Είναι βαρετά τα άρθρα για το περιβάλλον. Το ξέρω. Ειδικά όταν δεν αναφέρονται σε κάποια καταστροφή που μας επηρεάζει άμεσα, όταν δεν προκαλούν την αίσθηση του επείγοντος. Ή όταν δεν μας προτρέπουν να αρνηθούμε την τάδε ή δείνα κακή επένδυση.
Ειδικά στην Ελλάδα, η ιστορία δείχνει πως τα περισσότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που άγγιξαν το ενδιαφέρον μας, ήταν τοπικά. Οι αναλυτές της περιβαλλοντικής πολιτικής αυτά τα προβλήματα τα λένε NIMBY, απ’ το “Not In My Back Yard”, ελληνιστί «Όχι στη δική Μου αυλή». Οι κλιματικές αλλαγές δεν έχουν αυτά τα «φόντα». Γι’ αυτό κι ελάχιστοι φαίνεται να ασχολούνται ουσιαστικά μ’ αυτές.
Άλλωστε, σκέφτονται πολλοί, για τις κλιματικές αλλαγές, τι μπορεί να κάνει κάποιος μόνος του; (Πολλά, μα μάλλον δεν αρκούν...) Είναι και που ενδημεί στα μέρη μας η «μαγική σκέψη». Η πεποίθηση πως κάπως θα λυθεί το πρόβλημα στο παρα-πέντε, ελέω κάποιας θεϊκής παρεμβολής. Έχει τη λύση για την κρίση ο από μηχανής θεός...
Μα το μεγάλο πρόβλημα με τις κλιματικές αλλαγές είναι ότι το παρα-πέντε πέρασε. Κι ο σαματάς δε γίνεται για να μη φύγουμε απ’ το δρόμο. Έχουμε ήδη φύγει. Γίνεται για το αν εντέλει θα βγούμε στα χωράφια ή σε γκρεμό.
Για τα του κλίματος, παρομοιώσεις εκτροχιασμών γρήγορων οχημάτων είναι βέβαια αδόκιμες. Πάρτε παράδειγμα τη λατρεμένη μας Μεσόγειο. Ποιος αντιλήφθηκε στο διάβα της ζωής του πόσο έχει αυτή αλλάξει; Οι αλλαγές ήταν μικρές. Αλλά σταθερές και πολύ σημαντικές, γιατί στις φυσικές ισορροπίες οι μικρές αλλαγές μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες επιπτώσεις. Και άγνωστες στην έκτασή τους. Η φύση κι η θάλασσα παραμένουν για τον άνθρωπο μυστήρια.
Ανακαλύπτουμε σιγά σιγά, όπως εκείνα τα μικρά παιδιά που για να μάθουν πως δουλεύει μια μηχανή πρέπει να διαλύσουν, να καταστρέψουν δύο ή τρεις, ελπίζοντας πως θα μπορέσουν να τις ξαναφτιάξουν. Κι αν κάτι ανακαλύπτουμε μελετώντας τις κλιματικές αλλαγές, είναι πως τα πλανητικά συστήματα δεν είναι απλές μηχανές που μπορούμε να ξαναφτιάξουμε, ελπίζοντας απλώς μην αμελήσουμε καμία βίδα. Οι ρυθμοί των πλανητικών συστημάτων είναι αργοί. Κι ό,τι χαλάμε θα παραμείνει χαλασμένο γι’ αρκετό καιρό. Το ζήτημα είναι η ζημιά κάπως να φτιάχνεται, να μην είναι ανεπανόρθωτη.
Ας ρίξουμε μία μικρή ματιά σε ό,τι κάναμε στη θάλασσά μας, τη Μεσόγειο, τα χρόνια τα ανέμελα που πέρασαν, πάμε να δούμε τι έχουμε μάθει.
Στάθμη. Η υπερθέρμανση του πλανήτη από το 1750 αποδίδεται πλέον με πιθανότητα 90% στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Η υπερθέρμανση αυτή προκαλεί την τήξη των πάγων, τόσο στους πόλους όσο και στα βουνά. Όλο αυτό το νερό μεταφέρεται τώρα στους ωκεανούς, η στάθμη των οποίων υψώνεται. Από το 1990 η στάθμη της Μεσογείου ανεβαίνει 2,5 με 10 χιλιοστά κάθε χρόνο. Και υπολογίζεται πως θα ανέβει ως και 61 εκατοστά κατά μέσο όρο τον 21ο αιώνα, αν και θα υπάρχουν διαφορές κατά τόπου (π.χ. στη Βόρεια Ανδριατική η άνοδος θα είναι μεγαλύτερη).
Αλατότητα. Η αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας σημαίνει, για τη Νότια Ευρώπη, εκτός των άλλων, μεγαλύτερες περιόδους καλοκαιρινής ξηρασίας (από 2 εβδομάδες ως και 1 μήνα). Αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθεί το νερό που εξατμίζεται, γι’ αυτό θεωρείται πολύ πιθανό να αυξηθεί και η αλατότητα της Μεσογείου.
Θέρμανση. Σύμφωνα με κάποιες έρευνες, στη Δυτική και την Ανατολική Μεσόγειο η μέση αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας της θάλασσας από το 1982 ως το 2003 είναι 2,2 και 2,6 °C αντίστοιχα. Τα νούμερα αυτά ίσως είναι υπερβολικά. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες προγνώσεις, αν τα αέρια θερμοκηπίου σταθεροποιηθούν στις τιμές του 2000, η θερμοκρασία της Μεσογείου θα ανέβει 1ο C. Αν όμως δεν σταματήσει η αύξησή τους, η θερμοκρασία της θα ανέβει κατά 2,5ο C τον 21ο αιώνα. Μικρή διαφορά θα πείτε.
Μα περιμένετε λίγο να διαβάσετε τι επιπτώσεις σηματοδοτούν αυτά τα μικρά νούμερα...
Θαλάσσια ρεύματα. Η κυκλοφορία του νερού είναι κρίσιμη για να τροφοδοτούνται απ’ τους βυθούς τα πιο επιφανειακά νερά με θρεπτικά συστατικά –που είναι η βάση της διατροφής της οικολογικής πυραμίδας. Η ύπαρξη θαλάσσιων ρευμάτων εξαρτάται από την σχετική πυκνότητα των επιφανειακών και των βαθιών νερών. Όμως η πυκνότητα εξαρτάται από δύο παράγοντες που ήδη αλλάζουν: τη θερμοκρασία (αύξησή της σημαίνει μείωση της πυκνότητας) και την αλατότητα (αύξησή της σημαίνει αύξηση της πυκνότητας). Δεν είναι ακόμα σαφές πως ακριβώς θα επηρεάσουν την κυκλοφορία των υδάτων τα δύο αυτά αντικρουόμενα φαινόμενα. Όμως κάποιες μαθηματικές προγνώσεις προβλέπουν πως η κάθετη κυκλοφορία θα μειωθεί, ενώ μπορεί να σταματήσει εντελώς στη Δυτική Μεσόγειο.
Οξύτητα. Μία από τις σημαντικές λειτουργίες της θάλασσας είναι η ικανότητα να απορροφά το CO2 της ατμόσφαιρας: σχεδόν το μισό απ’ αυτό που παραγάγαμε τα προηγούμενα 200 χρόνια, το απορρόφησαν οι ωκεανοί. Αυτό οδήγησε στην αύξηση της οξύτητας των επιφανειακών υδάτων (το pH τους μειώθηκε από 8,2 σε 8,1, δηλαδή αύξηση κατά 30% της συγκέντρωσης ιόντων υδρογόνου). Αν συνεχιστεί η αύξηση των εκπομπών CO2, προβλέπεται ότι το 2100 το pH θα έχει φτάσει στο 7,7, σε τόσο όξινα επίπεδα που δεν έχει δει ποτέ η ανθρωπότητα. Ήδη, η οξίνιση που έχουμε κάνει δεν είναι άμεσα αναστρέψιμη και δεν υπάρχει κανένα γνωστό τεχνολογικό μέσο για να αναστραφεί. Ακόμα κι αν σταματήσουμε τις εκπομπές θα χρειαστούν χιλιάδες χρόνια φυσικών διεργασιών για να φτάσουν οι ωκεανοί στην κατάσταση που βρίσκονταν το 1800.
Αλλαγές στα οικοσυστήματα. Η ζωή της Μεσογείου είναι αυτή που επηρεάζεται περισσότερο:
Οι αλλαγές στη θερμοκρασία της θάλασσας και στα θαλάσσια ρεύματα, ενδέχεται να οδηγήσουν στην εξολόθρευση ως και των μισών ειδών που ζουν στη Μεσόγειο. Και αν μειωθούν οι πληθυσμοί των φυκιών, αυτό μπορεί να σημαίνει και μείωση της ικανότητας της θάλασσας να απορροφά CO2.Ο ευτροφισμός είναι η βασική αιτία αύξησης του αριθμού των έγχρωμων παλιρροιών και του πλαγκτού στις ακτές. Έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις, λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας των υδάτων και της μεταφοράς υλικών από την ξηρά (λόγω της διάβρωσης που προκαλεί η άνοδος της στάθμης της θάλασσας). Όμως θέτει σε κίνδυνο την υποθαλάσσια ζωή στερώντας της το οξυγόνο και, κάποιες φορές, απελευθερώνοντας τοξικές για τα ψάρια ουσίες, όπως στην περίπτωση του Μαλιακού.Η αύξηση της οξύτητας επηρεάζει πολλούς θαλάσσιους οργανισμούς. Πιο άμεσα επηρεάζει όσους συσσωρεύουν ασβέστιο, όπως τα οστρακοειδή, κάποια είδη του βυθού που παίζουν κομβικό ρόλο στην απελευθέρωση θρεπτικών στοιχείων από τα ιζήματα, αλλά και τα κοράλλια και πολλά είδη φυτοπλαγκτόν και ζωοπλαγκτόν, που αποτελούν τροφή και βιότοπος για πάρα πολλά άλλα είδη. Στα κοράλλια οι επιστήμονες παρατηρούν εδώ και πολλές δεκαετίες μία εξελισσόμενη λεύκανση που απειλεί τη ζωή τους. Δεν υπάρχει μέχρι τώρα καμία ένδειξη ότι αυτά τα είδη θα έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν ή να προσαρμοσθούν στην αυξανόμενη οξύτητα των νερών.Στο βαθμό που μπορούν να μετακινούνται, τα είδη της θάλασσας αντιδρούν άμεσα στις αλλαγές του περιβάλλοντός τους. Η μετακίνηση των ειδών είναι η πιο ορατή ένδειξη της αλλαγής του κλίματος αυτή τη στιγμή. Ψάρια και μαλάκια ανεβαίνουν προς το Βορρά αναζητώντας ψυχρότερα ύδατα, είτε γιατί ο οργανισμός τους έχει ανάγκη από ένα συγκεκριμένο εύρος θερμοκρασιών που δεν τους προσφέρει πια ο βιότοπός τους, είτε γιατί ακολουθούν τα διάφορα είδη θαλάσσιων οργανισμών με τα οποία τρέφονται και τα οποία μεταναστεύουν προς το βορρά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της φρίσσας ενός θερμόφιλου ψαριού που μέχρι πριν από 50 χρόνια εμφανιζόταν στο Β. Αιγαίο μόνο σποραδικά. Όμως το ψάρεμα της φρίσσας στο Βόρειο Αιγαίο αυξήθηκε θεαματικά μεταξύ 1990 και 2002, από 69 σε 2.730 τόνους. Κάτι που αποδίδεται στην άνοδο της επιφανειακής θαλάσσιας θερμοκρασίας στην ίδια περιοχή κατά περίπου 1 οC από το 1982.
H Μεσόγειος είναι η Ευρωπαϊκή θάλασσα όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη αύξηση των μόνιμα πλέον εγκατεστημένων ξένων εξωτικών ειδών. Έρχονται κυρίως μέσα από τη Διώρυγα του Σουέζ και από τυχαία μεταφορά με πλοία. Πάνω από 790 εξωτικά είδη έχουν καταγραφεί και υπολογίζεται πως από το 2000 εγκαθίσταται στη Μεσόγειο ένα είδος κάθε 3 εβδομάδες. Η διαδικασία αυτή έχει οδηγήσει κάποιους επιστήμονες να θεωρούν ότι η Μεσόγειος μεταβάλλεται ταχύτατα σε τροπική θάλασσα.
Δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε πως αυτές οι αλλαγές θα είναι θετικές – η περίπτωση της φρίσσας μάλλον θα είναι από τις εξαιρέσεις. Γιατί υπάρχουν πια αρκετά αρνητικά παραδείγματα ανά τον κόσμο. Όπως η κατάρρευση της αλιείας στη Μαύρη θάλασσα τη δεκαετία του ’90 λόγω της εγκατάστασης μιας αμερικάνικης μέδουσας που δεν είχε εκεί φυσικό εχθρό και κατέφαγε το ζωοπλαγκτόν, αλλάζοντας ριζικά τα τροφικά δίκτυα.
Μα, θα πουν πολλοί, έχουν αλήθεια σημασία όλα αυτά; Ίσως δεν είναι προφανές για όλους. Για τους παραδόπιστους, τους λάτρεις της συνομωσίας, τους εραστές του από μηχανής θεού, άρχισαν πρόσφατα κάποιοι επιστήμονες να υπολογίζουν πόσο αξίζουν - με τα ανθρώπινα χρηματικά μέτρα και σταθμά- όλα αυτά που με μια λέξη λέμε θαλάσσια «βιοποικιλότητα». Και υπολόγισαν πως η χρηματική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που αποκομίζει κάθε χρόνο η Μ. Βρετανία από τη βιοποικιλότητα των θαλασσών της, φτάνει τα 2,37 τρισεκατομμύρια λίρες (χωρίς μάλιστα να είναι δυνατόν να αποτιμηθούν οικονομικά οι υπηρεσίες φυσικής εξυγίανσης των ρυπαντών, πολιτιστικής κληρονομιάς & ταυτότητας, οι μελλοντικές εναλλακτικές χρήσεις, κ.α.).
Είναι λοιπόν, με κάθε μέτρο, μεγάλη η αξία αυτών που χάνουμε με την αδράνειά μας. Κι όσο διαλύουμε την πλανητική μηχανή μαθαίνουμε ότι η αλληλεπίδραση του κλίματος με την ευαίσθητη ισορροπία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων δεν μπορεί να προβλεφθεί. Είναι καιρός ρότα να αλλάξουμε ενεργητικά, μήπως τουλάχιστον πέσουν οι επόμενες γενιές σε θάλασσες πιο φιλόξενες, σαν αυτές που είχαμε εμείς...
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ευξία & Διατροφή, Τεύχος 38 ΙΟΥΛΙΟΣ/ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2009