Ο Έλληνας καταναλωτής πρέπει να αισθάνεται ασφαλής για την ποιότητα των τροφίμων καθώς τα τελευταία χρόνια γίνονται πολύ συστηματοποιημένοι έλεγχοι τόσο από τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) και τις Νομαρχίες όσο και από άλλες ελεγκτικές υπηρεσίες, δηλώνει ο Γιάννης Οικονόμου, Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή.
Ο κ. Οικονόμου σε συνέντευξή του στη δημοσιογράφο Μίνα Ράλλη παραδέχεται ότι ο ελεγκτικός μηχανισμός χρειάζεται ενίσχυση, κυρίως όσον αφορά τη στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών, ωστόσο τονίζει ότι υπάρχει διαρκής ενημέρωση στον τομέα αυτό και συνεργασία με αντίστοιχες ευρωπαϊκές αρχές. Ο Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή χαρακτηρίζει την ακρίβεια χρόνια πραγματικότητα στην ελληνική αγορά, μία πραγματικότητα που αποδίδει σε κατεστημένες δομές, στην ελλειμματική λειτουργία του ανταγωνισμού και στον κατακερματισμό των αρμοδιοτήτων στην εποπτεία της αγοράς.
Το πρόβλημα της ακρίβειας προσπαθεί να αντιμετωπίσει το Υπουργείο Ανάπτυξης με σαφάρι κοστολογικών ελέγχων και δημοσιοποιήσεις ανατιμήσεων, κάτι που σημειώνει ο κ. Οικονόμου έχει επιφέρει μειώσεις τιμών, ιδίως τροφίμων, και αυτό καταγράφεται και στο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Για την εξάλειψη της κερδοσκοπίας, υπογραμμίζει, σημαντικός είναι και ο ρόλος του καταναλωτή, ο οποίος ομολογουμένως όσο περνά ο καιρός εμφανίζεται όλο και πιο συνειδητοποιημένος για τα δικαιώματά του. Με αφορμή και την Παγκόσμια Ημέρα Καταναλωτή στις 15 Μαρτίου η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή καλεί τους πολίτες να αποκτήσουν καταναλωτική συνείδηση και να κάνουν έρευνα αγοράς και υπενθυμίζει ότι σε περιπτώσεις αισχροκέρδειας ή ελαττωματικών προϊόντων μπορούν να καλούν για καταγγελίες τη γραμμή 1520 ή να επισκέπτονται την ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας στο www.efpolis.gr
Ποιοι οι παράγοντες της ακρίβειας της ελληνικής αγοράς;
Καταρχήν πρέπει να πούμε ότι είμαστε σε καλύτερο επίπεδο από ό,τι ήμασταν πριν από ένα χρόνο. Δηλαδή καταγράφονται στην αγορά και μειώσεις τιμών και ανακλήσεις αυξήσεων και αυτό οφείλεται στους κοστολογικούς ελέγχους που κάνουμε και σε μία σειρά διαδικασιών που εφαρμόζουμε αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις είτε να μας δικαιολογούν σε ποιους παράγοντες οφείλεται η αύξηση των τιμών που ζητούν είτε να μην προχωρούν σε αυτές τις ανατιμήσεις.
Όταν δε βρίσκουμε ανταπόκριση, εμείς δημοσιοποιούμε, όπως κάναμε πρόσφατα και με τη ΦΑΓΕ, ποιες αυξήσεις κατά τη γνώμη μας τεκμηριώνονται λόγω αύξησης του κόστους λειτουργίας ή του κόστους των πρώτων υλών και ποιες οφείλονται σε μία διαφορετική εμπορική πολιτική της εταιρίας.
Το τελευταίο διάστημα όλες αυτές οι ενέργειες έχουν φέρει αποτελέσματα, καταγράφεται και στο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή μία μείωση των τιμών των προϊόντων – κυρίως τροφίμων και ποτών στα ράφια των σούπερ μάρκετ- αλλά νομίζω το βιώνει και ο καταναλωτής.
Από εκεί και πέρα προφανώς και πιστεύουμε ότι υπάρχουν περιθώρια να διαμορφωθούν οι τιμές σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, περιμένουμε ο ανταγωνισμός να λειτουργήσει καλύτερα και στην ερώτηση γιατί συνεχίζει να υπάρχει η ακρίβεια η απάντηση είναι ότι έχουμε να κάνουμε με κατεστημένες δομές και στρεβλώσεις, που είναι χρόνιες στην ελληνική αγορά, είτε με τη λογική των κλειστών επαγγελμάτων ή της ελλειμματικής λειτουργίας του ανταγωνισμού είτε με τη λογική ότι είναι κατακερματισμένες οι αρμοδιότητες στην εποπτεία της αγοράς.
Εμείς κάνουμε μία προσπάθεια όπως κάνουν και άλλα συναρμόδια Υπουργεία και νομίζω ότι σύντομα αυτή η προσπάθεια θα έχει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Αυτό πάντως που έχει αξία να γνωρίζει ο καταναλωτής είναι ότι υπάρχει και εύρος τιμών και προϊόντα καλής ποιότητας σε βαλάντια, στα οποία μπορεί να αντεπεξέλθει ο καθένας;
Σε μία ελεύθερη αγορά υποτίθεται ότι οι τιμές διαμορφώνονται με βάση το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και ο ανταγωνισμός λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή. Αυτό δεν φαίνεται να επαληθεύεται στην ελληνική αγορά
Ποιο κομμάτι θεωρείτε ότι παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στην ακρίβεια;
Η αλήθεια είναι ότι έχει προβλήματα ο ανταγωνισμός. Έχει περιθώρια να λειτουργήσει πολύ καλύτερα. Ο ανταγωνισμός είναι ο μοναδικός ασφαλής τρόπος να διαμορφωθούν οι τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα, όχι συγκυριακά. Διότι εμάς αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μία μόνιμη μετατόπιση των τιμών προς τα κάτω και όχι συγκυριακά, προκειμένου να δημιουργούνται εντυπώσεις.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της λειτουργίας του υγιούς ανταγωνισμού. Στη χώρα μας παρά το γεγονός ότι γίνονται βήματα, γίνονται έλεγχοι, ο ανταγωνισμός έχει περιθώρια να λειτουργήσει καλύτερα.
Η αλήθεια είναι ότι όταν ψάχνει κανείς την αλυσίδα της αγοράς ο κάθε κρίκος αυτής της αλυσίδας, ο κάθε συντελεστής ρίχνει τις ευθύνες στον προηγούμενο ή στον επόμενο. Δηλαδή η λιανική σου λέει ότι μας τιμολογεί πολύ η βιομηχανία, ο παραγωγός σου λέει ότι «μας τα παίρνουν για ένα κομμάτι ψωμί», τα σούπερ μάρκετ ότι «εμείς έχουμε μικρό περιθώριο κέρδους».
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Δεν υπάρχει δίκαιη τιμή. Άλλη είναι η δίκαιη τιμή για τον παραγωγό, άλλη για τον ενδιάμεσο, άλλη για το λιανέμπορο και άλλη για τον καταναλωτή, που θέλει τη φθηνότερη δυνατή τιμή και την καλύτερη ποιότητα.
Ποιος ο ρόλος και η ευθύνη του καταναλωτή;
Εμείς αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να βάλουμε κανόνες και αυτοί οι κανόνες να εφαρμόζονται. Διότι μόνο βάζοντας κανόνες μπορείς να αξιολογήσεις ποιος λέει την αλήθεια. Αυτό για παράδειγμα γίνεται με τους κοστολογικούς ελέγχους.
Όταν ζητάμε από τις βιομηχανίες, από τις εταιρίες να μας καταθέσουν τα κοστολόγιά τους, να μας τεκμηριώσουν γιατί ζητάνε αυξήσεις, να μας πούνε αν αυτές οφείλονται σε αύξηση του κόστους λειτουργίας ή σε αύξηση των πρώτων υλών ή σε μία διαφορετική εμπορική πολιτική -γιατί μπορεί να θέλουν να κερδίσουν παραπάνω και αυτό δεν μπορείς να τους το απαγορεύσεις, δεν μπορείς να πεις σε κανέναν πόσο θα πουλάει-. Αυτό όμως που μπορείς να πεις στην κοινωνία είναι ποιος αντιλαμβάνεται τη συγκυρία μέσα στην οποία ζούμε, την κρισιμότητα των περιστάσεων και πόσο δύσκολα τα φέρνει ο κόσμος βόλτα και ανταποκρίνεται ακολουθώντας μία πολιτική χαμηλών τιμών.
Η βάση είναι να έχουμε στοιχεία και τα στοιχεία αυτά να λειτουργούν βάσει συγκεκριμένων κανόνων ούτως ώστε να μπορούμε να συγκρίνουμε και να μπορούμε να δώσουμε στην κοινωνία ένα καθαρό μήνυμα. Αυτό κάναμε, αυτό κάνουμε, αυτή η τακτική έχει φέρει ορισμένα αποτελέσματα και ευελπιστούμε ότι θα φέρει ακόμη περισσότερα. Οποιοσδήποτε συντελεστής συμμετέχει στην παραγωγική αλυσίδα έχει τη δυνατότητα να κάνει μία πιο ελκυστική ή μία πιο επιβαρυμένη εμπορική πολιτική.
Ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα -και ευθύνη του είναι να αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα-να τοποθετείται ανάλογα με τα κριτήριά του και με τις οικονομικές δυνατότητες που έχει σε μία αγορά που του δίνει πολλές επιλογές. Για παράδειγμα, υπάρχουν προϊόντα επώνυμα αλλά υπάρχουν και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που θρεπτικά και ποιοτικά είναι ισάξια, που είναι σε πολύ καλύτερες τιμές. Υπάρχει ένα εύρος τιμών στην αγορά σε μία σειρά από αγαθά –και δεν αναφέρομαι μόνο σε διαφορετικά μαγαζιά, ακόμη και μέσα στο ίδιο το μαγαζί- τα οποία ο καταναλωτής αν ψάξει λίγο περισσότερο, αν εντείνει την προσοχή του, αν στείλει το σωστό μήνυμα προς την αγορά, νομίζω ότι αυτό το μήνυμα θα ληφθεί σοβαρά υπόψιν.
Εκείνο που είναι υποχρέωση της πολιτείας είναι με τους ελέγχους της να φροντίζει ώστε οι κανόνες να τηρούνται, να ψάχνει ποιοτικά τα προϊόντα και κυρίως να ενημερώνει σωστά. Ό,τι μέτρα και αν πάρουμε εμείς, όσο και αν εξετάζουμε τα στοιχεία, αν το μήνυμα που στέλνουμε ο καταναλωτής δεν το αξιοποιήσει, τότε σχετική αξία θα έχουν τα μέτρα που λαμβάνουμε.
Συνεπώς, ο καταναλωτής πρέπει να μην κρύβει τα προβλήματα, να αξιοποιεί τις δυνατότητες και το εύρος τιμών όπου υπάρχει. Και υπάρχει εύρος, αυτό το ξέρει ο καθένας βιωματικά. Πηγαίνουμε δηλαδή σε ένα σούπερ μάρκετ και βλέπουμε για το ίδιο αγαθό πολλά διαφορετικά προϊόντα. Με λίγα λόγια: έρευνα αγοράς και καταπολέμηση της συνήθειας – πολλές φορές η συνήθεια μας οδηγεί στο να επιβραβεύουμε ένα προϊόν που είναι ακριβότερο από τα υπόλοιπα χωρίς προφανείς λόγους.
Σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων οι υψηλές τιμές είναι αδικαιολόγητες και αποδίδονται σε κερδοσκοπία.
Η τιμή του ψωμιού παραμένει υψηλή παρά το γεγονός ότι οι διεθνείς τιμές σε σιτάρι και αλεύρι έχουν πέσει κατά 30-40 % το τελευταίο διάστημα
Μάλιστα είναι γνωστό ότι ο Υφυπουργός Ανάπτυξης Γιώργος Βλάχος ζήτησε από τους αρτοποιούς να ρίξουν τις τιμές αλλά η Ομοσπονδία Αρτοποιών αρνήθηκε να δεσμευτεί
Τι μέτρα πιστεύετε ότι πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων;
Πράγματι, στο ψωμί υπάρχει μία αποκλιμάκωση και στο σιτάρι και στα άλευρα, που αποτελούν την πρώτη ύλη για την παρασκευή του ψωμιού και θα περίμενε κανείς να υπάρχει και μία αντίστοιχη αποκλιμάκωση και στην τιμή του ψωμιού. Οι αρτοποιοί, που επισκέφτηκαν το Υπουργείο Ανάπτυξης πρόσφατα, υποστήριξαν ότι αυτή η μείωση δεν έχει ακόμη περάσει από τη βιομηχανία στους ίδιους ώστε να τους επιτρέψει να ρίξουν τις τιμές. Ισχυρίζονται επίσης ότι υπάρχουν και άλλοι κοστολογικοί παράγοντες που τους επιβαρύνουν, όπως τα εργατικά και τα ενοίκια.
Βεβαίως εμείς καταθέσαμε αυτό που λέει η κοινή λογική: ότι δεν μπορείς να πουλάς σήμερα όσο πουλούσες πριν από ένα- ενάμιση χρόνο, όταν πραγματικά υπήρχε μία πρωτοφανής εκτόξευση των τιμών των πρώτων υλών και πρέπει και οι ίδιοι να συνειδητοποιήσουν ότι η περίοδος, που διανύουμε, δεν είναι ίδια με τα προηγούμενα χρόνια και πρέπει να τοποθετηθούν αντίστοιχα.Πήραμε τη δέσμευση ότι θα το εξετάσουν και ότι περιμένουν να δουν τη μείωση του κόστους της παραγωγής να μπει στα μαγαζιά τους για να μετακυλίσουν αυτή τη μείωση στους καταναλωτές. Ως ένα πρώτο δείγμα καλής θέλησης από την πλευρά των αρτοποιών, η τιμή της λαγάνας φέτος διαμορφώθηκε στα επίπεδα του 2007, περίπου στα 2,50 ευρώ.
Ωστόσο αυτό που πρέπει να είναι ξεκάθαρο είναι ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης δεν μπορεί σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς να επιβάλει τιμή. Δεν είναι αυτός ο στόχος, να πούμε στον καθένα πόσο θα πουλάει. Ο στόχος είναι να δημιουργηθούν τέτοιες συνθήκες ώστε μεταξύ τους να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί και να «συλλάβει» και ο καθένας το οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο ζούμε και να δώσει καλύτερες τιμές.
Τι απαντάτε στις καταγγελίες ότι στη χώρα μας οι τιμές σε πολλά τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης είναι αδικαιολόγητα ακριβότερες από τις αντίστοιχες σε άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Υπάρχουν προϊόντα, στα οποία είμαστε ακριβότεροι και υπάρχουν και προϊόντα, στα οποία είμαστε φθηνότεροι. Εκεί που είμαστε ακριβότεροι να το πούμε. Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους. Είμαστε μικρότερη αγορά, είμαστε μία αγορά στη γωνία της Ευρώπης και όχι στο κέντρο της Ευρώπης. Είμαστε επίσης μία αγορά με πολλές στρεβλώσεις που δεν έχουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κλειστά επαγγέλματα, μία αγορά όπου τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά.
Όταν για παράδειγμα κάνει κάποιος μία τιμοληψία και λέει «πήρα ίδια είδη σε ένα σούπερ μάρκετ σε μία χώρα π.χ. στην Αγγλία και ίδια στην Ελλάδα» θα πρέπει να λάβει υπόψιν του διάφορες παραμέτρους. Ένα παράδειγμα είναι το Φ.Π.Α. Σε πολλές από αυτές τις χώρες το Φ.Π.Α. είναι 0% ή 4%, στη χώρα μας είναι 14% ή 18%. Υπάρχουν δηλαδή διαφορές, που αμέσως ο καταναλωτής έρχεται αντιμέτωπος με ένα χάσμα που είναι εις βάρος του.
Υπάρχουν διαφορετικές συνήθειες, υπάρχουν ας το πούμε έτσι νοθεύσεις και συμπεριφορές που δεν επιτρέπουν στον ανταγωνισμό να λειτουργήσει εδώ τόσο καλά όσο στο εξωτερικό.
Επομένως η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να γίνεται βασισμένη σε πολύ γενικόλογες εκτιμήσεις. Η τιμοληψία δεν είναι μία απλή διαδικασία, που μπορεί να την κάνει οποιοσδήποτε. Είναι μία διαδικασία σύνθετη και είναι πολύ δύσκολο να δώσει μία αντικειμενική εικόνα την ίδια ώρα και στιγμή. Το ότι πάω και ψωνίζω το ίδιο προϊόν σε τέσσερις διαφορετικές χώρες προφανώς λέει κάτι. Από μόνο του όμως μπορεί να μη λέει και τίποτα γιατί το προϊόν αυτό μπορεί να μην ήταν σε προσφορά στην Ελλάδα και να ήταν στις άλλες χώρες, μπορεί να το πήρα άλλη ώρα της ημέρας, που οι τιμές διαμορφώνονται διαφορετικά, μπορεί να έχει διαφορετικό καθεστώς φορολόγησης.
Επαναλαμβάνω ότι υπάρχουν περιπτώσεις που είμαστε ακριβότεροι όπως υπάρχουν και περιπτώσεις που είμαστε φθηνότεροι. Και για αυτή τη διάσταση του προβλήματος το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει πάρει μία πρωτοβουλία. Πρόκειται για την πρωτοβουλία για την τεκμηρίωση των τιμών στις ενδοομιλικές συναλλαγές. Με λίγα λόγια θα υποχρεώνουμε πλέον τις πολυεθνικές εταιρίες να μας γνωστοποιούν τους λόγους, δηλαδή τα κοστολόγια, για τους οποίους πωλούν σε διαφορετικές τιμές τα ίδια προϊόντα τους στην Ελλάδα από ό,τι στο εξωτερικό. Να μας εξηγούν πού οφείλεται αυτό. Αυτή η τακτική θα τις φέρει και τις ίδιες σε μία δύσκολη θέση και θα τις οδηγήσει αν μη τι άλλο να αναθεωρήσουν μία λαθεμένη νοοτροπία που είχαν τα τελευταία χρόνια. Εκεί που είναι λαθεμένη, γιατί μπορεί να επικαλεστούν κάποιους αντικειμενικούς παράγοντες και να δούμε κάποια θετικά δείγματα και προς αυτή την κατεύθυνση.
Πώς μπορεί η ελεύθερη αγορά να λειτουργήσει χωρίς να θίγονται τα συμφέροντα του καταναλωτή;
Με κανόνες και με ευκαιρίες για όλους. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και γνωστοί και η διαδικασία τήρησής τους πρέπει να είναι αρκετά αυστηρή ούτως ώστε κανένας να μην μπορεί εύκολα να τους παραβεί. Για παράδειγμα «ελεύθερη αγορά» σημαίνει ο καθένας να διαμορφώνει τις τιμές προς το συμφέρον της επιχείρησής του χωρίς όμως να ξεχνά ότι ζει σε μία κοινωνία και θα πρέπει να σκέφτεται και το συμφέρον και τις ανάγκες των πολιτών και να έχει κατά νου ότι βρισκόμαστε σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία, που ο κόσμος τα φέρνει δύσκολα βόλτα.
Προς την κατεύθυνση αυτή είναι η τακτική που εφαρμόζουμε να εξετάζουμε τα κοστολογικά στοιχεία των επιχειρήσεων όταν έρχονται εδώ στο Υπουργείο Ανάπτυξης και ζητούν αυξήσεις και να ενημερώνουμε την κοινή γνώμη – όπως είπα και προηγουμένως - ποια από αυτά τα στοιχεία τεκμηριώνονται με βάση την αύξηση των εργατικών ή των πρώτων υλών και ποια έχουν να κάνουν με την εμπορική πολιτική της εταιρίας.
Η «ελεύθερη αγορά» ταυτόχρονα είναι συνώνυμη για μας και με προϊόντα υψηλής ποιότητας και ασφάλειας. Δε νοείται δηλαδή στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς ότι ο καθένας μπορεί να πουλάει ό,τι θέλει, που ενδεχομένως θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία ή επιβαρύνει το περιβάλλον. Και εκεί υπάρχουν περιορισμοί, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται αυστηρά.
«Ελεύθερη αγορά» επίσης σημαίνει ότι δεν μπορείς να εκμεταλλεύεσαι σε συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες την ανάγκη του κόσμου να προμηθευτεί συγκεκριμένα προϊόντα και να προσπαθείς μέσα σε πολύ λίγες ημέρες να «βγάλεις τα σπασμένα» μίας ολόκληρης χρονιάς ή να προεισπράξεις πράγματα (όπως πολλές φορές συμβαίνει με τα καύσιμα). Εκεί και οι νόμοι έχουν διατάξεις που πρέπει κανείς να εφαρμόζει αλλά και η πολιτεία έχει τον τρόπο της να περνά το μήνυμά της και συμβολικά αλλά και ουσιαστικά.
Πρόσφατα το Υπουργείο Ανάπτυξης έδωσε στη δημοσιότητα μία λίστα με τα ονόματα των εταιριών που προχώρησαν σε ανατιμήσεις και αυτών που έκαναν μειώσεις τιμών
Η «έκθεση» των πρακτικών των επιχειρήσεων πιστεύετε ότι έρχεται σε αντίθεση με την καθιέρωση της ελεύθερης αγοράς;
Όχι, γιατί δεν δημοσιοποιεί στοιχεία που έχουν να κάνουν με τη στρατηγική των επιχειρήσεων ή με την επιχειρηματική τους λογική αλλά οφείλουμε να ενημερώσουμε τον κόσμο σε αυτό το ευαίσθητο θέμα που είναι το θέμα της τιμής, με τι λογική κάθε επιχείρηση διαμορφώνει την εμπορική της πολιτική. Δεν την τιμωρείς γιατί αποφασίζει να πουλήσει τόσο, δεν μπορείς να πεις σε κανέναν πόσο θα πουλάει.
Εκείνο όμως που μπορείς να πεις με απλά λόγια στον κόσμο είναι ότι μέσα στη δύσκολη οικονομική συγκυρία αποδεικνύεται από τα στοιχεία που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες μας ότι αυτός ο κλάδος αγοράς έχει μία πιο αυξημένη προσέγγιση από άποψη κοινωνικής ευθύνης σε ό,τι αφορά τις τιμές και τα προϊόντα του και οι υπόλοιποι θεωρούν για δικούς τους λόγους ότι πρέπει να ακολουθήσουν μία τιμολογιακή πολιτική αυξητική, η οποία δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Αυτό οφείλεις να το πεις. Δεν τιμωρείς άμεσα, δεν επιβάλλεις κυρώσεις γιατί αυτό θα ήταν μία χαλιναγώγηση της ελεύθερης αγοράς αλλά πάνω και από τους νόμους και από την ελεύθερη αγορά υπάρχει ο καταναλωτής που είναι ο τελικός κριτής.
Ο Υπουργός Ανάπτυξης έχει δηλώσει ότι δε θα διστάσει να καλέσει τους καταναλωτές σε μποϋκοτάζ προϊόντων αν χρειαστεί
Πιστεύετε ότι ο Έλληνας καταναλωτής είναι ώριμος να ανταποκριθεί σε μία τέτοια έκκληση;
Θα έλεγα ότι απέχουμε πολύ ακόμη από το επίπεδο που έχουν οι οργανώσεις και τα κινήματα των καταναλωτών σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Και αυτό γιατί η συζήτηση για τα θέματα αγοράς και καταναλωτή στην Ελλάδα έχει αρχίσει να μας απασχολεί πολύ έντονα μόλις τα τελευταία 6-7 χρόνια. Ωστόσο ωριμάζει η ιδέα του ενεργού καταναλωτή στη χώρα μας με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Φέτος είμαστε σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την άποψη ενώσεων καταναλωτών, καταναλωτικής συνείδησης και ενεργοποίησης του κόσμου από ό,τι ήμασταν πριν από 2-3 χρόνια και του χρόνου θα είμαστε ακόμη καλύτερα.
Υπάρχει εξέλιξη στον τομέα αυτό με γεωμετρική πρόοδο και αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στα υπόλοιπα, και στην επιλογή που έχουμε κάνει εδώ στο Υπουργείο Ανάπτυξης και κυρίως στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή να αναβαθμίσουμε το Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτών και Αγοράς και να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας με τις ενώσεις καταναλωτών πολυδιάστατα, δηλαδή και οικονομικά και θεσμικά και με την από κοινού διοργάνωση ημερίδων και εκδηλώσεων και με το να τους βάλουμε στο κάδρο της συζήτησης για θέματα τιμών, ποιότητας και λειτουργίας της αγοράς γενικότερα.
Όσον αφορά το μποϋκοτάζ έχουν δώσει δείγματα οι καταναλωτικές ενώσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Να θυμίσω δηλαδή ότι είχαμε για παράδειγμα την επιλογή τους να μην αγοράζουν για αρκετό χρονικό διάστημα γάλα που πωλείται πάνω από 1 ευρώ. Αυτό είχε γίνει πριν από περίπου ένα χρόνο. Να θυμίσω επίσης κινήσεις αποκλεισμού προϊόντων από διάφορες ομάδες οργανώσεων για λόγους που προέκυψαν μετά από δημόσιες ανακοινώσεις που κάναμε εμείς ή από επεξεργασία στοιχείων που έκαναν οι ίδιες.
Όσο πιο ενημερωμένος είναι ο πολίτης και όσο πιο συνειδητοποιημένος ότι η παρέμβασή του θα έχει αποτέλεσμα τόσο πιο συχνά και πιο έντονα θα βλέπουμε αυτά τα φαινόμενα . Το ζητούμενο βέβαια είναι αυτά τα φαινόμενα να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, που νομίζω ότι είναι.
Πόσο ισχυρό θεωρείτε το καταναλωτικό κίνημα στην Ελλάδα σε σχέση με εκείνα άλλων ευρωπαϊκών χωρών; Βοηθάει η πολιτεία στη δράση του;
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Αρκεί να δει κανείς τα μέλη των καταναλωτικών ενώσεων σε άλλες χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και το Βέλγιο και αντίστοιχα στην Ελλάδα. Ωστόσο είναι σα να συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα γιατί είναι άλλες κουλτούρες, άλλοι λαοί, άλλοι τρόποι λειτουργίας της αγοράς και πολύ πιο ώριμη χρονικά η κουβέντα εκεί για την ενεργοποίηση του καταναλωτικού κινήματος από ό,τι στην Ελλάδα.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να μεμψιμοιρούμε και να μένουμε στις διαπιστώσεις. Αντίθετα πρέπει να δούμε πώς θα κινηθούμε με γρηγορότερους ρυθμούς και θα ενισχύσουμε το βεληνεκές του καταναλωτικού κινήματος.
Θεωρείτε επαρκείς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων;
Επαρκείς οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δε θα είναι ποτέ. Όσο περισσότερους ελεγκτές έχεις, τόσο καλύτερα. Από την άλλη πλευρά όμως αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι είναι αδύνατον να έχεις έναν ελεγκτή πάνω από κάθε συναλλαγή του πολίτη στην αγορά.
Η ουσία είναι ότι γίνονται πολύ συστηματοποιημένοι έλεγχοι από την πλευρά του κράτους, τόσο από τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) και τις Νομαρχίες όσο και από άλλους ελεγκτικούς μηχανισμούς και αυτό νομίζω ότι έχει καταγραφεί στον κόσμο με την έννοια ότι η συζήτηση για την ποιότητα και την ασφάλεια των τροφίμων είναι ολοένα και πιο τακτική τα τελευταία χρόνια από ό,τι ήταν παλιότερα. Αποκαλύπτει προβλήματα αλλά το γεγονός αυτό σημαίνει ότι οι έλεγχοι είναι πιο εντατικοί από ό,τι ήταν παλιότερα.
Αναμφισβήτητα θέλει ενίσχυση ο ελεγκτικός μηχανισμός αλλά επαναλαμβάνω ότι ο Έλληνας καταναλωτής πρέπει να αισθάνεται ασφαλής. Δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη. Το ζήτημα της ελλιπούς στελέχωσης είναι κάτι που αντιμετωπίζει οριζόντια η ελληνική δημόσια διοίκηση. Δεν είναι μυστικό. Παρόλα αυτά με πολύ φιλότιμο και όρεξη οι άνθρωποι, που κάνουν αυτή τη δουλειά, εξαντλούν κάθε περιθώριο για να είναι αποτελεσματικοί.
Λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα για τη διασφάλιση της ποιότητας των τροφίμων προκειμένου να αποφευχθούν ή να αντιμετωπιστούν διατροφικά σκάνδαλα σαν αυτά που σημειώθηκαν την προηγούμενη χρονιά;
Αυτά είναι περισσότερο θέματα αρμοδιότητας του ΕΦΕΤ. Υπάρχει διαρκής ενημέρωση και συνεργασία με αντίστοιχες ευρωπαϊκές αρχές και με τα γρήγορα αντανακλαστικά και υψηλό βαθμό αντίδρασης, γρήγορα και έγκαιρα προσπαθούμε να αναπτύσσουμε τις αναγκαίες δράσεις. Αυτό αφορά και τον ΕΦΕΤ αλλά και άλλες συναρμόδιες υπηρεσίες.
Με ποιο τρόπο, σε ποιο βαθμό και από ποιον φορέα ελέγχονται οι εταιρίες προκειμένου να πιστοποιηθεί ένας συγκεκριμένος διατροφικός ισχυρισμός;
Υποτίθεται ότι όσα προϊόντα έχουν τέτοιου τύπου διατροφικούς ισχυρισμούς είναι ελεγμένα και από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων( ΕΟΦ) και από άλλους παγκόσμιους οργανισμούς, που ενδεχομένως έχουν αρμοδιότητα να ελέγξουν κάτι τέτοιο.
Βεβαίως πολλές φορές αυτά τα πράγματα προξενούν ερωτήματα και χρειάζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα να επαναπιστοποιούνται οι ιδιότητες αυτές. Αυτά ξεφεύγουν λίγο από το αντικείμενο της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή. Είναι περισσότερο θέματα του ΕΟΦ ή και του ΕΦΕΤ σε ορισμένες περιπτώσεις.
Τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται και στη χώρα μας το σύστημα των GDAs (Ενδεικτική Ημερήσια Πρόσληψη), το οποίο μέχρι στιγμής είναι προαιρετικό
Για ποιο λόγο δεν αναγράφεται στις ετικέτες όλων των τροφίμων η διαθρεπτική ανάλυση του προϊόντος;
Είναι στις αρμοδιότητες του ΕΦΕΤ και αυτό. Τα GDAs, το σύστημα δηλαδή που δείχνει το συνολικό ποσό από θερμίδες, πρωτείνες, υδατάνθρακες, λιπαρά, αλάτι και φυτικές ίνες, που ενδείκνυται να προσλαμβάνεται ημερησίως από κάθε τροφή, εφαρμόζεται στη χώρα μας τα τελευταία 2 χρόνια. Προσωπικά το θεωρώ επιστημονικά έγκυρο και πολύ χρήσιμο.
Νομίζω ότι με πρωτοβουλίες και της πολιτείας αλλά και της βιομηχανίας τροφίμων πολύ σύντομα θα φτάσουμε στο επίπεδο σε κάθε συσκευασία να υπάρχουν και τα GDAs. Ήδη υπάρχουν σε πάρα πολλές συσκευασίες της βιομηχανίας τροφίμων και σιγά σιγά θα αποκτήσουν και μεγαλύτερη ευρύτητα και σαφήνεια. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο ΕΦΕΤ.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ισχύει η υποχρεωτική αναφορά στην ετικέτα αν υπάρχει μεταλλαγμένο συστατικό από μία ορισμένη ποσότητα και πάνω. Στη χώρα μας εφαρμόζεται; Σε σταθεροποιητές ή γαλακτοματοποιητές αναφέρεται αν χρησιμοποιείται κάποιο μεταλλαγμένο;
Πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει υποχρεωτικό για όλες τις εταιρίες;
Αν περιέχουν μεταλλαγμένα πρέπει να το αναγράφουν. Αν πούμε ότι αναγράφουν θα πούμε ότι περιέχουν και αν περιέχουν σημαίνει ότι είμαστε παράνομοι διότι δεν πρέπει να κυκλοφορούν. Κατά τεκμήριο στην ελληνική αγορά δεν κυκλοφορούν και δε θα πρέπει να κυκλοφορούν μεταλλαγμένα προϊόντα. Για αυτά τα ζητήματα είναι αρμόδιος ο ΕΦΕΤ.
Ποια η διαδικασία πιστοποίησης των βιολογικών προϊόντων;
Αυτό που εμείς φροντίζουμε είναι να είναι με σαφήνεια διατυπωμένο από πού έχει πιστοποιηθεί ότι είναι βιολογικά και με τι διαδικασίες παράχθηκαν ούτως ώστε ο καταναλωτής που αγοράζει ένα βιολογικό προϊόν να μπορεί διαβάζοντας πάνω στη συσκευασία να ξεχωρίσει ότι αυτό είναι πράγματι βιολογικό. Να υπάρχει ένας αριθμός πιστοποίησης και συγκεκριμένες πληροφορίες του παραγωγού, στις οποίες αν ανατρέξει κανείς θα πιστοποιήσει ότι το συγκεκριμένο προϊόν είναι βιολογικό.
Από την εμπειρία σας ο Έλληνας καταναλωτής τι κοιτάζει περισσότερο; Τη θρεπτική αξία ενός προϊόντα ή την τιμή;
Ο Έλληνας καταναλωτής έχω την αίσθηση ότι κοιτάζει ή ότι κοίταζε τουλάχιστον μέχρι τα τελευταία χρόνια – γιατί πλέον μπαίνουμε σε περιόδους που δεν έχουμε ξαναζήσει- ειδικά σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων πρώτα τη θρεπτική αξία και την ποιότητα και μετά την τιμή. Αυτή είναι προσωπική μου αίσθηση, οι έρευνες δε δείχνουν πολύ καθαρή εικόνα προς αυτή την κατεύθυνση. Βεβαίως η τιμή, όσο περνά ο καιρός και όσο μπαίνουμε σε δύσκολες οικονομικές εποχές, παίζει και αυτή ένα σημαντικό ρόλο.
Έχουμε το πλεονέκτημα ότι σε βασικά αγαθά καλή τιμή και ποιότητα συμβαδίζουν, δηλαδή μπορεί κανείς να βρει καλής ποιότητας προϊόντα και σε χαμηλότερες τιμές και αυτό βοηθάει τον καταναλωτή στην επιλογή του.
Πέρα από τις ανατιμήσεις, οι καταναλωτές έχουν να αντιμετωπίσουν και παγίδες στην αγορά. Για παράδειγμα οι μίνι συσκευασίες τροφίμων αλλά και άλλων προϊόντων συχνά είναι πολύ ακριβές αναλογικά με την ποσότητα που περιέχουν ή η σειρά τοποθέτησης των προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε το βλέμμα του καταναλωτή να πέφτει στα πιο ακριβά προϊόντα
Τι άλλο πρέπει να προσέχουν οι καταναλωτές;
Ο επιχειρηματίας είναι φυσικό να προσπαθεί με διάφορους τρόπους να τραβήξει την προσοχή προς ορισμένα προϊόντα. Νομίζω ότι αν ο καταναλωτής φεύγοντας από το σπίτι του ξέρει τι χρειάζεται και τι δυνατότητες οικονομικές έχει, δεν κινδυνεύει να παραπλανηθεί.
Ένα πράγμα που υποτιμούμε ας πούμε είναι ότι σε πάρα πολλά προϊόντα και μάλιστα βασικά αγαθά της διατροφής υπάρχουν προσφορές. Για παράδειγμα σπάνια βλέπουμε σε σούπερ μάρκετ να πωλείται ένα γιαούρτι μόνο του. Υπάρχουν οικονομικές συσκευασίες δύο ή τριών, πρακτική που λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή. Το ίδιο συμβαίνει με τα αναψυκτικά και με άλλα είδη πρώτης ανάγκης.
Αν ο καταναλωτής δεν είναι βιαστικός και έχει στο μυαλό του τι χρειάζεται και τι θέλει να ξοδέψει και εκεί που πάει έχει τα μάτια του ανοιχτά, οποιαδήποτε επιχειρηματική πρακτική δύσκολα θα τον παραπλανήσει ή τουλάχιστον δε θα τον παραπλανήσει σε τέτοιο βαθμό, που να πούμε ότι έπαθε μεγάλη ζημιά.
Τελικά πιστεύετε ότι ο Έλληνας καταναλωτής γνωρίζει τα δικαιώματά του;
Θα σας δώσω την ίδια απάντηση που σας έδωσα και στην ερώτηση για το πόσο ενεργό είναι το καταναλωτικό κίνημα στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να πω ότι είμαστε απολύτως ευχαριστημένοι αλλά όσο περνά ο καιρός γινόμαστε όλο και πιο υποψιασμένοι και συνειδητοποιημένοι για το τι δικαιώματα έχουμε και πώς μπορούμε να τα διεκδικήσουμε. Γίνονται και προς αυτή την κατεύθυνση γρήγορα βήματα.
Σε περιπτώσεις αισχροκέρδειας ή ελαττωματικών προϊόντων πού μπορεί να απευθύνεται ο καταναλωτής;
Μπορεί να καλέσει τη γραμμή 1520, που είναι η γραμμή καταναλωτή και λειτουργεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, και να καταγγείλει το περιστατικό ή να επισκεφτεί την ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή στο www.efpolis.gr ή να έρθει εδώ και να κάνει την καταγγελία του. Έχει διάφορους τρόπους να επικοινωνήσει μαζί μας. Ο πιο εύκολος και ο πιο χρηστικός τρόπος είναι να καλέσει στη γραμμή 1520, μπορεί να τηλεφωνήσει από το σπίτι του, να κάνει την καταγγελία του και από εκεί και πέρα η καταγγελία να πάρει το δρόμο της προς τις αρμόδιες υπηρεσίες και θα ενημερωθεί και ο καταναλωτής για το πού κατέληξε. Όσον αφορά τα δικαιώματά του σε όλες τις περιπτώσεις ελαττωματικών προϊόντων δικαιούται αντικατάσταση και αν το προϊόν του έχει προξενήσει και βαρύτερες ζημιές, δικαιούται και αποζημίωση.