Εισαγωγή
Η ομπρέλα των φλεγμονώδων νοσημάτων του εντέρου (IBD), περιλαμβάνει τη Νόσο Crohn και την ελκώδη κολίτιδα. Το κομμάτι της έρευνας που έχει αφιερωθεί στη μελέτη των φλεγμονώδων νοσημάτων του εντέρου, είναι εκτενές. Ωστόσο, η αιτιολογία και ο μηχανισμός που οδηγούν στην εκδήλωσή τους, δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως. Διάφοροι παράγοντες (π.χ. περιβαλλοντικοί, γενετικοί κ.α.) έχουν «κατηγορηθεί» και μελετηθεί για την επίδρασή τους στην εκδήλωση των συμπτωμάτων και άρα στην παθογένεια της νόσου.
Η διαιτητική παρέμβαση, αποτελεί «gold standard» μέθοδο θεραπείας με στόχο την επίτευξη της ύφεσης, είτε μέσω εντερικής (ή παρεντερικής) διατροφής, αλλά και άλλων διατροφικών σχημάτων. Από τον καθηγητή Arie Levine και τους συνεργάτες του, προτάθηκε η δίαιτα αποκλεισμού της νόσου Crohn (CDED – Crohn’s disease exclusion diet), για παιδιά και εφήβους με ενεργή νόσο, με στόχο τη βελτίωση του επιπέδου ποιότητας ζωής τους και την εξάλειψη των συμπτωμάτων της νόσου.
Σκοπός
Η συγκεκριμένη μελέτη, είχε ως απώτερο σκοπό, την εφαρμογή της Δίαιτας Αποκλεισμού της Νόσου Crohn σε ενήλικες με ενεργή νόσο, και τη μελέτη των αποτελεσμάτων της ως προς την επίτευξη της ύφεσης και την καταστολή της φλεγμονής.
Μεθοδολογία
Το δείγμα της μελέτης, αποτέλεσαν 32 ασθενείς με ενεργή νόσο Crohn, που επισκέπτονταν εξωτερικά γραφεία γαστρεντερολογικής εταιρείας, στους οποίους πραγματοποιήθηκε διατροφική παρέμβαση, με τη μέθοδο της δίαιτας αποκλεισμού της νόσου Crohn.
Εργαλεία αξιολόγησης:
-
CDAI: Δείκτης αξιολόγησης βαθμού ενεργότητας της νόσου. Κατωφλική τιμή για τη συμμετοχή στη μελέτη, ορίστηκαν οι 150 μονάδες, ενώ όσοι ασθενείς λάμβαναν φάρμακα προς προαγωγή της ύφεσης, έγιναν επίσης δεκτοί στη μελέτη.
-
IBDQ: Ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε με σκοπό την αξιολόγηση του επιπέδου ζωής των ατόμων με νόσο Crohn.
Πώς έγινε η αξιολόγηση των ασθενών;
Η αξιολόγηση των ασθενών πραγματοποιήθηκε κατά την έναρξη της μελέτης και έπειτα επαναλήφθηκε την 6η και την 12η εβδομάδα. Τόσο κατά την έναρξη της μελέτης, όσο και κατά τους επανελέγχους, αξιολογήθηκαν εργαστηριακοί δείκτες (π.χ. δείκτες φλεγμονής όπως η καλπροτεκτίνη και η CRP κ.α.), αλλά και πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρικές μετρήσεις (βάρος, ύψος και δείκτης μάζας σώματος συμμετεχόντων).
Οδηγίες που δόθηκαν
Στη συνέχεια, αναφορικά με τη διαιτητική παρέμβαση, όλοι οι εθελοντές έλαβαν τις σχετικές οδηγίες. Πιο συγκεκριμένα, τους παραδόθηκε μία λίστα τροφίμων, με την εξής κατηγοριοποίηση:
-
Υποχρεωτικά: Οι εθελοντές ήταν υποχρεωμένοι να καταναλώνουν όλα τα τρόφιμα της κατηγορίας.
-
Επιτρεπόμενα: Στην κατηγορία αυτή, συμπεριλήφθηκαν τρόφιμα και ροφήματα, τα οποία αποδεδειγμένα δεν είχαν κάποια κλινική επιβάρυνση στον βλεννογόνο του εντέρου.
-
Απαγορευμένα: Στη συγκεκριμένη κατηγορία εντάχθηκαν τρόφιμα και ροφήματα με αποδεδειγμένο επιβαρυντικό χαρακτήρα, ως προς την εμφάνιση φλεγμονής του εντέρου.
Ποιοι στόχοι τέθηκαν;
-
Η επίτευξη της ύφεσης στο διάστημα των 12 εβδομάδων, η οποία υπολογίστηκε μέσω του CDAI (<150 μονάδες).
-
Η αξιολόγηση κλινικής απόκρισης, μέσω μείωσης του CDAI (κατά 100 μονάδες), ταυτόχρονη μείωση των δεικτών φλεγμονής (π.χ. καλπροτεκτίνης, CRP) και βελτίωση εργαστηριακών παραμέτρων και ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών.
Αποτελέσματα
Έπειτα από το πέρας των 12 εβδομάδων, οι ερευνητές κατέγραψαν τα αποτελέσματα, τα οποία φάνηκαν ενθαρρυντικά. Πιο συγκεκριμένα:
-
Το 76.7% και το 82.1% εμφάνισε CDAI <150 μονάδες στις 6 και 12 εβδομάδες αντίστοιχα. Με σκορ CDAI < 150 μονάδες, ορίζεται η κλινική ύφεση.
-
Μείωση του CDAI περισσότερο από 100 μονάδες, κάτι που μπορεί να σημάνει την κλινική απόκριση στη διαιτητική παρέμβαση, καταγράφηκε στο 83,3% των ατόμων στις 6 εβδομάδες θεραπείας και στο 85,7% μετά το πέρας αυτής.
-
Παρατηρήθηκε βελτίωση των εργαστηριακών δεικτών.
Συμπέρασμα
Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, ήταν ενθαρρυντικά ως προς τη χρήση της δίαιτας αποκλεισμού της νόσου Crohn και την επίτευξη της ύφεσης, σε ενήλικες ασθενείς, καθώς φάνηκε να οδηγούν και στη βελτίωση του επιπέδου ποιότητας ζωής.
Ωστόσο, λόγω των περιορισμών της παρούσας μελέτης, προκειμένου να υπάρξει κάποια γενικευμένη σύσταση για τον πληθυσμό, χρειάζεται να πραγματοποιηθούν περαιτέρω τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές και αντίστοιχες μελέτες.