόληψη αρνητικού ισοζυγίου στον οργανισμό. Αντιθέτως, στη σημερινή εποχή, απαιτείται ελάχιστη σωματική δραστηριότητα για τις ανάγκες της καθημερινότητας, καθώς υπάρχει ευρέως διαθέσιμο φθηνό και άφθονο φαγητό και με υψηλή ενεργειακή πυκνότητα.
Αυτό που πρέπει να λάβουμε υπ' όψη μας, είναι να διατηρούμε το θερμιδικό ισοζύγιο (ενεργειακό ισοζύγιο), την ισορροπία δηλαδή της θερμιδικής πρόσληψης και της θερμιδικής δαπάνης. Αντί λοιπόν να περιορίζουμε τη διατροφή μας, θα πρέπει να αναζητούμε τρόπους για να συμπεριλάβουμε ολοένα και περισσότερες ευεργετικές ως προς την υγεία μας τροφές, καταναλώνοντας πολλά φρούτα και λαχανικά, άπαχο κρέας και καλά λιπαρά οξέα, αλλά και εντάσσοντας τη σωματική άσκηση στην καθημερινότητά μας, ως μία καλή μακροπρόθεσμη στρατηγική.
Αφού δεν μπορούμε να γυρίσουμε το ρολόι σε μία εποχή που το σωματικό βάρος διατηρείτο από ένστικτο, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ρύθμιση του σωματικού βάρους στο μέλλον, θα συνεχίσει να αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση.