Οι περισσότερες διατροφικές συστάσεις δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, στοχεύοντας στις 5 μερίδες ημερησίως. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού φαίνεται να μη φτάνει αυτή τη σύσταση. Η κατανόηση των λόγων που μπορεί να οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι πολύ σημαντική για τους επαγγελματίες υγείας.
Το κόστος των τροφίμων, έχει φανεί να επηρεάζει τη διατροφική πρόσληψη σε αναπτυσσόμενες χώρες, ωστόσο, τα αντίστοιχα δεδομένα από χώρες χαμηλού έως μέτριου εισοδήματος είναι ελλιπή. Μελέτες έχουν δείξει ότι η αύξηση των τιμών των τροφίμων οδηγεί σε στρατηγικές όπως:
- H μείωση της ποσότητας
- H έκπτωση σε ποιότητα και ποικιλία τροφίμων
- Aύξηση της κατανάλωσης φθηνών και ενεργειακά πυκνών τροφίμων
Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Lancet Global Health, διερευνήθηκε το κατά πόσο η χαμηλή πρόσληψη σε λαχανικά και φρούτα σχετίζεται με τη διαθεσιμότητα και το κατά πόσον είναι προσιτό το κόστος. Η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, εκτιμήθηκε χρησιμοποιώντας δεδομένα από έγκυρα ημι-ποσοτικά ερωτηματολόγια συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων στο πλαίσιο της μελέτης PURE, η οποία έχει συμμετέχοντες από 18 χώρες για τα έτη 2003-2013. Καταγράφηκαν επίσης, τα εισοδήματα των συμμετεχόντων καθώς και την υπάρχουσα ποικιλία και το κόστος των φρούτων και των λαχανικών στις χώρες που συμμετείχαν. Με βάση τα παραπάνω, υπολογίστηκε το κόστος των φρούτων και των λαχανικών σε σχέση με το εισόδημα ανά μέλος του νοικοκυριού.
Όσο αυξάνει η τιμή, μειώνεται η κατανάλωση
Τα ευρήματα από τους 143.305 συμμετέχοντες έδειξαν ότι η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών ήταν 3,76 μερίδες ανά ημέρα. Η μέση ημερήσια κατανάλωση ήταν 2,14 μερίδες στις χώρες με χαμηλού εισοδήματος (LIC), 3,17 μερίδες σε χώρες χαμηλού έως μεσαίου εισοδήματος (LMICs), 4,31 μερίδες σε χώρες μεσαίου εισοδήματος (UMICs), και 5,42 μερίδες σε χώρες υψηλού εισοδήματος (HIC).
Το κόστος των πέντε μερίδων φρούτων και λαχανικών την ημέρα ανά μέλος του νοικοκυριού αντιπροσώπευε το 51,97% του εισοδήματος στις LIC, το 18,10% στις LMICs, το 15,87% στις UMICs, και μόλις το 1,85% στις HIC. Σε όλες τις χώρες, υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματος για την κάλυψη των συστάσεων σε φρούτα και λαχανικά απαιτούνταν στις αγροτικές περιοχές σε σχέση με τις αστικές περιοχές. Από τα αποτελέσματα της μελέτης φάνηκε ότι η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών μειώνονταν όσο αύξανε το κόστος τους.
Στα παρακάτω διαγράμματα φαίνεται σε αστικές και αγροτικές περιοχές ανά οικονομική ζώνη, η διαθεσιμότητα διαφόρων τύπων φρούτων και λαχανικών (Figure 1), το μέσο ποσοστό του εισοδήματος ανά μέλος του νοικοκυριού που απαιτείται για την αγορά 5 μερίδων φρούτων και λαχανικών την ημέρα (Figure 3A) και το ποσοστό των ατόμων που αδυνατούσαν να αγοράσουν 5 μερίδες φρούτων και λαχανικών την ημέρα (Figure 3Β).
Συμπερασματικά
H κατανάλωση φρούτων και λαχανικών είναι χαμηλή σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, και αυτό συνδέεται με τις δυσπρόσιτες τιμές για αυτή την ομάδα πληθυσμού. Οι πολιτικές υγείας που εφαρμόζονται σε παγκόσμιο επίπεδο θα πρέπει να ενισχύσουν τη διαθεσιμότητα των φρούτων και των λαχανικών και να τα καταστήσουν πιο προσιτά στο μέσο καταναλωτή.
Μπορεί στην Ελλάδα να έχουμε άφθονη παραγωγή και η πρόσβαση μέσα από τις λαϊκές αγορές να είναι ακόμα εφικτή για τους περισσότερους, σίγουρα όμως τα καρότσια δεν γεμίζουν όπως παλιά ενώ κάποια μερίδα πληθυσμού μπορεί να μην απέχει πολύ από την δυσπρόσιτη πραγματικότητα των παραπάνω δεδομένων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, είναι πολύ σημαντικό, ως επαγγελματίες υγείας, να αξιολογούμε τη δυνατότητα του ασθενή ή του πελάτη μας να ακολουθήσει τις συμβουλές και τις συστάσεις που του δίνουμε και να προτείνουμε προσιτές λύσεις κατάλληλες και προσαρμοσμένες ανά περίπτωση.