Στα πλαίσια της έκθεσης Food Matters Live, ο Dr Arwel Jones μίλησε σχετικά με το ρόλο του αγελαδινού πρωτογάλατος (bovine colostrum) στην προάσπιση του ανοσοποιητικού μας συστήματος, παρουσιάζοντας δεδομένα από την ερευνητική του εργασία.
Μπορεί τελικά η υπάρχουσα βιβλιογραφία να υποστηρίξει τη σύσταση της χορηγησής του σε κλινικό επίπεδο;
Τι δείχνουν τα ερευνητικά δεδομένα;
Η ερευνητική ομάδα του Dr Jones είχε παρατηρήσει ότι η συμπληρωματική χορήγηση αγελαδινού πρωτογάλατος (COL):
- Βελτιώνει in vitro τη λειτουργία των ουδετερόφιλων
- Παρεμποδίζει ex vivo την επαγώμενη από παρατεταμένη άσκηση μείωση της συγκέντρωσης λυσοζύμης στη σίελο
- Δεν επιδρά στη συγκέντρωση IgA στη σίελο, παρότι υπάρχουν μελέτες οι οποίες υποστηρίζουν αύξησή της
- Δεν επιδρά στη συγκέντρωση λακτοφερρίνης στη σίελο
Διατύπωσε έτσι την υπόθεση ότι η χορήγηση COL σε υγιείς άντρες θα μπορούσε να μειώνει τις ανοσοκατασταλτικές επιδράσεις της έκθεσης σε ένα φυσικό στρεσογόνο παράγοντα (2 ώρες ποδηλασίας).
Σε δεύτερη φάση, οι Jones et al. διαπίστωσαν ότι η συμπληρωματική χορήγηση COL συσχετίζεται θετικά με την παρουσία μικρότερου μικροβιακού φορτίου στη σίελο συγκριτικά με την ομάδα η οποία λάμβανε placebo. O πληθυσμός της μελέτης ήταν και πάλι άντρες οι οποίοι επιδίδονταν εβδομαδιαία σε τουλάχιστον 3ωρη άσκηση αντοχής.
Η συγκεκριμένη μελέτη επιβεβαίωσε τη μικρότερη συχνότητα επεισοδίων λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος στα άτομα τα οποία λάμβαναν COL συγκριτικά με την ομάδα placebo στο χρονικό διάστημα των πρώτων 8 εβδομάδων, όχι όμως των υπόλοιπων τεσσάρων μέχρι την ολοκλήρωση της παρέμβασης.
Οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού χρησιμοποιούνται συχνά για τη μελέτη της ανοσολογικής λειτουργίας των αθλητών μιας και η εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος μετά από παρατεταμένη άσκηση καθιστά τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ευάλωτη σε αυτές.
Πολύ πρόσφατα η ίδια ερευνητική ομάδα εξέτασε τη συμπληρωματική χορήγηση COL στην in vivo ανοσολογική απόκριση εθελοντών οι οποίοι εκτέθηκαν σε ένα νέο αντιγόνο μετά από παρατεταμένη άσκηση. Το αντιγόνο που χρησιμοποιήθηκε ήταν η διφαινυλοπροπενόνη (DPCP).
Η χορήγηση COL δεν φάνηκε να συσχετίζεται με διαφορετική απόκριση (δερματική διόγκωση) στις 24 και 48 ώρες μετά την έκθεση στο αντιγόνο. Ωστόσο, όταν οι ερευνητές εξέτασαν αργότερα διαφορετικές δόσεις του αντιγόνου διαπίστωσαν ότι η ελάχιστη απαιτούμενη δόση για την πρόκληση απόκρισης του ανοποιητικού στην ομάδα η οποία λάμβανε το COL ήταν μικρότερη από ότι στην ομάδα η οποία λάμβανε το placebo. Η παρατήρηση αυτή υποδεικνύει ότι η συμπληρωματική χορήγηση COL θα μπορούσε να συσχετίζεται με μεγαλύτερη ευαισθησία της ανοσοποιητικής μνήμης 4 εβδομάδες μετά την πρώτη έκθεση στο αντιγόνο.
Πώς επιδρά η χορήγηση COL στα επίπεδα IGF-1;
Λόγω της περιεκτικότητάς του σε αυξητικούς παράγοντες, έχει διατυπωθεί η ιδέα ότι η χορήγηση COL θα μπορούσε να επηρεάζει τη συγκέντρωση IGF-1 στο πλάσμα των αθλητών και κατά επέκταση τα αποτελέσματα των anti-doping ελέγχων. Η πλειοψηφία των μελετών, μεταξύ των οποίων και αυτές των James et al., δεν δύναται να υποστηρίξει τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Πώς ερμηνεύουμε τα παραπάνω δεδομένα;
Κατά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των παραπάνω μελετών είναι πολύ σημαντικό να αξιολογούμε την κλινική σημασία των ευρημάτων.
Tα αποτελέσματα της πρώτης, πρόσφατα δημοσιευμένης μετανάλυσης σχετικά με την επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης του COL στην εμφάνιση λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος είναι ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με αυτά η χορήγηση COL συσχετίζεται θετικά με μικρότερο αριθμό επεισοδίων και μικρότερη διάρκεια των λοιμώξεων σε άτομα τα οποία υποβάλλονται σε παρατεταμένη άσκηση. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η χορήγησή του δεν έχει συσχετιστεί με την εκδήλωση παρενεργειών.
Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τα μέχρι σήμερα ερευνητικά δεδομένα είναι λιγότερα από αυτά που απαιτεί η ιατρική και επιστημονική κοινότητα για τη σύσταση της χορήγησής του σε κλινικό επίπεδο
Η πλειοψηφία των μελετών έχει πραγματοποιηθεί σε αθλητές, απαιτείται επομένως περαιτέρω έρευνα σε διαφορετικούς πληθυσμούς (π.χ ηλικιωμένοι, ανοσοκατεσταλμένοι). Αναγκαίος θεωρείται, επίσης, ο καθορισμός της ελάχιστης και της ιδανικής συνιστώμενης δόσης καθώς και η περαιτέρω μελέτη των βιοδραστικών συστατικών του και των πιθανών μηχανισμών δράσης τους.
Δείτε περισσότερα στην παρουσίαση που ακολουθεί: