Το Σάββατο, 25 Νοεμβρίου, η συνάδελφος Βάσια Μανίκα, Κλινική Διαιτολόγος - Διατροφολόγος, Diet & Wellbeing NLP Coach παρουσίασε ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα σχετικά με τις δεξιότητες επικοινωνίας που χρειάζεται να αναπτύξουν οι επιστήμονες που ασχολούνται με αθλητές και ασκούμενους, προκειμένου να πετύχουν τα μέγιστα οφέλη από την ανάπτυξη μιας εποικοδομητικής και πετυχημένης σχέσης.
Παρακάτω σας παρουσιάζουμε κάποια από τα πιο σημαντικά σημεία της παρουσίασης
Μόλις τα τελευταία 20-25 χρόνια έχουν αρχίσει οι αθλητικοί ψυχολόγοι να ασχολούνται με τους τρόπους επικοινωνίας που χρησιμοποιεί ο ειδικός (είτε είναι προπονητής, είτε αθλητικός διατροφολόγος, είτε γυμναστής ή καθηγητής φυσικής αγωγής σε σχολείο) για να κατανοεί, να εν-συναισθάνεται και να κινητοποιεί τον αθλητή ή ασκούμενο.
Και ξέρουμε, ότι ειδικά στον αθλητικό χώρο, η ικανότητά μας να αξιοποιούμε και να διαχειριζόμαστε την ψυχοδιανοητική μας κατάσταση είναι πολύ σημαντική. Είτε είμαστε απλοί ασκούμενοι που θέλουμε να είμαστε συνεπείς στην καθημερινή ρουτίνα της φυσικής άσκησης είτε ασχολούμαστε με elite αθλητές.
Οι αθλητικοί ψυχολόγοι έχουν τονίσει τη σημασία της θετικής σκέψης ως παράγοντα επιτυχίας στους αθλητές
Όσοι ανταγωνίζονται σε ένα υψηλό επίπεδο, αντιμετωπίζουν αντιξοότητες και εμπόδια: σωματικός πόνος, κακές συνθήκες, δυνατοί αντίπαλοι, κόπωση. Ο μόνος τρόπος να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις προκλήσεις είναι να έχουν ισχυρή αυτοπεποίθηση και μεγάλη αποφασιστικότητα.
Οι ειδικοί ορίζουν την κατάσταση αθλητικής σιγουριάς ως την πεποίθηση που έχει ένας αθλητής ότι μπορεί να εκτελέσει αποτελεσματικά μια επιθυμητή κινητική συμπεριφορά σε μια δεδομένη στιγμή. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η εσωτερική πεποίθηση της ικανότητας που έχουν οι άνθρωποι επηρεάζει τη συμπεριφορά τους.
Έρευνες έδειξαν ότι η πεποίθηση που έχουν οι αθλητές για τις ικανότητές τους μπορεί να βελτιωθεί με εκπαίδευση και θα βελτιώσει τα αποτελέσματά τους. Οι σίγουροι αθλητές θεωρούν δεδομένη την επιτυχία και έχουν υψηλό επίπεδο αυτοπεποίθησης που φαίνεται να είναι σημαντικό για τον βαθμό στον οποίο επιδιώκουν τους στόχους τους.
Η αποτελεσματική επικοινωνία είναι πολύ βασικό στοιχείο της υποστήριξης ατόμων στην επιτυχή συμμετοχή τους (engagement) σε σπορ και φυσική δραστηριότητα.
Στη σχέση αθλητή- coach, η αποτελεσματική επικοινωνία διευκολύνει την ανάπτυξη κοινής γνώσης και κατανόησης του αθλητή και του προπονητή σχετικά με τους στόχους και τις πεποιθήσεις.
Οι ερευνητές μελέτησαν παρεμβάσεις σε αθλητισμό- sports, φυσική δραστηριότητα και εκπαίδευση καθηγητών φυσικής αγωγής στηριζόμενες στο μοντέλο Self- Determination Theory (SDT), που είναι μια σύγχρονη θεωρία κινητοποίησης με ταχεία ανάπτυξη τα τελευταία 25 χρόνια μέσω των εφαρμογών της στον τομέα του αθλητισμού και της φυσικής δραστηριότητας. Οι ερευνητές χρησιμοποιούν το SDT για να κατανοήσουν πώς οι κοινωνικο-συγκυριακοί παράγοντες υποστηρίζουν ή υπονομεύουν τις έμφυτες προσωπικές τάσεις ανάπτυξης και εξέλιξης και τις συνέπειες αυτών των διαδικασιών στην ποιότητα των κινήτρων, στην ψυχολογική ευημερία, στο engagement και την απόδοση.
Έχει αποδειχτεί ότι το στυλ επικοινωνίας που χρησιμοποιείται από άτομα σε θέσεις εξουσίας μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό στον οποίο υποστηρίζει ή υπονομεύει τρεις βασικές ψυχολογικές ανάγκες των ατόμων που διδάσκουν/ προπονούν. Αυτές είναι οι ανάγκες για αυτονομία (δηλαδή η εμπειρία που έχει το άτομο ότι αυτό-ρυθμίζει τη συμπεριφορά του), την ικανότητα (δηλαδή η εμπειρία της προόδου και του mastering- ότι το κατέχω- όταν αγωνιζόμαστε για προσωπικούς και προκλητικούς στόχους) και τη συσχέτιση (δηλαδή η εμπειρία του ατόμου ότι γίνεται αποδεκτό και συνδέεται ουσιαστικά με τους άλλους).
Σύμφωνα με τους Deci και Ryan, το επικοινωνιακό στυλ που χρησιμοποιείται από τα άτομα με εξουσία (προπονητές, γυμναστές, καθηγητές φυσικής αγωγής) μπορεί να ικανοποιήσει ή να υπονομεύσει αυτές τις ανάγκες στους αθλητές ή ασκούμενους. Το πρώτο στυλ ονομάζεται “Need supportive style” (ή “autonomy-supportive”- υποστηρίζουν την αυτονομία ώστε να αυξηθεί η εσωτερική παρακίνηση (motivation) των αθλητών/ ασκούμενων). Παραδείγματα είναι η παροχή ουσιαστικών επιλογών και αιτιολογιών, την αναγνώριση των αρνητικών συναισθημάτων τους, την προσφορά εποικοδομητικής ανατροφοδότησης (feedback) και το γνήσιο ενδιαφέρον για την ευημερία τους και σε αυτό το επικοινωνιακό στυλ βρίσκεται ένα ελπιδοφόρο μονοπάτι προς τη διαδικασία βελτίωσης της συμμετοχής των αθλητών στο άθλημά τους και των ασκούμενων στη φυσική δραστηριότητα και την υγεία.
Ποιες είναι οι βασικές γνώσεις επικοινωνίας;
Φόρμουλα Επικοινωνίας του Mahrebian
O Albert Mehrabian είναι Καθηγητής Ψυχολογίας στο UCLΑ και πολύ γνωστός για τη συσχέτιση της λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας. Κατέληξε σε 2 βασικά συμπεράσματα μέσα από τη μελέτη της ανθρώπινης επικοινωνίας:
Υπάρχουν 3 βασικά στοιχεία σε οποιαδήποτε επικοινωνία που γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο
- οι Λέξεις
- ο Τόνος της φωνής/ Τονικότητα
- η Μη λεκτική συμπεριφορά (μικρο εκφράσεις και γλώσσα σώματος)
Τα μη λεκτικά στοιχεία είναι πολύ σημαντικά για να επικοινωνούμε συναισθήματα και τη διάθεσή μας, ειδικά όταν υπάρχει ασυνέπεια, πχ. αν οι λέξεις δεν συνάδουν με τον τόνο της φωνής και τη μη λεκτική συμπεριφορά, οι άνθρωποι τείνουν να εμπιστεύονται την τονικότητα και τη γλώσσα σώματος.
Μοντέλο Επικοινωνίας NLP
Ονευρογλωσσικός προγραμματισμός (NLP) είναι ένα μοντέλο διαπροσωπικής επικοινωνίας που ασχολείται κυρίως με τη σχέση μεταξύ των επιτυχημένων προτύπων συμπεριφοράς και των υποκειμενικών εμπειριών που τα συνοδεύουν, καθώς και ένα σύστημα εναλλακτικής θεραπείας βασισμένο στην εκπαίδευση των ανθρώπων στην αυτογνωσία και την αποτελεσματική επικοινωνία ώστε να αλλάξουν τα δυσλειτουργικά μοτίβα νοητικής και συναισθηματικής συμπεριφοράς τους. Αυτά που κάνουν έναν ασκούμενο ή αθλητή να θέλει να τα παρατήσει ή να χάνει το κίνητρο και τη θέλησή του να συνεχίζει την προπόνηση, αντικαθιστώντας τα με εκείνα που δημιουργούν άσβεστο πάθος, αποφασιστικότητα και αυτοδέσμευση σε έναν στόχο που είναι τόσο ελκυστικός και καλά ορισμένος που είναι, τελικά, καταδικασμένος να πετύχει.
Το Μοντέλο Επικοινωνίας του NLP αναπτύχθηκε από τους Tad James & Wyatt Woodsmall (1988) από τη δουλειά των Richard Bandler & John Grinder (1975) και στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ιδέες της Γνωσιακής Ψυχολογίας και την μοναδική δουλειά των γλωσσολόγων Alfred Korzybski (1933) και Noam Chomsky (1964).
Όλοι λαμβάνουμε τις πληροφορίες από το εξωτερικό περιβάλλον μέσω των πέντε αισθήσεων και επεξεργαζόμαστε, κατά μέσο όσο, περίπου 4 εκατομμύρια κομμάτια πληροφορίας ανά δευτερόλεπτο. Ένα τεράστιο κομμάτι της απορρόφησης πληροφορίας και της επεξεργασίας γίνεται σε ασυνείδητο επίπεδο. Η συνειδητή προσπάθεια να επεξεργαστούμε όλη αυτή την πληροφορία μπορεί να είχε πλάκα, όμως σίγουρα δεν θα ήταν σταθερή διαδικασία ούτε πρακτική. Επομένως, το νευρικό μας σύστημα φιλτράρει τον όγκο της πληροφορίας, προκειμένου να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει σχετική πληροφορία.
Τα ατομικά μας φίλτρα έχουν καθοριστεί από τη δική μας αντίληψη του χρόνου, χώρου, σημασίας και ενέργειας, καθώς επίσης και από τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε, την κατανόηση των λέξεων και χειρονομιών, τις αναμνήσεις μας, τον μοναδικό τρόπο που έχουμε για να παίρνουμε αποφάσεις, τα μοτίβα που ψάχνουμε όταν συλλέγουμε πληροφορίες, τις αξίες και πεποιθήσεις μας και, τέλος, την συνολική μας στάση.
Η πραγματικότητα που βιώνουμε καθορίζεται, κυρίως, από αυτά που κάνουμε μέσα στο κεφάλι μας.
Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε ένας από εμάς βιώνει την οποιαδήποτε κατάσταση διαφορετικά. Οι εσωτερικές μας αναπαραστάσεις (υποκειμενική εμπειρία) είναι αυτές που καθορίζουν πώς βλέπουμε τον κόσμο και όλα όσα βιώνουμε. Συνεχώς χειριζόμαστε ασυνείδητα αγνές αισθητηριακές πληροφορίες για να δημιουργήσουμε την υποκειμενική μας εμπειρία, βασιζόμενοι στον «προγραμματισμό» που έχει δημιουργηθεί από τα τωρινά μας φίλτρα.
Τα γλωσσολογικά μοτίβα ενός ανθρώπου καθορίζουν τι και πώς σκέφτεται και αισθάνεται. Αυτά τα μοτίβα αποκαλύπτουν τον εσωτερικό διάλογο και την πνευματική κατάσταση του ατόμου.
Ο εσωτερικός διάλογος παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατάσταση αθλητικής σιγουριάς. Αυτή η αυτό-ελεγχόμενη τεχνική περιλαμβάνει τη χρήση συνθηματικών λέξεων που στοχεύουν στην διευκόλυνση της μάθησης και βελτίωση της επίδοσης μέσω της διέγερσης των κατάλληλων αποκρίσεων. Η έρευνα έχει δείξει ότι ο εσωτερικός διάλογος μπορεί να βελτιώσει την κινητική απόδοση με τη χρήση ποικίλων μεθόδων και εργασιών.
Είναι, επομένως, σημαντικό να καθοδηγήσουμε τη νόηση και τη συζήτηση για να γίνει όσο θετική γίνεται για την βελτιστοποίηση του αθλητή. Είτε ως προπονητές, προσωπικοί γυμναστές ή αθλητικοί διατροφολόγοι, είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε το υποκείμενο εσωτερικό κίνητρο του αθλητή, να αναγνωρίσουμε τα προσωπικά του όρια και τις περιοριστικές πεποιθήσεις που υπάρχουν στο μυαλό του ώστε να δουλέψουμε εποικοδομητικά μαζί του.