Η οικονομική κρίση έχει άμεσο αντίκτυπο και στις διατροφικές μας συνήθειες. Το ερώτημα που τίθεται είναι λιγότερα χρήματα και άρα πιο φθηνές επιλογές όπως φρούτα, λαχανικά, όσπρια και λαδερά (τα οποία προάγουν την καλή υγεία) ή φθηνό γρήγορο και πρόχειρο φαγητό, που κάθε άλλο παρά υγιεινό είναι;
Δυστυχώς, τα στοιχεία που προκύπτουν από τις επιστημονικές μελέτες σήμερα και έρχονται σε απόλυτη αντιστοιχία με την εμπειρία των ειδικών στο χώρο της διατροφής μέσα από την επαφή και τη διερεύνηση των διατροφικών συνηθειών του πληθυσμού, δείχνουν ότι η οικονομική στενότητα και αβεβαιότητα έχει οδηγήσει πολύ κόσμο στον περιορισμό των δαπανών του, ακόμη και για βασικές του ανάγκες, όπως αυτή της διατροφής. Κατά συνέπεια, παρατηρούμε έντονη στροφή προς την κατανάλωση γρήγορου φτηνού φαγητού, το οποίο είναι πλούσιο σε αλάτι και κορεσμένα λιπαρά, προτίμηση κατεψυγμένων προϊόντων σε σχέση με φρέσκα, μείωση της κατανάλωσης τροφών όπως το ψάρι και το κρέας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το μειωμένο επίπεδο φυσικής δραστηριότητας που επίσης παρατηρείται, έχει ως αποτέλεσμα την πρόσληψη μεγάλου ποσού μη υγιεινών θερμίδων, δημιουργώντας όπως λέμε αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας και αυξάνοντας την πιθανότητα για εμφάνιση παχυσαρκίας, υπέρτασης, καρδιαγγειακών προβλημάτων κ.λπ.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία από τη μελέτη ΑΤΤΙΚΗ, που πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Επιστήμης Διατροφής Διαιτολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με την 1η Καρδιολογική Κλινική της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το χαμηλό οικονομικό επίπεδο του πληθυσμού σχετίζεται άμεσα και ισχυρά με κακές – μη υγιεινές διατροφικές συνήθειες και παχυσαρκία.
Αλλά και εκτός συνόρων τα στοιχεία δείχνουν σήμερα ότι το χαμηλό οικονομικό επίπεδο και η οικονομική δυσχέρεια στην Ευρώπη έχουν άμεσο αντίκτυπο στη διατροφή και κατ’ επέκταση στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Στοιχεία που προκύπτουν από μια μεγάλη ανάλυση των περισσοτέρων μελετών που έχουν γίνει και σχετίζουν την οικονομική κατάσταση με τις διατροφικές συνήθειες, η οποία πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κόβεντρι και δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό Public Health Nutrition, δείχνουν ότι η οικονομική πίεση μειώνει την ποιότητα της διατροφής. Συγκεκριμένα, στα φτωχότερα οικονομικά στρώματα και σε περιόδους έντονης οικονομικής δυσχέρειας, ο κόσμος τρώει λιγότερο υγιεινά, δεν έχει ποικιλία στις τροφές που καταναλώνει, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται ελλείψεις σε βιταμίνες και συστατικά, όπως η βιταμίνη C, το φυλικό οξύ, ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος και το μαγνήσιο, κυρίως λόγω χαμηλής κατανάλωσης φρέσκων φρούτων και λαχανικών, κρέατος και ψαριών.
Η άλλη όψη του νομίσματος, ότι δηλαδή η καλή οικονομική κατάσταση σχετίζεται με πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες, έρχεται να πιστοποιηθεί από πρόσφατη έρευνα του Ελληνικού Ινστιτούτου Διατροφής. Στη προσπάθεια διερεύνησης της επιρροής του κοινωνικοοικονομικού status στη παιδική παχυσαρκία και στη διαμόρφωση διατροφικών συνηθειών, το Ελληνικό Ινστιτούτο Διατροφής (ΕΙΔ) διεξήγαγε τη μελέτη PROGRESS σε 2.233 παιδιά ηλικίας 7-14 ετών, μαθητές πρότυπων ιδιωτικών σχολείων. Ποσοστό της τάξεως του 19% φάνηκε να έχει πρόβλημα με το βάρος του, περίπου δηλαδή 1 στα 5 παιδιά. Το ποσοστό αυτό είναι σαφέστατα χαμηλότερο από αυτό που υποδεικνύουν άλλες μελέτες, στις οποίες το δείγμα δεν αναφέρεται εξειδικευμένα σε παιδιά υψηλότερου κοινωνικοοικονομικού status.
Σημαντικό είναι επίσης να τονισθεί πως στη συγκεκριμένη μελέτη εμφανίζονται αυξημένα ποσοστά παιδιών με βάρος χαμηλότερο του φυσιολογικού. Πιο συγκεκριμένα στα αγόρια, το 10% παρουσιάζεται λιποβαρές, ενώ για τα κορίτσια το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 16%. «Το γεγονός πιθανώς οφείλεται στην αυξημένη τάση των κοριτσιών υψηλότερου κοινωνικοοικονομικού status, για την προσοχή της σιλουέτας και της εικόνας τους» σχολίασε ο πρόεδρος του ΕΙΔ, Χάρης Γεωργακάκης. Παράλληλα, η μελέτη επιβεβαιώνει ότι τα παιδιά με υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό status επιλέγουν ενδιάμεσα γεύματα (δεκατιανό - απογευματινό) υψηλότερης διαθρεπτικής αξίας και έχουν αρκετά υγιεινές συνήθειες, ακόμα και σε δύσκολες οικονομικά εποχές.