Η συχνότητα εμφάνισης του σακχαρώδη διαβήτη κύησης (ΣΔΚ) είναι υψηλή και είναι παράλληλη με την αυξανόμενη ηλικία κύησης της μητέρας, τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής και την παχυσαρκία, ενώ η πρόληψη ή/και η αντιμετώπισή του αποτελεί πρόκληση για τη δημόσια υγεία.
Ο ενεργός μεταβολίτης της βιταμίνης D, η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D είναι μία ορμόνη που σχετίζεται όχι μόνο με τον οστικό μεταβολισμό και την ομοιόσταση του ασβεστίου, αλλά και με την ινσουλινοαντίσταση και τη λειτουργία των β-κυττάρων. Η βιταμίνη D προσλαμβάνεται τόσο μέσω διατροφικών πηγών (D2 και D3) και από τη σύνθεση μέσω του δέρματος (D3). Δεν υπάρχει επιστημονική συμφωνία για τα ιδανικά επίπεδα της 25(OH)D στο ορό, υπάρχει όμως συμφωνία σχετικά με την έλλειψη βιταμίνης D σε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού με τις εγκύους και τις θηλάζουσες μητέρες να αποτελούν ομάδες σε κίνδυνο έλλειψης.
Τα επίπεδα της βιταμίνης D στον ορό έχουν συσχετιστεί αρνητικά με επίπεδα της γλυκόζης νηστείας την περίοδο της εγκυμοσύνης, ενώ τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν συσχετιστεί με το ΣΔΚ και φαίνεται να διπλασιάζουν τον κίνδυνο εμφάνισής του.
Για τους παραπάνω λόγους μία ευρωπαϊκή πολυκεντρική μελέτη διερεύνησε την επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D κατά την περίδο της εγκυμοσύνης ως μία στρατηγική μείωσης του κινδύνου εμφάνισης ΣΔΚ.
Πώς σχεδιάστηκε η παρέμβαση;
Στη μελέτη DALI, όπως ονομάστηκε, συμμετείχαν γυναίκες από 7 ευρωπαϊκές χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Αυστρία, Πολωνία, Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο) με ΔΜΣ≥29kg/m2, στην ≤19+6 εβδομάδα κύησης και χωρίς ΣΔΚ. Οι συμμετέχουσες διαχωρίστηκαν τυχαία στην ομάδα παρέμβασης που έλαβαν 1600IU/ημέρα D3 ή placebo σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα συμπληρώματα που λάμβαναν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αξιολογήθηκαν τα επίπεδα βιταμίνης D (με τα φυσιολογικά να ορίζονται ≥50nmol/l), η γλυκόζη νηστείας, η ινσουλινοαντίσταση και το σωματικό βάρος στην αρχή, στις 24-28 και στις 35-37 εβδομάδες.
Ποια ήταν τα αποτελέσματα της μελέτης;
Τα επίπεδα της βιταμίνης D στην αρχή της παρέμβασης ήταν ≥50nmol/l σε όλα τα κέντρα της μελέτης. Στην ομάδα παρέμβασης, το 97% των συμμετεχουσών είχαν επάρκεια της βιταμίνης στις 24-28 εβδομάδες και το 98% στις 35-37 εβδομάδες σε αντίθεση με 74% και 78% αντίστοιχα στην ομάδα placebo. Αναφορικά με τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας, υπήρξε μία μικρή αλλά σημαντική μείωση για τις γυναίκες που έλαβαν το συμπλήρωμα στις 35-37 εβδομάδες κύησης. Δεν παρατηρήθηκαν άλλες διαφορές μεταξύ των ομάδων.
Ποια τα συμπεράσματα για τον επαγγελματία διαιτολόγο;
Η λήψη συμπληρώματος βιταμίνης D μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη επαρκών επιπέδων βιταμίνης D στις μέλλουσες μητέρες και σε μικρή μείωση της γλυκόζης νηστείας στις 35-37 εβδομάδες κύησης. Ωστόσο, η θέση του συμπληρώματος βιταμίνης D στην πρόληψη του ΣΔΚ σε πληθυσμούς που έχουν επάρκεια της βιταμίνης φαίνεται να είναι περιορισμένη.