Διατροφή

Ενισχυτές γεύσης & οσμής στα τρόφιμα!

της Έυας Τσακμάκη
09 Νοεμβρίου 2014
40170 Προβολές
4 λεπτά να διαβαστεί
enisxites geusis kai osmis gia ta trofima

Photo source: www.bigstockphoto.com

Η ποιότητα και η εμπορική αξία ενός τροφίμου εξαρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος από τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή την υφή του, τη γεύση και την οσμή του. Γι’ αυτό, όσον αφορά στα δύο τελευταία, κύριο μέλημα των βιομηχανιών τροφίμων είναι η παραγωγή προϊόντων με την καλύτερη δυνατή γεύση και οσμή, με σκοπό να κάνουν τα τρόφιμα πιο ελκυστικά στους καταναλωτές. Ένας από τους τρόπους που μπορεί να επιτευχθεί αυτό είναι η χρήση ουσιών που βελτιώνουν ή ενισχύουν την οσμή-γεύση του προϊόντος.

Έτσι, σε μεγάλη ποικιλία επεξεργασμένων τροφίμων χρησιμοποιούνται οι ενισχυτές της οσμής και γεύσης. Πρόκειται για ουσίες οι οποίες αν και στερούνται χαρακτηριστικής οσμής ή γεύσης, όταν προστεθούν, σε μικρές ποσότητες, σε ορισμένα τρόφιμα, βελτιώνουν σημαντικά αυτά τα χαρακτηριστικά τους.

Ενισχυτές που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων

Επισημαίνονται οι Ε 620-640 

Σε ποιες κατηγορίες διακρίνονται;

Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

Το όξινο γλουταμινικό οξύ και τα άλατά του

  • το όξινο γλουταμινικό νάτριο
  • το όξινο γλουταμινικό κάλιο
  • το διγλουταμινικό ασβέστιο
  • το όξινο γλουταμινικό αμμώνιο
  • το διγλουταμινικό μαγνήσιο

Τα ριβονουκλεοτίδια και τα άλατά τους

  • το γουανιλικό οξύ
  • το γουανιλικό δινάτριο
  • το γουανιλικό δικάλιο
  • το γουανιλικό ασβέστιο
  • το ινοσινικό οξύ
  • το ινοσινικό δινάτριο
  • το ινοσινικό δικάλιο
  • το ινοσινικό ασβέστιο
  • τα ασβέστιο-5'-ριβονουκλεοτίδια
  • τα δινατριο-5'-ριβονουκλεοτίδια

Όξινο γλουταμινικό νάτριο και τα άλατά του

Ενισχυτής γεύσης

Είναι ο σπουδαιότερος ενισχυτής γεύσης – οσμής, καθώς διακρίνεται για την ιδιότητά του να τονίζει τη φυσική οσμή των τροφίμων, να συμπιέζει πολλές ανεπιθύμητες οσμές/ γεύσεις, όπως την καυστική μυρωδιά των κρεμμυδιών, τη χωμάτινη γεύση της πατάτας, τη μυρωδιά των ψαριών, κ.λπ.

Παράγει ευχάριστη γεύση

Επιπλέον, έχει την ικανότητα να παράγει στο στόμα μία ευχάριστη γεύση για αρκετό χρόνο, κάνοντας έτσι τον καταναλωτή να έχει ένα προσδοκώμενο αίσθημα ικανοποίησης από το συγκεκριμένο τρόφιμο. Η ιδιαίτερη αυτή γεύση ονομάστηκε «ουμάμι» (umami) και αναγνωρίστηκε επιστημονικά ως η πέμπτη βασική γεύση μαζί με το γλυκό, το ξινό, το αλμυρό και το πικρό.

Πού βρίσκεται;

Το γλουταμινικό οξύ, αλλά και τα άλατά του, όπως το όξινο γλουταμινικό κάλιο, το διγλουταμινικό ασβέστιο, το όξινο γλουταμινικό αμμώνιο και το διγλουταμινικό μαγνήσιο παρουσιάζουν την ίδια δράση. Το γλουταμινικό οξύ είναι ένα σημαντικό συστατικό της πρωτεΐνης και βρίσκεται φυσικά σε όλα τα τρόφιμα που περιέχουν πρωτεΐνη όπως το κρέας, τα πουλερικά, τα θαλασσινά, τα σιτηρά και το γάλα. Η περιεκτικότητά του στη γλουτένη του σιταριού είναι 36%, του καλαμποκιού 24,5%, του σογιάλευρου 21% και της καζεΐνης 22%.

Εφαρμογή σε επεξεργασμένα τρόφιμα

Εξαιτίας των παραπάνω ιδιοτήτων του, το όξινο γλουταμινικό νάτριο βρίσκει ευρεία εφαρμογή σε ποικιλία επεξεργασμένων τροφίμων, όπως τα κρεατοσκευάσματα, τα λαχανικά, οι σούπες, κλπ. Η γεύση των γλουταμινικών αλάτων περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τη χρήση τους. Τι σημαίνει αυτό; Μόλις περιληφθεί η κατάλληλη ποσότητα σε μια συνταγή, η προσθήκη επιπλέον ποσότητας, είτε συμβάλλει ελάχιστα στη γεύση, είτε είναι καταστρεπτική για την ισορροπία της γεύσης του τροφίμου. Τέλος, δεν ενδείκνυται η χρήση του σε χυμούς φρούτων, αρτοσκευάσματα, μερικά προϊόντα γάλακτος και σε μαγειρευμένα σιτηρά, ενώ απαγορεύεται στις παιδικές τροφές, τόσο από τον ελληνικό όσο και από τον διεθνή κώδικα τροφίμων.

enisxytes osmhs sta trofima

 

Ριβονουκλεοτίδια και τα άλατά τους

Τι είναι;

Είναι ενώσεις αποτελούμενες από ριβόζη, φωσφορικό οξύ και μία οργανική βάση. Χρησιμοποιούνται κυρίως για τη βελτίωση του αρώματος διαφόρων ζωικών τροφίμων (κρέατα, ψάρια, ή παράγωγα προϊόντα τους). Οι ουσίες αυτές συμβάλλουν στη διαμόρφωση της χαρακτηριστικής οσμής/ γεύσης του κρέατος. Τα πιο συνήθη άλατα ριβονουκλεοτιδίων είναι τα ριβονουκλεοτίδια ασβεστίου, που είναι μείγμα αλάτων με ασβέστιο του γουαλινικού οξέος (E626) και του ινοσινικού οξέος (E630). Τα γουαλινικά άλατα και τα ινοσινικά άλατα δεν έχουν τη συγκεκριμένη γεύση «ουμάμι», αλλά βελτιώνουν πολύ άλλες γεύσεις και με αυτόν τον τρόπο μειώνουν τις ποσότητες άλατος που απαιτούνται σε ένα προϊόν.

Με την προσθήκη των ριβονουκλεοτιδίων σε ζωικά προϊόντα κυρίως επιτυγχάνουμε την αποκατάσταση της χαρακτηριστικής γεύσης – οσμής του φρέσκου προϊόντος, διότι αμέσως μετά τη θανάτωση του ζώου, ένα μεγάλο ποσοστό ριβονουκλεοτιδίων αποικοδομείται από τις φωσφατάσες, που επίσης ανευρίσκονται στους ζωικούς ιστούς. Έτσι, το προϊόν φθάνει συχνά στην αγορά με μειωμένα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά- εκεί έρχεται να βοηθήσει η προσθήκη των ενισχυτών γεύσης-οσμής. Η χρήση τους σε βιομηχανική κλίμακα κατέστη δυνατή αφότου βρέθηκαν βιοχημικές μέθοδοι για την παραγωγή τους σε βιομηχανική κλίμακα.

Γουαλινικά και τα ινοσινικά άλατα

Τα γουαλινικά και τα ινοσινικά άλατα όμως δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε προϊόντα που προορίζονται για παιδιά κάτω των 12 εβδομάδων. Επίσης, προτείνεται να αποφεύγονται από ασθματικούς. Τέλος, καθώς τα γουαλινικά και τα ινοσινικά άλατα μεταβολίζονται σε πουρίνες, θα πρέπει να αποφεύγονται από ανθρώπους που υποφέρουν από αρθρίτιδα. Ωστόσο, οι συγκεντρώσεις που χρησιμοποιούνται είναι τόσο μικρές, που δεν πρέπει να αναμένονται παρενέργειες. Η αξιολόγηση των ενισχυτών γεύσης/οσμής είναι αντίστοιχη με τις περισσότερες πρόσθετες ουσίες τροφίμων και βασίζεται σε αναθεωρήσεις των διαθέσιμων τοξικολογικών στοιχείων. Από τα διαθέσιμα στοιχεία καθορίζεται ένα ανώτατο όριο μιας πρόσθετης ουσίας που δεν έχει κάποια αποδεδειγμένη τοξική επίδραση.

Στο παρελθόν, υπήρξαν μερικές εκθέσεις που έδειχναν παρενέργειες από τα γλουταμινικά άλατα όπως μούδιασμα, αδυναμία και ταχυκαρδία ή ασθματικές κρίσεις. Εντούτοις, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ επιστημονικά, με χρήση της μεθόδου του διπλού μάρτυρα - με διασταυρωμένο έλεγχο μεθόδων με υποκατάστατα, ότι αυτές οι αντιδράσεις προκαλούνται πραγματικά από τα γλουταμινικά άλατα. Παρόμοιες δοκιμές έγιναν με τους ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι πάσχουν από πονοκέφαλους, ίλιγγο και άλλα νευρολογικά προβλήματα. Συχνά αυτά τα προβλήματα οφείλονταν στην αύξηση του νατρίου και την έλλειψη αρκετής υγρασίας στο σώμα («hangover επίδραση»). Καμία όμως σαφής επιστημονική σχέση με την κατανάλωση MSG και των εν λόγω συμπτωμάτων δεν μπόρεσε να τεκμηριωθεί.

Συμπερασματικά

Μια περίληψη των διαφορετικών πειραμάτων που αξιολογούν τα αποτελέσματα του όξινου γλουταμινικού νατρίου στην υγεία, δημοσιεύθηκε από Raif et Al, 2000. Το τελικό τους συμπέρασμα ήταν ότι τα αποτελέσματα των πολυάριθμων διενεργηθεισών ερευνών για το όξινο γλουταμινικό νάτριο επιτρέπουν να το θεωρήσουν ως γενικά ασφαλές συστατικό τροφίμων. Ούτε οι επιδημιολογικές, ούτε οι μελέτες πρόκλησης δεν θα μπορούσαν να παρέχουν οποιαδήποτε στοιχεία ότι η εισαγωγή του όξινου γλουταμινικού νατρίου οδηγεί σε δυσμενείς αντιδράσεις στον πληθυσμό.

Μερικά πειράματα έδειξαν ότι οι μεγάλες δόσεις του όξινου γλουταμινικού νατρίου, μπορούν να οδηγήσουν σε υποκειμενικά συμπτώματα τους ανθρώπους που θεωρούν ότι αντιδρούν σε αυτό. Εντούτοις, αυτά τα συμπτώματα αφενός είναι σπάνια και αφετέρου δεν είναι ούτε σοβαρά, ούτε επίμονα και αυτές οι αντιδράσεις δεν πραγματοποιήθηκαν όταν το όξινο γλουταμινικό νάτριο δόθηκε μέσα σε τρόφιμα.

Μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσθήκη των ενισχυτών γεύσης και οσμής στα τρόφιμα, θεωρείται ασφαλής για τον γενικό πληθυσμό. Όπως και να έχει όμως, η κατάλληλη σήμανση των προϊόντων, προσφέρει πάντα στους καταναλωτές την επιλογή να μην καταναλώνουν τρόφιμα που περιέχουν τα εν λόγω πρόσθετα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ηλιόπουλου Γεωργίου, «Χημεία Τροφίμων», Εκδόσεις Γαρταγάνη, (Αθήνα)

Διαδίκτυο: http://www.food-info.net/gr/intol/msg.htm

Εύα Τσακμάκη
Εύα Τσακμάκη Τεχνολόγος Τροφίμων