Όλο και περισσότερο τα νοικοκυριά στρέφονται στο έτοιμο φαγητό ή στα προπαρασκευασμένα, κατεψυγμένα γεύματα, λόγω έλλειψης χρόνου. Το κόστος, όμως που έχει αυτό στην υγεία μας είναι μεγαλύτερο απ’ ότι φανταζόμαστε. Κι αυτό γιατί, επιλογές που μοιάζουν φαινομενικά «υγιεινές», κρύβουν έναν μεγάλο κίνδυνο: το αλάτι.
Αλάτι και καταναλωτές
Οι διατροφικές συστάσεις προτείνουν όχι περισσότερο από 6 γραμμάρια αλατιού ημερησίως, που αντιστοιχεί σε ένα κουταλάκι του γλυκού. Έρευνες όμως, μας υποδεικνύουν ότι καταναλώνουμε πολύ περισσότερο από το συνιστώμενο, με μέσο όρο τα 10 γραμμάρια ανά άνθρωπο την ημέρα!
Παρόλο που μεγάλο ποσοστό της κοινής γνώμης φαίνεται να ενδιαφέρεται για το περιεχόμενο των τροφών που καταναλώνει σε αλάτι, η πλειοψηφία των καταναλωτών (79%) αγνοούν τις διατροφικές συστάσεις.
Επιπλέον, οι γυναίκες φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για τη μείωση του αλατιού στη διατροφή απ’ ότι οι άνδρες, όχι όμως για λόγους υγείας, όσο για καλλωπισμό και βελτίωση της σιλουέτας τους, αφού προκαλεί αύξηση βάρους λόγω κατακράτησης υγρών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως, πως το αλάτι είναι ένας από τους βασικούς διατροφικούς παράγοντες που προάγουν την υπέρταση. Ένας στους 3 Έλληνες, έχει υπέρταση και από αυτούς που πάσχουν το γνωρίζουν, μόλις ένας στους δύο. Επιπλέον φαίνεται πως η υπέρταση τουλάχιστον στις μισές περιπτώσεις συνοδεύεται από κοιλιακή παχυσαρκία.
Πώς όμως να το βγάλουμε από τη διατροφή μας, όταν οι επιλογές μας έχουν περίσσεια αλατιού; Η πρώτη, προφανής λύση, είναι να μαγειρεύουμε μόνοι μας, κάτι που δεν είναι εύκολο για όλους. Η δεύτερη λύση, φαίνεται πως έρχεται από την πλευρά των βιομηχανιών.
Το αλάτι στη βιομηχανία τροφίμων
Η βιομηχανία τροφίμων χρησιμοποιεί το αλάτι στην παρασκευή των προϊόντων της για δύο βασικούς λόγους. Για γεύση και για συντήρηση. Είναι μεγάλη πρόκληση για τους παραγωγούς τροφίμων να μειώσουν την περιεκτικότητα των τροφίμων σε αλάτι, προάγοντας έτσι τη δημόσια υγεία, όμως δεν είναι κάτι ακατόρθωτο.
Οι πρώτες προσπάθειες έχουν ήδη δρομολογηθεί στις ΗΠΑ αλλά και σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η - ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στην τεχνολογία τροφίμων - Ολλανδία.
Οι φορείς Προαγωγής της Δημόσιας Υγείας στις χώρες αυτές, έχουν συνάψει συμφωνίες με τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τροφίμων, ώστε σταδιακά να μειώσουν το φορτίο άλατος στα προϊόντα τους.
Η Unilever δήλωσε ότι είναι η πρώτη εταιρία που έθεσε στόχο τη μείωση του αλατιού σε παγκόσμιο επίπεδο σε μια μεγάλη γκάμα προϊόντων της που ξεπερνά τις 22.000. Έχουν όμως επιτευχθεί και αλλαγές που έχουν μικρότερο γεωγραφικό εύρος. Η Kellog’s ανακοίνωσε στις αρχές του 2010 πως μείωσε 30% το αλάτι στα δημητριακά και σνακ της, αλλά ότι αυτό έγινε στα πλαίσια μιας εκστρατείας που ξεκίνησε από το 1998 και έχει ήδη αποφέρει μείωση 50% του περιεχόμενου αλατιού στα βασικά της προϊόντα.
Η Kraft Foods ανακοίνωσε τον περασμένο Μάρτιο μείωση κατά 10% στο αλάτι που περιέχουν τα τρόφιμά της στην Βόρειο Αμερική, ενώ παρόμοιες ενέργειες πραγματοποίησαν οι εταιρίες Pepsi, Oscar Mayer Bologna και Campbell Soup, που φαίνεται να προχωρούν σε σταδιακή μείωση του άλατος των προϊόντων τους. Φαίνεται πως συναφείς βιομηχανίες σε διάφορα κράτη έρχονται σε συμφωνία μεταξύ τους, ώστε συλλογικά να πετύχουν μείωση του αλατιού στον ίδιο τύπο προϊόντος, ανεξαρτήτως μάρκας.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι βιομηχανίες προτίμησαν να προχωρήσουν σε μη δημοσιοποίηση της μείωσης του αλατιού των προϊόντων τους, το οποίο μειώνουν σταδιακά, επιτρέποντας στο κοινό τους να προσαρμοστεί ομαλά στην αλλαγή αυτή. Ο αριθμός των προϊόντων χαμηλών σε αλάτι, από το 2006 έως το 2009 έχει υπερδιπλασιαστεί σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Νέες προοπτικές για την τεχνολογία τροφίμων
Όπως ήταν φυσικό, το «καυτό» θέμα της μείωσης του αλατιού έχει θέσει πολλούς προβληματισμούς στους τεχνολόγους τροφίμων που έρχονται αντιμέτωποι με ζητήματα, όπως η γεύση του προϊόντος και οι υπόλοιπες οργανοληπτικές του ιδιότητες, που επηρεάζονται από την υγρασία του τροφίμου (εκτός της γεύσης, η οσμή, η υφή κτλ).
Εταιρίες που μείωσαν τη χρήση του αλατιού στα προϊόντα τους, άρχισαν να χρησιμοποιούν καρυκεύματα και μπαχαρικά για κάνουν το τρόφιμο πιο γευστικό, όπως το τσίλι, η ρίγανη και το σκόρδο.
Με αφορμή τη μείωση του αλατιού στα τυποποιημένα και έτοιμα τρόφιμα, δημιουργήθηκαν πρόσθετα τροφίμων που ενισχύουν τη γεύση τους, ακριβώς όπως το αλάτι, χωρίς να επιβαρύνουν τον οργανισμό με νάτριο. Επίσης δημιουργήθηκαν κι άλλες ουσίες που ελέγχουν την ενεργότητα του νερού ενός τροφίμου – δηλαδή την υγρασία του – ενώ παράλληλα διατηρούν τη γεύση του.
Καθώς οι βιομηχανίες που συμφωνούν να μειώσουν το αλάτι στα τρόφιμά τους αυξάνονται, αυξάνεται και η πρόκληση της διατήρησης της ποιότητας του προϊόντος, που περιμένουν οι καταναλωτές. Η πορεία της τεχνολογίας των τροφίμων φαίνεται να βρίσκεται σε ανοδική πορεία και περιμένουμε μεγάλες καινοτομίες τα επόμενα χρόνια.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είμαστε ακόμα σε επίπεδο έρευνας και παρακολούθησης, χωρίς να έχουμε πάρει κάποια πρωτοβουλία για δράση. Μαζί με τη Γερμανία και τη Μάλτα είμαστε στις χαμηλότερες θέσεις από πλευράς κινητοποίησης. Είναι καιρός να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη, ώστε να έχουμε έναν πιο ενημερωμένο και ταυτόχρονα υγιή πληθυσμό.